Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (4.162-4.184)


ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων. [στρ. η]
ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φω-
νεῖ. μεμάντευμαι δ᾽ ἐπὶ Κασταλίᾳ,
εἰ μετάλλατόν τι· καὶ ὡς τάχος ὀτρύ-
νει με τεύχειν ναῒ πομπάν.
165 τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν
καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν. καρτερός
ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω
Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις.»
σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν·
ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς ἤδη

170 ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον [αντ. η]
φαινέμεν παντᾷ. τάχα δὲ Κρονίδαο
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι
ἦλθον Ἀλκμήνας θ᾽ ἑλικογλεφάρου Λή-
δας τε, δοιοὶ δ᾽ ὑψιχαῖται
ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν,
ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ᾽ ἄκρας Ταινάρου· τῶν μὲν κλέος
175 ἐσλὸν Εὐφάμου τ᾽ ἐκράνθη
σόν τε, Περικλύμεν᾽ εὐρυβία.
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατήρ
ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς.

πέμψε δ᾽ Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱ- [επωδ. η]
οὺς ἐπ᾽ ἄτρυτον πόνον,
τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλά-
δοντας ἥβᾳ, τὸν δ᾽ Ἔρυτον. ταχέες {δ᾽}
180 ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες ἔβαν,
καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔν-
τυνεν βασιλεὺς ἀνέμων
Ζήταν Κάλαΐν τε πατὴρ Βορέας, ἄνδρας πτεροῖσιν
νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις.
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοι-
σιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα


κι απ᾽ της μητριάς του τ᾽ άθεα όπλα. [στρ. η]
Όνειρο θαυμαστό ήρθε και τούτα μού είπε.
Πήγα στην Κασταλία χρησμό να λάβω
αν έπρεπε να επιχειρήσω κάτι·
και με παρότρυνε γοργά καράβι να ετοιμάσω.
165Αυτόν τον άθλο τέλεψε συ με τη θέλησή σου,
κι ορκίζομαι να σου αφήσω
το σκήπτρο του μονάρχη και τη βασιλεία.
Του όρκου μας του απάτητου μάρτυς ας είναι
ο Δίας, ο πρόγονός μας ο κοινός.»
Τούτα συμφώνησαν και χωριστήκαν.
Και τότε ευθύς ο Ιάσονας

170κήρυκες στέλνει ολούθε [αντ. η]
το ταξίδι που άρχιζε να διαλαλήσουν.
Ήρθαν λοιπόν γοργά οι τρεις στη μάχη ακούραστοι
του Δία Κρονίδη γιοι —ο ένας ήταν
γιος της στρογγυλόματης Αλκμήνης,
της Λήδας οι άλλοι —και δυο με τα μαλλιά
ψηλά δεμένα άντρες, του Εννοσίδα τα βλαστάρια,
τιμώντας την παλικαριά τους,
από την Πύλο κι απ᾽ την άκρη του Ταινάρου:
175έτσι η ευγενική φήμη βγήκε αληθινή
του Ευφήμου και η δική σου, γεροδεμένε Περικλύμενε.
Κι απ᾽ τον Απόλλωνα σταλμένος
ήρθε ο κιθαριστής, των αοιδών ο πατέρας,
ο Ορφέας ο χιλιοπαινεμένος.

Έστειλε κι ο χρυσόραβδος Ερμής τα δίδυμά του τέκνα [επωδ. η]
που ξεχειλίζαν νιάτα,
τον Έρυτο μαζί και τον Εχίονα,
σ᾽ αυτόν τον υπερβολικά κοπιαστικό αγώνα.
180Κι από τα ριζοβούνια του Παγγαίου όπου μέναν
εφτάσανε γοργά γοργά ο Κάλαης και ο Ζήτης,
γιατί με πρόθυμη και πρόσχαρη καρδιά τούς έσπρωχνε
όλο και γρηγορότερα να τρέχουν
ο Βορέας ο πατέρας τους, ο βασιλιάς των ανέμων,
τους δυο τους άντρες που ανατάραζαν
τις πορφυρές στα νώτα τους φτερούγες.
Και τον γλυκό, τον πειστικό αυτόν πόθο
τον φούντωνε στους ημιθέους η Ήρα