Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.74.1-3.79.3)

[3.74.1] Ἐν ᾧ δὲ οὗτοι ταῦτα ἐβουλεύοντο, ἐγίνετο κατὰ συντυχίην τάδε. τοῖσι μάγοισι ἔδοξε βουλευομένοισι Πρηξάσπεα φίλον προσθέσθαι, ὅτι τε ἐπεπόνθεε πρὸς Καμβύσεω ἀνάρσια, ὅς οἱ τὸν παῖδα τοξεύσας ἀπολωλέκεε, καὶ διότι μοῦνος ἠπίστατο τὸν Σμέρδιος τοῦ Κύρου θάνατον αὐτοχειρίῃ μιν ἀπολέσας, πρὸς δ᾽ ἔτι ἐόντα ἐν αἴνῃ μεγίστῃ [τὸν Πρηξάσπεα] ἐν Πέρσῃσι. [3.74.2] τούτων δή μιν εἵνεκεν καλέσαντες φίλον προσεκτῶντο πίστι τε λαβόντες καὶ ὁρκίοισι ἦ μὲν ἕξειν παρ᾽ ἑωυτῷ μηδ᾽ ἐξοίσειν μηδενὶ ἀνθρώπων τὴν ἀπὸ σφέων ἀπάτην ἐς Πέρσας γεγονυῖαν, ὑπισχνεύμενοι τὰ πάντα οἱ μυρία δώσειν. [3.74.3] ὑποδεκομένου δὲ τοῦ Πρηξάσπεος ποιήσειν ταῦτα, ὡς ἀνέπεισάν μιν οἱ μάγοι, δεύτερα προσέφερον, αὐτοὶ μὲν φάμενοι Πέρσας πάντας συγκαλέειν ὑπὸ τὸ βασιλήιον τεῖχος, κεῖνον δ᾽ ἐκέλευον ἀναβάντα ἐπὶ πύργον ἀγορεῦσαι ὡς ὑπὸ τοῦ Κύρου Σμέρδιος ἄρχονται καὶ ὑπ᾽ οὐδενὸς ἄλλου. [3.74.4] ταῦτα δὲ οὕτω ἐνετέλλοντο ὡς πιστοτάτου δῆθεν ἐόντος αὐτοῦ ἐν Πέρσῃσι, καὶ πολλάκις ἀποδεξαμένου γνώμην ὡς περιείη ὁ Κύρου Σμέρδις καὶ ἐξαρνησαμένου τὸν φόνον αὐτοῦ. [3.75.1] φαμένου δὲ καὶ ταῦτα ἑτοίμου εἶναι ποιέειν τοῦ Πρηξάσπεος συγκαλέσαντες Πέρσας οἱ μάγοι ἀνεβίβασαν αὐτὸν ἐπὶ πύργον καὶ ἀγορεύειν ἐκέλευον. ὁ δὲ τῶν μὲν δὴ ἐκεῖνοι προσεδέοντο αὐτοῦ, τούτων μὲν ἑκὼν ἐπελήθετο, ἀρξάμενος δὲ ἀπ᾽ Ἀχαιμένεος ἐγενεηλόγησε τὴν πατριὴν τὴν Κύρου, μετὰ δὲ ὡς ἐς τοῦτον κατέβη, τελευτῶν ἔλεγε ὅσα ἀγαθὰ Κῦρος Πέρσας πεποιήκοι, [3.75.2] διεξελθὼν δὲ ταῦτα ἐξέφαινε τὴν ἀληθείην, φάμενος πρότερον μὲν κρύπτειν (οὐ γάρ οἱ εἶναι ἀσφαλὲς λέγειν τὰ γενόμενα), ἐν δὲ τῷ παρεόντι ἀναγκαίην μιν καταλαμβάνειν φαίνειν· καὶ δὴ ἔλεγε τὸν μὲν Κύρου Σμέρδιν ὡς αὐτὸς ὑπὸ Καμβύσεω ἀναγκαζόμενος ἀποκτείνειε, τοὺς μάγους δὲ βασιλεύειν. [3.75.3] Πέρσῃσι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος εἰ μὴ ἀνακτησαίατο ὀπίσω τὴν ἀρχὴν καὶ τοὺς μάγους τεισαίατο, ἀπῆκε ἑωυτὸν ἐπὶ κεφαλὴν φέρεσθαι ἀπὸ τοῦ πύργου κάτω. Πρηξάσπης μέν νυν ἐὼν [τὸν] πάντα χρόνον ἀνὴρ δόκιμος οὕτω ἐτελεύτησε.
[3.76.1] Οἱ δὲ δὴ ἑπτὰ τῶν Περσέων ὡς ἐβουλεύσαντο αὐτίκα ἐπιχειρέειν τοῖσι μάγοισι καὶ μὴ ὑπερβάλλεσθαι, ἤισαν εὐξάμενοι τοῖσι θεοῖσι, τῶν περὶ Πρηξάσπεα πρηχθέντων εἰδότες οὐδέν. [3.76.2] ἔν τε δὴ τῇ ὁδῷ μέσῃ στίχοντες ἐγίνοντο καὶ τὰ περὶ Πρηξάσπεα γεγονότα ἐπυνθάνοντο. ἐνθαῦτα ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ ἐδίδοσαν αὖτις σφίσι λόγους, οἱ μὲν ἀμφὶ τὸν Ὀτάνην πάγχυ κελεύοντες ὑπερβάλλεσθαι μηδὲ οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων ἐπιτίθεσθαι, οἱ δὲ ἀμφὶ τὸν Δαρεῖον αὐτίκα τε ἰέναι καὶ τὰ δεδογμένα ποιέειν μηδὲ ὑπερβάλλεσθαι. [3.76.3] ὠθιζομένων δ᾽ αὐτῶν ἐφάνη ἰρήκων ἑπτὰ ζεύγεα δύο αἰγυπιῶν ζεύγεα διώκοντα καὶ τίλλοντά τε καὶ ἀμύσσοντα. ἰδόντες δὲ ταῦτα οἱ ἑπτὰ τήν τε Δαρείου πάντες αἴνεον γνώμην καὶ ἔπειτα ἤισαν ἐπὶ τὰ βασιλήια τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι. [3.77.1] ἐπιστᾶσι δὲ ἐπὶ τὰς πύλας ἐγίνετο οἷόν τι Δαρείῳ ἡ γνώμη ἔφερε· καταιδεόμενοι γὰρ οἱ φύλακοι ἄνδρας τοὺς Περσέων πρώτους καὶ οὐδὲν τοιοῦτον ὑποπτεύοντες ἐξ αὐτῶν ἔσεσθαι, παρίεσαν θείῃ πομπῇ χρεωμένους, οὐδ᾽ ἐπειρώτα οὐδείς. [3.77.2] ἐπείτε δὲ καὶ παρῆλθον ἐς τὴν αὐλήν, ἐνέκυρσαν τοῖσι τὰς ἀγγελίας ἐσφέρουσι εὐνούχοισι, οἵ σφεας ἱστόρεον ὅ τι θέλοντες ἥκοιεν· καὶ ἅμα ἱστορέοντες τούτους τοῖσι πυλουροῖσι ἀπείλεον ὅτι σφέας παρῆκαν, ἶσχόν τε βουλομένους τοὺς ἑπτὰ ἐς τὸ πρόσω παριέναι. [3.77.3] οἱ δὲ διακελευσάμενοι καὶ σπασάμενοι τὰ ἐγχειρίδια τούτους μὲν τοὺς ἴσχοντας αὐτοῦ ταύτῃ συγκεντέουσι, αὐτοὶ δὲ ἤισαν δρόμῳ ἐς τὸν ἀνδρεῶνα. [3.78.1] οἱ δὲ μάγοι ἔτυχον ἀμφότεροι τηνικαῦτα ἐόντες [τε] ἔσω καὶ τὰ ἀπὸ Πρηξάσπεος γενόμενα ἐν βουλῇ ἔχοντες. ἐπεὶ ὦν εἶδον τοὺς εὐνούχους τεθορυβημένους τε καὶ βοῶντας, ἀνά τε ἔδραμον πάλιν ἀμφότεροι καὶ ὡς ἔμαθον τὸ ποιεύμενον, πρὸς ἀλκὴν ἐτράποντο. [3.78.2] ὁ μὲν δὴ αὐτῶν φθάνει τὰ τόξα κατελόμενος, ὁ δὲ πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο. ἐνθαῦτα δὴ συνέμισγον ἀλλήλοισι. τῷ μὲν δὴ τὰ τόξα ἀναλαβόντι αὐτῶν, ἐόντων τε ἀγχοῦ τῶν πολεμίων καὶ προσκειμένων, ἦν χρηστὰ οὐδέν· ὁ δ᾽ ἕτερος τῇ αἰχμῇ ἠμύνετο καὶ τοῦτο μὲν Ἀσπαθίνην παίει ἐς τὸν μηρόν, τοῦτο δὲ Ἰνταφρένεα ἐς τὸν ὀφθαλμόν· καὶ ἐστερήθη μὲν τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐκ τοῦ τρώματος ὁ Ἰνταφρένης, οὐ μέντοι ἀπέθανέ γε. [3.78.3] τῶν μὲν δὴ μάγων οὕτερος τρωματίζει τούτους, ὁ δὲ ἕτερος, ἐπείτε οἱ τὰ τόξα οὐδὲν χρήσιμα ἐγίνετο, ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, ἐς τοῦτον καταφεύγει, θέλων αὐτοῦ προσθεῖναι τὰς θύρας. [3.78.4] καί οἱ συνεσπίπτουσι τῶν ἑπτὰ δύο, Δαρεῖός τε καὶ Γωβρύης· συμπλεκέντος δὲ τοῦ Γωβρύεω τῷ μάγῳ ὁ Δαρεῖος ἐπεστεὼς ἠπόρεε οἷα ἐν σκότεϊ, προμηθεόμενος μὴ πλήξῃ τὸν Γωβρύην. [3.78.5] ὁρῶν δέ μιν ἀργὸν ἐπεστεῶτα ὁ Γωβρύης εἴρετο ὅ τι οὐ χρᾶται τῇ χειρί· ὁ δὲ εἶπε· Προμηθεόμενος σέο, μὴ πλήξω. Γωβρύης δὲ ἀμείβετο· Ὤθεε τὸ ξίφος καὶ δι᾽ ἀμφοτέρων. Δαρεῖος δὲ πειθόμενος ὦσε [τε] τὸ ἐγχειρίδιον καὶ ἔτυχέ κως τοῦ μάγου. [3.79.1] ἀποκτείναντες δὲ τοὺς μάγους καὶ ἀποταμόντες αὐτῶν τὰς κεφαλὰς τοὺς μὲν τρωματίας ἑωυτῶν αὐτοῦ λείπουσι καὶ ἀδυνασίης εἵνεκεν καὶ φυλακῆς τῆς ἀκροπόλιος, οἱ δὲ πέντε αὐτῶν ἔχοντες τῶν μάγων τὰς κεφαλὰς ἔθεον ἔξω, βοῇ τε καὶ πατάγῳ χρεώμενοι, καὶ Πέρσας τοὺς ἄλλους ἐπεκαλέοντο ἐξηγεόμενοί τε τὸ πρῆγμα καὶ δεικνύοντες τὰς κεφαλάς· καὶ ἅμα ἔκτεινον πάντα τινὰ τῶν μάγων τὸν ἐν ποσὶ γινόμενον. [3.79.2] οἱ δὲ Πέρσαι μαθόντες τὸ γεγονὸς ἐκ τῶν ἑπτὰ καὶ τῶν μάγων τὴν ἀπάτην ἐδικαίευν καὶ αὐτοὶ ἕτερα τοιαῦτα ποιέειν, σπασάμενοι δὲ τὰ ἐγχειρίδια ἔκτεινον ὅκου τινὰ μάγον εὕρισκον· εἰ δὲ μὴ νὺξ ἐπελθοῦσα ἔσχε, ἔλιπον ἂν οὐδένα μάγον. [3.79.3] ταύτην τὴν ἡμέρην θεραπεύουσι Πέρσαι κοινῇ μάλιστα τῶν ἡμερέων καὶ ἐν αὐτῇ ὁρτὴν μεγάλην ἀνάγουσι, ἣ κέκληται ὑπὸ Περσέων μαγοφόνια, ἐν τῇ μάγον οὐδένα ἔξεστι φανῆναι ἐς τὸ φῶς, ἀλλὰ κατ᾽ οἴκους ἑωυτοὺς οἱ μάγοι ἔχουσι τὴν ἡμέρην ταύτην.

[3.74.1] Ενώ όμως αυτοί συσκέπτονταν για όλα τούτα, έτυχε να συμβούν τα ακόλουθα. Οι Μάγοι το μελέτησαν και αποφάσισαν να κάνουν φίλο τον Πρηξάσπη, και επειδή είχε πάθει τρομερά πράγματα από τον Καμβύση, που του είχε σκοτώσει με το τόξο το παιδί του, και επειδή ήταν ο μόνος που γνώριζε τον θάνατο του Σμέρδη, του γιου του Κύρου, αφού τον είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, και επειδή επιπλέον ο Πρηξάσπης είχε μέγιστο κύρος ανάμεσα στους Πέρσες. [3.74.2] Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους τον κάλεσαν και προσπαθούσαν να κερδίσουν τη φιλία του βάζοντάς τον να υποσχεθεί και να ορκιστεί ότι θα κρατούσε για τον εαυτό του και δεν θα φανέρωνε σε κανέναν άνθρωπο την απάτη που οι ίδιοι είχαν κάνει σε βάρος των Περσών, τάζοντάς του να του δώσουν τα χίλια καλά. [3.74.3] Αφού ωστόσο τον έπεισαν δήθεν και δέχτηκε ο Πρηξάσπης να τα κάνει όλα αυτά, οι Μάγοι τού έκαναν δεύτερη πρόταση: αυτοί, του είπαν, θα συγκαλούσαν όλους τους Πέρσες κάτω από το βασιλικό ανάκτορο, και σ᾽ εκείνον υπέδειξαν ν᾽ ανέβει σ᾽ έναν πύργο και να διαλαλήσει ότι βασιλιά τους οι Πέρσες είχαν τον Σμέρδη του Κύρου και όχι κανένα άλλο. [3.74.4] Και του το ανέθεσαν αυτό επειδή, υποτίθεται, οι Πέρσες τον εμπιστεύονταν εξαιρετικά και επειδή ο Πρηξάσπης πολλές φορές είχε εκφράσει ανεπιφύλακτα την άποψη ότι ο Σμέρδις του Κύρου ζούσε, και είχε αρνηθεί σθεναρά ότι ήταν σκοτωμένος.
[3.75.1] Όταν λοιπόν ο Πρηξάσπης είπε ότι είναι πρόθυμος να το κάνει και αυτό, οι Μάγοι συγκέντρωσαν τους Πέρσες, ανέβασαν τον ίδιο στον πύργο και τον πρόσταξαν να μιλήσει. Αυτός όμως λησμόνησε με τη θέλησή του τα όσα οι Μάγοι τού είχαν ζητήσει, και αρχίζοντας από τον Αχαιμένη, απαρίθμησε τη γενεαλογία της πατριάς του Κύρου, μετά έφτασε ώς αυτόν για να πει καταλήγοντας πόσα καλά είχε κάνει ο Κύρος στους Πέρσες, [3.75.2] και όταν τα εξιστόρησε και αυτά, φανέρωσε την αλήθεια λέγοντας ότι προηγουμένως την έκρυβε (επειδή ήταν επικίνδυνο για τον ίδιο να πει τί είχε συμβεί), αλλά τώρα πια ένιωθε την ανάγκη να τη φανερώσει· είπε δηλαδή ότι τον Σμέρδη του Κύρου τον είχε σκοτώσει ο ίδιος, επειδή τον ανάγκασε ο Καμβύσης, και ότι τη βασιλεία την είχαν οι Μάγοι. [3.75.3] Και αφού άφησε στους Πέρσες πολλές κατάρες αν δεν ανακτούσαν την αρχή και δεν τιμωρούσαν τους Μάγους, ρίχτηκε από τον πύργο με το κεφάλι κάτω. Έτσι λοιπόν τέλειωσε τη ζωή του ο Πρηξάσπης, που υπήρξε σ᾽ όλη του τη ζωή άνθρωπος τιμημένος.
[3.76.1] Οι επτά Πέρσες τώρα, αφού αποφάσισαν να προβούν αμέσως στο εγχείρημα κατά των Μάγων και να μην αναβάλουν, προσευχήθηκαν στους θεούς και ξεκίνησαν χωρίς να ξέρουν τίποτε από τα όσα είχαν γίνει σχετικά με τον Πρηξάσπη. [3.76.2] Προχώρησαν λοιπόν και είχαν φτάσει στα μισά του δρόμου όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα με τον Πρηξάσπη. Τότε βγήκαν παράμερα από τον δρόμο και έκαναν καινούργιο συμβούλιο μεταξύ τους, κι αυτοί που ήταν γύρω στον Οτάνη σύστησαν την αναβολή και να μην επιτεθούν με την κατάσταση τόσο εξημμένη, ενώ εκείνοι που ήταν με τον Δαρείο επέμειναν να βαδίσουν αμέσως για να κάνουν τα όσα είχαν αποφασίσει και να μην το αναβάλουν. [3.76.3] Καθώς όμως αυτοί φιλονικούσαν, φάνηκαν επτά ζευγάρια γεράκια που κυνηγούσαν δυο ζευγάρια γυπαετούς μαδώντας και τσιμπώντας τους. Βλέποντάς το αυτό οι επτά, πήγαν όλοι με τη γνώμη του Δαρείου και ξεκίνησαν αμέσως για τα ανάκτορα έχοντας αναθαρρήσει χάρη στα όρνια.
[3.77.1] Όταν έφτασαν στις πύλες, έγινε ό,τι περίπου είχε πει ο Δαρείος: οι φρουροί, από σεβασμό προς τους πρώτους ανάμεσα στους Πέρσες και χωρίς να υποπτεύονται ότι αυτοί θα έκαναν τέτοιο πράγμα, τους άφησαν να περάσουν σαν να είχαν θεϊκή συνοδεία και χωρίς κανένας να τους κάνει καμιά ερώτηση. [3.77.2] Όταν όμως μπήκαν στο προαύλιο, έπεσαν απάνω στους ευνούχους που κάνουν τις αναγγελίες κι αυτοί τους ρώτησαν τί ήθελαν που πήγαν εκεί· και καθώς τους ρωτούσαν, απειλούσαν και τους φρουρούς που τους είχαν αφήσει να περάσουν, και μαζί εμπόδιζαν τους επτά που ήθελαν να προχωρήσουν πιο μέσα. [3.77.3] Αυτοί όμως συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, και τραβώντας τα εγχειρίδιά τους κάρφωσαν εκειδά εκείνους που τους εμπόδιζαν, και έτρεξαν ίσα στον ανδρωνίτη.
[3.78.1] Οι Μάγοι τώρα έτυχε να βρίσκονται μέσα και οι δύο εκείνη τη στιγμή και να μελετούν τα όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη. Όταν λοιπόν είδαν τους ευνούχους αναστατωμένους και άκουσαν τις κραυγές τους, πετάχτηκαν απάνω και έτρεξαν και οι δύο, και όταν έμαθαν τί συνέβαινε, κοίταξαν πώς να αμυνθούν: [3.78.2] ο ένας δηλαδή έτρεξε και ξεκρέμασε τα τόξα, ο άλλος στράφηκε προς το δόρυ του. Και τότε έγινε ανάμεσά τους συμπλοκή. Τα τόξα ωστόσο δεν ήταν διόλου χρήσιμα γι᾽ αυτόν που τα είχε αδράξει, αφού οι εχθροί βρίσκονταν κοντά και του ρίχνονταν κιόλας. Ο άλλος όμως με το δόρυ αμύνθηκε και χτύπησε πρώτα τον Ασπαθίνη στον μηρό και ύστερα τον Ινταφρένη στο μάτι· και το έχασε βέβαια το μάτι του από τη λαβωματιά ο Ινταφρένης, αλλά δεν σκοτώθηκε. [3.78.3] Έτσι λοιπόν ο ένας από τους Μάγους τραυματίζει αυτούς τους δύο, ενώ ο άλλος, καθώς τα τόξα δεν είχαν καμιά χρησιμότητα για λόγου του, χώνεται σε μια κάμαρη που ήταν συνεχόμενη με τον ανδρωνίτη, έχοντας κατά νου να κλείσει την πόρτα πίσω του. [3.78.4] Μαζί του ορμούν μέσα δύο από τους επτά, ο Δαρείος και ο Γωβρύας· έρχονται στα χέρια ο Γωβρύας και ο Μάγος, και ο Δαρείος στεκόταν δίπλα τους και δεν ήξερε τί να κάνει μέσα στο σκοτάδι όπου βρίσκονταν, γιατί φοβόταν μήπως χτυπήσει τον Γωβρύα. [3.78.5] Ο Γωβρύας τώρα, καθώς τον είδε να στέκεται άπρακτος, τον ρώτησε γιατί δεν βάζει ένα χεράκι· κι εκείνος του είπε: «Φοβάμαι για σένα, μη σε χτυπήσω». Και ο Γωβρύας τού απάντησε: «Τρύπησέ μας και τους δυο με το ξίφος σου». Ο Δαρείος υπάκουσε, χτύπησε με το σπαθί του και έτυχε να βρει τον Μάγο.
[3.79.1] Σκότωσαν λοιπόν τους Μάγους, και αφού τους έκοψαν τα κεφάλια, άφησαν τους τραυματίες τους επί τόπου, και επειδή ήταν εξασθενημένοι αλλά και για να φρουρούν την ακρόπολη, και οι υπόλοιποι πέντε, κρατώντας τα κεφάλια των Μάγων, βγήκαν έξω τρέχοντας με φωνές και κρότους, και βάλθηκαν να καλούν τους άλλους Πέρσες και να τους εξηγούν τί είχε γίνει, δείχνοντάς τους τα κεφάλια· ταυτόχρονα σκότωναν όλους τους Μάγους που συναντούσαν στον δρόμο τους. [3.79.2] Οι Πέρσες τώρα, όταν πληροφορήθηκαν την πράξη των επτά και την απάτη των Μάγων, θεώρησαν σωστό να κάνουν κι αυτοί τα ίδια, και τραβώντας τα εγχειρίδιά τους, σκότωναν όποιον Μάγο συναντούσαν· και αν δεν έπεφτε η νύχτα να τους σταματήσει, δεν θα άφηναν ούτε έναν Μάγο. [3.79.3] Την ημέρα αυτή οι Πέρσες όλοι την τιμούν περισσότερο από όλες τις ημέρες, και κατά τη διάρκειά της τελούν μεγάλη εορτή που οι Πέρσες την ονομάζουν Μαγοφόνια, και τότε Μάγος κανένας δεν επιτρέπεται να βγει στο φως, παρά μέσα στα σπίτια τους μένουν κλεισμένοι οι Μάγοι εκείνη την ημέρα.