Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (1.1-1.20)


ΠΥΘΙΟΝΙΚΑΙΣ I

ΙΕΡΩΝΙ ΑΙΤΝΑΙΩΙ ΑΡΜΑΤΙ


Χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων [στρ. α]
σύνδικον Μοισᾶν κτέανον· τᾶς ἀκούει
μὲν βάσις ἀγλαΐας ἀρχά,
πείθονται δ᾽ ἀοιδοὶ σάμασιν
ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων
ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα.
5 καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις
αἰενάου πυρός. εὕδει δ᾽ ἀνὰ σκά-
πτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖ-
αν πτέρυγ᾽ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις,

ἀρχὸς οἰωνῶν, κελαινῶπιν δ᾽ ἐπί οἱ νεφέλαν [αντ. α]
ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάϊ-
θρον, κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων
ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, τεαῖς
10 ῥιπαῖσι κατασχόμενος. καὶ γὰρ βια-
τὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπών
ἐγχέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν
κώματι, κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλ-
γει φρένας ἀμφί τε Λατοί-
δα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν.

ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοάν [επωδ. α]
Πιερίδων ἀΐοντα, γᾶν τε καὶ πόν-
τον κατ᾽ ἀμαιμάκετον,
15 ὅς τ᾽ ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος,
Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε
Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μάν
ταί θ᾽ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι
Σικελία τ᾽ αὐτοῦ πιέζει
στέρνα λαχνάεντα· κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει,
20 νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·


ΠΡΩΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ ΤΟΝ ΑΙΤΝΑΙΟ,

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΑ


Ω φόρμιγγα χρυσή, του Απόλλωνα [στρ. α]
και των Μουσών με τις μενεξελιές πλεξούδες
κτήμα κοινό και ταιριαστό,
σε σένα των χορωδών το βήμα υπακούει,
σαν η λαμπρή γιορτή αρχίζει·
τα σήματά σου οι αοιδοί ακολουθούνε,
όταν τα προοίμια, με των χορδών σου τον παλμό ανακρούεις,
που του χορού δηλώνουν την αρχή.
5Εσύ και την ανέσπερη φωτιά στου κεραυνού τη λόγχη σβήνεις.
Πάνω στο σκήπτρο του Διός
κοιμάται ο αετός, των πουλιών ο αρχηγός,
αφήνοντας χαλαρές δεξιά ζερβά να πέφτουν
τις γοργές του φτερούγες·

γλυκά τα βλέφαρά του κλείνει, [αντ. α]
γιατί νεφέλη μελανή στο αγκυλωτό κεφάλι γύρω έχεις απλώσει,
και κοιμισμένος τη λυγερή του ράχη ανασηκώνει
10από τις συγχορδίες σου μαγεμένος.
Αλλά και ο βίαιος Άρης
του κονταριού του την τραχιά αιχμή στην άκρη αφήνει
και νιώθει την καρδιά του να γλυκαίνει από τον ύπνο·
οι μαγικοί σου ήχοι και το μυαλό των αθανάτων συνεπαίρνουν
χάρη στου τέκνου της Λητώς την τέχνη
και των βαθύκολπων Μουσών.

Και όσα, πάνω στη γη και το ακατάλυτο το πέλαγο, [επωδ. α]
ο Δίας δεν αγαπά ταράζονται,
των Πιερίδων τ᾽ άσματα σαν ακούσουν,
κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,
15των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·
αυτόν, που κάποτε τον έθρεψε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,
τώρα οι κυματόδαρτες ακτές πέρ᾽ απ᾽ την Κύμη
και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,
κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,
της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,
20που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.


ΠΡΩΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΗΣ

(ΙΕΡΩΝΙ ΑΙΤΝΑΙΩΙ ΑΡΜΑΤΙ)


Χρυσή κιθάρα, πὄχει ο Απόλλωνας [στρ. α]
με τις ομορφοπλέξουδες τις Μούσες κοινό κτήμα,
στο πρόσταγμά σου υπάκουο
των χουρευτών το βήμα
ανοίγει τη χαρούμενη γιορτή
και τα σημάδια σου ακλουθούν
πιστά οι τραγουδιστάδες,
όταν, τρεμάμενη κάνεις αρχή
στα προανακρούσματά σου,
που το χορό οδηγούν.
5Συ και του φοβερού του κεραυνού
την άφθαρτη φωτιά τη σβήνεις
και πάνω στου Διός το σκήπτρο ο αετός
λαγιάζει, των πουλιών ο βασιλιάς,
με κρεμαστές τις γοργοφτέρουγές του
από τη μια κι άλλη μεριά.

Και γύρω απ᾽ το κεφάλι του το αγκυλωτό [αντ. β]
του άπλωσες σύγνεφο σκοτεινωπό,
γλυκό των βλέφαρών του κλείστρο,
και, υπνοπαρμένος, δω και κει
τη ράχη του αεροζυγιάζει τη χυτή
10από τη δύναμή σου δαμασμένος.
Γιατ᾽ ως κι ο άγριος ο Άρης, την τραχιά
των κονταριών αφήνοντας τη βράση,
με τις γητειές σου την καρδιά του γαληνεύει
κι οι σαϊτιές σου των θεών ευφραίνουν την ψυχή
χάρη στου Φοίβου τη σοφή
και των βαθύκολπων Μουσών την τέχνη.

Μα όποιον ο Δίας δεν αγαπά, ταράζεται [επωδ. α]
των Πιερίδων τη φωνή ν᾽ ακούει
στην άμετρη τη θάλασσα και στη στεριά,
15καθώς ο που στα Τάρταρα τ᾽ ασβολερά
κείτεται, των θεών ο μισημένος
Τυφώνας, με τις εκατό τις κεφαλές,
που οι ξακουστές τον θρέψανε της Κιλικίας σπηλιές
έναν καιρό· μα τώρα
οι όχτες οι κυματόζωστες στην Κύμη εκεί ψηλά
κι η Σικελία τού κάθουνται
πάνω στα στήθια τα δασιά
ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα,
20η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά,
που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.