[3.129.1] Τους θησαυρούς του Οροίτη τούς μετέφεραν και τους πήγαν στα Σούσα, και δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ο βασιλιάς Δαρείος, στο κυνήγι, πηδώντας από το άλογο, στραμπούλιξε το πόδι του: [3.129.2] το στραμπούληγμα ήταν κάπως σοβαρό, γιατί ο αστράγαλος βγήκε από την κλείδωση. Και μια που είχε κι από πριν γύρω του γιατρούς που ανάμεσα στους Αιγυπτίους τούς θεωρούσαν τους πρώτους στην ιατρική, ο Δαρείος χρησιμοποίησε αυτούς. Αυτοί όμως, στρεβλώνοντας και ζορίζοντας το πόδι, έκαναν μεγαλύτερο κακό. [3.129.3] Επτά ημέρες και επτά νύχτες ξαγρύπνησε ο Δαρείος από τον πόνο που ένιωθε, και την όγδοη ημέρα, ενώ είχε τα μαύρα του τα χάλια, κάποιος που είχε παλαιότερα, στις Σάρδεις ακόμη, ακούσει για την τέχνη του Κροτωνιάτη Δημοκήδη, πήγε και το είπε στον Δαρείο· κι αυτός πρόσταξε να του τον φέρουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Τον ανακάλυψαν παραπεταμένον κάπου ανάμεσα στους δούλους του Οροίτη και τον έφεραν στον βασιλιά, έτσι όπως ήταν, ντυμένος με κουρέλια και σέρνοντας τα δεσμά του. [3.130.1] Στάθηκε ο Δημοκήδης μπροστά στον Δαρείο και ο Δαρείος τον ρώτησε αν γνωρίζει την ιατρική· εκείνος αρνήθηκε από τον φόβο μήπως, αν φανερωθεί, στερηθεί για πάντα την Ελλάδα. [3.130.2] Ο Δαρείος το είδε καθαρά ότι ο άλλος προσπαθούσε να ξεφύγει, και πρόσταξε αυτούς που του είχαν πάει τον Δημοκήδη να φέρουν εκεί μαστίγια και σουβλιά. Τότε εκείνος φανερώνεται και λέει ότι δεν την ξέρει καλά την ιατρική, αλλά ότι είχε κάνει κοντά σε κάποιον γιατρό και έχει κάποια ιδέα. [3.130.3] Ο Δαρείος ωστόσο τον εμπιστεύθηκε, και ο Δημοκήδης, χρησιμοποιώντας ελληνικά φάρμακα και εφαρμόζοντας ήπια μέσα μετά τα ισχυρά, έκανε τον Δαρείο να μπορεί να κοιμάται, και σε λίγον καιρό τον γιάτρεψε εντελώς, ενώ εκείνος είχε πάψει πια να ελπίζει ότι το πόδι του θα γινόταν ποτέ καλά. [3.130.4] Τότε ο Δαρείος τού χάρισε δυο ζευγάρια χρυσές πέδες, κι εκείνος τον ρώτησε αν επίτηδες του ανταποδίδει διπλό το κακό επειδή τον γιάτρεψε. Του Δαρείου τού άρεσαν αυτά τα λόγια, και στέλνει τον Δημοκήδη στις γυναίκες του. Και οι ευνούχοι, καθώς τον περιέφεραν, έλεγαν στις γυναίκες ότι αυτός ήταν που είχε ξαναδώσει στον βασιλιά την υγεία του. [3.130.5] Τότε εκείνες, βουτώντας η καθεμιά ένα τάσι μέσα στην κασέλα με το χρυσάφι, χάρισαν στον Δημοκήδη τόσο πλούσια δώρα, ώστε ο υπηρέτης που τον ακολουθούσε, Σκίτων τ᾽ όνομά του, σηκώνοντας από κάτω τους στατήρες που έπεφταν από τα τάσια, μάζεψε άφθονα χρυσά νομίσματα. [3.131.1] Νά τώρα πώς ο Δημοκήδης, που ερχόταν από τον Κρότωνα, σχετίστηκε με τον Πολυκράτη· στον Κρότωνα δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του που ήταν οξύθυμος. Επειδή δεν μπορούσε να τον υποφέρει, έφυγε και πήγε στην Αίγινα. Εγκαταστάθηκε εκεί, και μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένος και δεν είχε κανένα από τα εργαλεία της ιατρικής, τον πρώτο κιόλας χρόνο ξεπέρασε τους άλλους γιατρούς. [3.131.2] Και τον δεύτερο χρόνο το δημόσιο στην Αίγινα του έδωσε μισθό ένα τάλαντο, τον τρίτο χρόνο οι Αθηναίοι τού έδωσαν εκατό μνες, και τον τέταρτο ο Πολυκράτης δύο τάλαντα. Έτσι έφτασε ο Δημοκήδης στη Σάμο, και δεν ήταν μικρό το όφελος που είδαν απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο οι Κροτωνιάτες γιατροί· [3.131.3] γιατί πραγματικά, κάποτε έλεγαν ότι οι Κροτωνιάτες γιατροί ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα, και οι Κυρηναίοι δεύτεροι — την ίδια εποχή οι Αργείοι είχαν το όνομα ότι είναι οι πρώτοι από τους Έλληνες στη μουσική. [3.132.1] Τότε λοιπόν στα Σούσα ο Δημοκήδης, αφού γιάτρεψε τον Δαρείο, απέκτησε μεγάλο σπίτι και έγινε ομοτράπεζος του βασιλιά, και είχε στη διάθεσή του όλα τα αγαθά εκτός από ένα, ότι δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα. [3.132.2] Και πρώτα παρακάλεσε τον βασιλιά και έσωσε τους Αιγυπτίους γιατρούς που τον κουράριζαν πρώτα και που ήταν να τους παλουκώσουν επειδή είχαν αποδειχθεί κατώτεροι από Έλληνα γιατρό, και ύστερα έσωσε τον Ηλείο μάντη του Πολυκράτη που ήταν παραπεταμένος ανάμεσα στους δούλους. Είχε μεγάλη δύναμη ο Δημοκήδης στον βασιλιά. |