Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.126.1-3.128.5)

[3.126.1] Χρόνῳ δὲ οὐ πολλῷ ὕστερον καὶ Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον. μετὰ γὰρ τὸν Καμβύσεω θάνατον καὶ τῶν μάγων τὴν βασιληίην μένων ἐν τῇσι Σάρδισι Ὀροίτεα ὠφέλεε μὲν οὐδὲν Πέρσας ὑπὸ Μήδων ἀπαραιρημένους τὴν ἀρχήν· [3.126.2] ὁ δὲ ἐν ταύτῃ τῇ ταραχῇ κατὰ μὲν ἔκτεινε Μιτροβάτεα τὸν ἐκ Δασκυλείου ὕπαρχον, ὅς οἱ ὠνείδισε τὰ ἐς Πολυκράτεα ἔχοντα, κατὰ δὲ τοῦ Μιτροβάτεω τὸν παῖδα Κρανάσπην, ἄνδρας ἐν Πέρσῃσι δοκίμους, ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα καί τινα ἀγγαρήιον Δαρείου ἐλθόντα παρ᾽ αὐτόν, ὡς οὐ πρὸς ἡδονήν οἱ ἦν τὰ ἀγγελλόμενα, κτείνει μιν ὀπίσω κομιζόμενον ἄνδρας οἱ ὑπείσας κατ᾽ ὁδόν, ἀποκτείνας δέ μιν ἠφάνισε αὐτῷ ἵππῳ. [3.127.1] Δαρεῖος δὲ ὡς ἔσχε τὴν ἀρχήν, ἐπεθύμεε τὸν Ὀροίτεα τείσασθαι πάντων τε τῶν ἀδικημάτων εἵνεκεν καὶ μάλιστα Μιτροβάτεω καὶ τοῦ παιδός. ἐκ μὲν δὴ τῆς ἰθέης στρατὸν ἐπ᾽ αὐτὸν οὐκ ἐδόκεε πέμπειν, ἅτε οἰδεόντων ἔτι τῶν πρηγμάτων καὶ νεωστὶ ἔχων τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν Ὀροίτεα μεγάλην τὴν ἰσχὺν πυνθανόμενος ἔχειν, τὸν χίλιοι μὲν Περσέων ἐδορυφόρεον, εἶχε δὲ νομὸν τόν τε Φρύγιον καὶ Λύδιον καὶ Ἰωνικόν. [3.127.2] πρὸς ταῦτα δὴ ὦν ὁ Δαρεῖος τάδε ἐμηχανήσατο· συγκαλέσας Περσέων τοὺς λογιμωτάτους ἔλεγέ σφι τάδε· Ὦ Πέρσαι, τίς ἄν μοι τοῦτο ὑμέων ὑποστὰς ἐπιτελέσειε σοφίῃ καὶ μὴ βίῃ τε καὶ ὁμίλῳ; ἔνθα γὰρ σοφίης δεῖ, βίης ἔργον οὐδέν. [3.127.3] ὑμέων δὴ ὦν τίς ‹ἄν› μοι Ὀροίτεα ἢ ζῶντα ἀγάγοι ἢ ἀποκτείνειε; ὃς ὠφέλησε μέν κω Πέρσας οὐδέν, κακὰ δὲ μεγάλα ἔοργε· τοῦτο μὲν δύο ἡμέων ἠίστωσε, Μιτροβάτεά τε καὶ τὸν παῖδα αὐτοῦ, τοῦτο δὲ τοὺς ἀνακαλέοντας αὐτὸν καὶ πεμπομένους ὑπ᾽ ἐμεῦ κτείνει, ὕβριν οὐκ ἀνασχετὸν φαίνων. πρίν τι ὦν μέζον ἐξεργάσασθαί μιν Πέρσας κακόν, καταλαμπτέος ἐστὶ ἡμῖν θανάτῳ. [3.128.1] Δαρεῖος μὲν ταῦτα ἐπειρώτα, τῶν δὲ ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν, αὐτὸς ἕκαστος ἐθέλων ποιέειν ταῦτα. ἐρίζοντας δὲ Δαρεῖος κατελάμβανε κελεύων πάλλεσθαι· παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος ὁ Ἀρτόντεω. [3.128.2] λαχὼν δὲ ὁ Βαγαῖος ποιέει τάδε· βυβλία γραψάμενος πολλὰ καὶ περὶ πολλῶν ἔχοντα πρηγμάτων σφρηγῖδά σφι ἐπέβαλε τὴν Δαρείου, μετὰ δὲ ἤιε ἔχων ταῦτα ἐς τὰς Σάρδις. [3.128.3] ἀπικόμενος δὲ καὶ Ὀροίτεω ἐς ὄψιν ἐλθὼν τῶν βυβλίων ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος ἐδίδου τῷ γραμματιστῇ τῷ βασιληίῳ ἐπιλέγεσθαι (γραμματιστὰς δὲ βασιληίους οἱ πάντες ὕπαρχοι ἔχουσι)· ἀποπειρώμενος δὲ τῶν δορυφόρων ἐδίδου τὰ βυβλία ὁ Βαγαῖος, εἴ οἱ ἐνδεξαίατο ἀπόστασιν ἀπὸ Ὀροίτεω. [3.128.4] ὁρέων δέ σφεας τά τε βυβλία σεβομένους μεγάλως καὶ τὰ λεγόμενα ἐκ τῶν βυβλίων ἔτι μεζόνως, διδοῖ ἄλλο ἐν τῷ ἐνῆν ἔπεα τάδε· Ὦ Πέρσαι, βασιλεὺς Δαρεῖος ἀπαγορεύει ὑμῖν μὴ δορυφορέειν Ὀροίτεα. οἱ δὲ ἀκούσαντες τούτων μετῆκάν οἱ τὰς αἰχμάς. [3.128.5] ἰδὼν δὲ τοῦτό σφεας ὁ Βαγαῖος πειθομένους τῷ βυβλίῳ, ἐνθαῦτα δὴ θαρσήσας τὸ τελευταῖον τῶν βυβλίων διδοῖ τῷ γραμματιστῇ, ἐν τῷ ἐγέγραπτο· Βασιλεὺς Δαρεῖος Πέρσῃσι τοῖσι ἐν Σάρδισι ἐντέλλεται κτείνειν Ὀροίτεα. οἱ δὲ δορυφόροι ὡς ἤκουσαν ταῦτα, σπασάμενοι τοὺς ἀκινάκεα κτείνουσι παραυτίκα μιν. οὕτω δὴ Ὀροίτεα τὸν Πέρσην Πολυκράτεος τοῦ Σαμίου τίσιες μετῆλθον.

[3.126.1] Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, και τον Οροίτη τον βρήκε η τιμωρία για τον Πολυκράτη. Δηλαδή, μετά τον θάνατο του Καμβύση και τη βασιλεία των Μάγων, ο Οροίτης έμενε αργός στις Σάρδεις και δεν έκανε τίποτε για τους Πέρσες που οι Μήδοι τούς έπαιρναν την αρχή· [3.126.2] μέσα σ᾽ εκείνη την αναταραχή μάλιστα σκότωσε τον Μιτροβάτη, τον διοικητή του Δασκυλείου, που τον κατηγόρησε για τα σχετικά με τον Πολυκράτη, σκότωσε και τον γιο του Μιτροβάτη, τον Κρανάσπη, ανθρώπους ξεχωριστούς ανάμεσα στους Πέρσες, όπως έκανε και άλλα κακουργήματα, κάθε λογής, και κάποιον έφιππο ταχυδρόμο του Δαρείου που πήγε να τον δει, επειδή δεν του άρεσαν τα όσα του μήνυσε, τον σκότωσε καθώς γύριζε πίσω βάζοντας μερικούς να του στήσουν ενέδρα στον δρόμο, και αφού τον σκότωσε, τον εξαφάνισε μαζί με τ᾽ άλογό του.
[3.127.1] Ο Δαρείος τώρα, μόλις πήρε την αρχή, ήθελε να τιμωρήσει τον Οροίτη για όλες τις άδικες πράξεις του, και προπαντός για τον Μιτροβάτη και τον γιο του. Αλλά δεν το βρήκε φρόνιμο να στείλει κατευθείαν στρατό εναντίον του, επειδή και τα πράγματα ήταν ακόμη φουσκωμένα, και ο ίδιος είχε μόλις καταλάβει την αρχή, και για τον Οροίτη μάθαινε ότι διέθετε μεγάλη δύναμη, αφού είχε χίλιους Πέρσες σωματοφύλακες, είχε και τους νομούς φρυγικό, λυδικό, ιωνικό. [3.127.2] Απέναντι λοιπόν σ᾽ αυτή την κατάσταση ο Δαρείος μηχανεύτηκε το εξής: συγκάλεσε τους πιο διακεκριμένους Πέρσες και τους είπε τα ακόλουθα: «Ποιός από σας, Πέρσες, θα κάνει για μένα μια δουλειά, με σοφία όμως και όχι με βία ούτε με πολλούς ανθρώπους, αφού όπου χρειάζεται σοφία, η βία δεν έχει καμιά θέση; [3.127.3] Ποιός από σας δηλαδή θα μου φέρει ζωντανόν είτε θα σκοτώσει τον Οροίτη, αυτόν που κανένα καλό δεν έκανε στους Πέρσες, μόνο έπραξε μεγάλα δεινά; Από τη μια ξέκανε δυο δικούς μας, τον Μιτροβάτη και τον γιο του, από την άλλη σκοτώνει αυτούς που εγώ του στέλνω να τον ανακαλέσουν, δείχνοντας αλαζονεία ανυπόφορη· προτού λοιπόν κάνει στους Πέρσες κανένα μεγαλύτερο κακό, πρέπει εμείς να τον προλάβουμε με θάνατο».
[3.128.1] Αυτά τους ρώτησε ο Δαρείος, κι από εκείνους, τριάντα άνδρες έδωσαν υπόσχεση, θέλοντας ο καθένας τους να εκτελέσει ο ίδιος αυτό το έργο. Επειδή όμως φιλονικούσαν, μπήκε στη μέση ο Δαρείος και τους υπέδειξε να ρίξουν κλήρο· έριξαν λοιπόν κλήρο, κι απ᾽ όλους τυχαίνει ο Βαγαίος του Αρτόντη. [3.128.2] Και αφού κληρώθηκε ο Βαγαίος κάνει το εξής: πιάνει και γράφει γράμματα πολλά που είχαν να κάνουν με διάφορα ζητήματα, βάζει απάνω τους τη σφραγίδα του Δαρείου, και παίρνοντάς τα μαζί του φεύγει για τις Σάρδεις. [3.128.3] Όταν λοιπόν έφτασε εκεί και παρουσιάστηκε στον Οροίτη, άρχισε να βγάζει ένα–ένα τα γράμματα και να τα δίνει στον βασιλικό γραμματικό να τα διαβάσει (γιατί βασιλικούς γραμματικούς έχουν όλοι οι διοικητές)· και όπως έδινε τα γράμματα ο Βαγαίος παρατηρούσε κιόλας τους σωματοφύλακες, αν φανέρωναν τίποτε ενδείξεις αποστασίας από τον Οροίτη. [3.128.4] Βλέποντας λοιπόν ότι έδειχναν μεγάλο σεβασμό για τα γράμματα και ακόμη μεγαλύτερον γι᾽ αυτά που έλεγαν τα γράμματα, δίνει ο Βαγαίος άλλο ένα όπου υπήρχαν τούτα τα λόγια: «Πέρσες, ο βασιλιάς Δαρείος σάς απαγορεύει να είστε σωματοφύλακες του Οροίτη». Σαν τ᾽ άκουσαν αυτό οι σωματοφύλακες χαμήλωσαν τα δόρατά τους μπροστά στον Βαγαίο. [3.128.5] Βλέποντάς τους τώρα ο Βαγαίος να υπακούνε στο γράμμα ως προς αυτό, παίρνει πια θάρρος και δίνει στον γραμματικό και το τελευταίο γράμμα, όπου ήταν γραμμένο: «Ο βασιλιάς Δαρείος προστάζει τους Πέρσες που είναι στις Σάρδεις να σκοτώσουν τον Οροίτη». Οι σωματοφύλακες, μόλις το άκουσαν αυτό, τραβούν τα σπαθιά τους και τον σκοτώνουν ευθύς. Έτσι λοιπόν βρήκε τον Οροίτη τον Πέρση η τιμωρία για τον Πολυκράτη τον Σάμιο.