Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.133.1-3.138.4)

[3.133.1] Ἐν χρόνῳ δὲ ὀλίγῳ μετὰ ταῦτα τάδε ἄλλα συνήνεικε γενέσθαι· Ἀτόσσῃ τῇ Κύρου μὲν θυγατρί, Δαρείου δὲ γυναικὶ ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα, μετὰ δὲ ἐκραγὲν ἐνέμετο πρόσω. ὅσον μὲν δὴ χρόνον ἦν ἔλασσον, ἡ δὲ κρύπτουσα καὶ αἰσχυνομένη ἔφραζε οὐδενί, ἐπείτε δὲ ἐν κακῷ ἦν, μετεπέμψατο τὸν Δημοκήδεα καί οἱ ἐπέδεξε. [3.133.2] ὁ δὲ φὰς ὑγιέα ποιήσειν ἐξορκοῖ μιν ἦ μέν οἱ ἀντυποργήσειν ἐκείνην τοῦτο τὸ ἂν αὐτῆς δεηθῇ, δεήσεσθαι δὲ οὐδενὸς τῶν ὅσα ἐς αἰσχύνην ἐστὶ φέροντα. [3.134.1] ὡς δὲ ἄρα μιν μετὰ ταῦτα ἰώμενος ὑγιέα ἀπέδεξε, ἐνθαῦτα δὴ διδαχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Δημοκήδεος ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον τοιόνδε· Ὦ βασιλεῦ, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι, οὔτε τι ἔθνος προσκτώμενος οὔτε δύναμιν Πέρσῃσι. [3.134.2] οἰκὸς δέ ἐστι ἄνδρα καὶ νέον καὶ χρημάτων μεγάλων δεσπότην φαίνεσθαί τι ἀποδεικνύμενον, ἵνα καὶ Πέρσαι ἐκμάθωσι ὅτι ὑπ᾽ ἀνδρὸς ἄρχονται. ἐπ᾽ ἀμφότερα δέ τοι φέρει ταῦτα ποιέειν, καὶ ἵνα σφέων Πέρσαι ἐπίστωνται ἄνδρα εἶναι τὸν προεστεῶτα καὶ ἵνα τρίβωνται πολέμῳ μηδὲ σχολὴν ἄγοντες ἐπιβουλεύωσί τοι. [3.134.3] νῦν γὰρ ἄν τι καὶ ἀποδέξαιο ἔργον, ἕως νέος εἶς ἡλικίην· αὐξομένῳ γὰρ τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες, γηράσκοντι δὲ συγγηράσκουσι καὶ ἐς τὰ πρήγματα πάντα ἀπαμβλύνονται. [3.134.4] ἡ μὲν δὴ ταῦτα ἐκ διδαχῆς ἔλεγε, ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε. Ὦ γύναι, πάντα ὅσα περ αὐτὸς ἐπινοέω ποιήσειν εἴρηκας· ἐγὼ γὰρ βεβούλευμαι ζεύξας γέφυραν ἐκ τῆσδε τῆς ἠπείρου ἐς τὴν ἑτέρην ἤπειρον ἐπὶ Σκύθας στρατεύεσθαι· καὶ ταῦτα ὀλίγου χρόνου ἔσται τελεύμενα. [3.134.5] λέγει Ἄτοσσα τάδε· Ὅρα νυν, ἐπὶ Σκύθας μὲν τὴν πρώτην ἰέναι ἔασον· οὗτοι γάρ, ἐπεὰν σὺ βούλῃ, ἔσονταί τοι. σὺ δέ μοι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα στρατεύεσθαι· ἐπιθυμέω γὰρ λόγῳ πυνθανομένη Λακαίνας τέ μοι γενέσθαι θεραπαίνας καὶ Ἀργείας καὶ Ἀττικὰς καὶ Κορινθίας. ἔχεις δὲ ἄνδρα ἐπιτηδεότατον ἀνδρῶν πάντων δέξαι τε ἕκαστα τῆς Ἑλλάδος καὶ κατηγήσασθαι, τοῦτον ὅς σευ τὸν πόδα ἐξιήσατο. [3.134.6] ἀμείβεται Δαρεῖος· Ὦ γύναι, ἐπεὶ τοίνυν τοι δοκέει τῆς Ἑλλάδος ἡμέας πρῶτα ἀποπειρᾶσθαι, κατασκόπους μοι δοκέει Περσέων πρῶτον ἄμεινον εἶναι ὁμοῦ τούτῳ τῷ σὺ λέγεις πέμψαι ἐς αὐτούς, οἳ μαθόντες καὶ ἰδόντες ἐξαγγελέουσι ἕκαστα αὐτῶν ἡμῖν· καὶ ἔπειτα ἐξεπιστάμενος ἐπ᾽ αὐτοὺς τρέψομαι. ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε. [3.135.1] ἐπείτε γὰρ τάχιστα ἡμέρη ἐπέλαμψε, καλέσας Περσέων ἄνδρας δοκίμους πεντεκαίδεκα ἐνετέλλετό σφι ἑπομένους Δημοκήδεϊ διεξελθεῖν τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος, ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ Δημοκήδης, ἀλλά μιν πάντως ὀπίσω ἀπάξουσι. [3.135.2] ἐντειλάμενος δὲ τούτοισι ταῦτα, δεύτερα καλέσας αὐτὸν Δημοκήδεα ἐδέετο αὐτοῦ ὅκως ἐξηγησάμενος πᾶσαν καὶ ἐπιδέξας τὴν Ἑλλάδα τοῖσι Πέρσῃσι ὀπίσω ἥξει· δῶρα δέ μιν τῷ πατρὶ καὶ τοῖσι ἀδελφεοῖσι ἐκέλευε πάντα τὰ ἐκείνου ἔπιπλα λαβόντα ἄγειν, φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν· πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι πλήσας ἀγαθῶν παντοίων, τὴν ἅμα οἱ πλεύσεσθαι. [3.135.3] Δαρεῖος μὲν δή, δοκέειν ἐμοί, ἀπ᾽ οὐδενὸς δολεροῦ νόου ἐπαγγέλλετό οἱ ταῦτα, Δημοκήδης δὲ δείσας μή εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖος, οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο, ἀλλὰ τὰ μὲν ἑωυτοῦ κατὰ χώρην ἔφη καταλείψειν, ἵνα ὀπίσω σφέα ἀπελθὼν ἔχοι, τὴν μέντοι ὁλκάδα, τήν οἱ Δαρεῖος ἐπαγγέλλεται ἐς τὴν δωρεὴν τοῖσι ἀδελφεοῖσι, δέκεσθαι ἔφη. ἐντειλάμενος δὲ καὶ τούτῳ ταὐτὰ ὁ Δαρεῖος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἐπὶ θάλασσαν. [3.136.1] καταβάντες δὲ οὗτοι ἐς Φοινίκην καὶ Φοινίκης ἐς Σιδῶνα πόλιν αὐτίκα μὲν τριήρεας δύο ἐπλήρωσαν, ἅμα δὲ αὐτῇσι καὶ γαῦλον μέγαν παντοίων ἀγαθῶν· παρεσκευασμένοι δὲ πάντα ἔπλεον ἐς τὴν Ἑλλάδα, προσίσχοντες δὲ αὐτῆς τὰ παραθαλάσσια ἐθηεῦντο καὶ ἀπεγράφοντο, ἐς ὃ τὰ πολλὰ αὐτῆς καὶ ὀνομαστότατα θεησάμενοι ἀπίκοντο τῆς Ἰταλίης ἐς Τάραντα. [3.136.2] ἐνθαῦτα δὲ ἐκ ῥηϊστώνης τῆς Δημοκήδεος Ἀριστοφιλίδης τῶν Ταραντίνων ὁ βασιλεὺς τοῦτο μὲν τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηδικέων νεῶν, τοῦτο δὲ αὐτοὺς τοὺς Πέρσας εἶρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας· ἐν ᾧ δὲ οὗτοι ταῦτα ἔπασχον, ὁ Δημοκήδης ἐς τὴν Κρότωνα ἀπικνέεται. ἀπιγμένου δὲ ἤδη τούτου ἐς τὴν ἑωυτοῦ ὁ Ἀριστοφιλίδης ἔλυσε τοὺς Πέρσας καὶ τὰ παρέλαβε τῶν νεῶν ἀπέδωκέ σφι. [3.137.1] πλέοντες δὲ ἐνθεῦτεν οἱ Πέρσαι καὶ διώκοντες Δημοκήδεα ἀπικνέονται ἐς τὴν Κρότωνα, εὑρόντες δέ μιν ἀγοράζοντα ἅπτοντο αὐτοῦ. [3.137.2] τῶν δὲ Κροτωνιητέων οἱ μὲν καταρρωδέοντες τὰ Περσικὰ πρήγματα προϊέναι ἕτοιμοι ἦσαν, οἱ δὲ ἀντάπτοντό τε καὶ τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας προϊσχομένους ἔπεα τάδε· Ἄνδρες Κροτωνιῆται, ὁρᾶτε τὰ ποιέετε· ἄνδρα βασιλέος δρηπέτην γενόμενον ἐξαιρέεσθε. [3.137.3] καὶ κῶς ταῦτα βασιλέϊ Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; κῶς δὲ ὑμῖν τὰ ποιεύμενα ἕξει καλῶς, ἢν ἀπέλησθε ἡμέας; ἐπὶ τίνα δὲ τῆσδε προτέρην στρατευσόμεθα πόλιν; τίνα δὲ προτέρην ἀνδραποδίζεσθαι πειρησόμεθα; [3.137.4] ταῦτα λέγοντες τοὺς Κροτωνιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον, ἀλλ᾽ ἐξαιρεθέντες τε τὸν Δημοκήδεα καὶ τὸν γαῦλον τὸν ἅμα ἤγοντο ἀπαιρεθέντες ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην, οὐδ᾽ ἔτι ἐζήτησαν τὸ προσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ἀπικόμενοι ἐκμαθεῖν, ἐστερημένοι τοῦ ἡγεμόνος. [3.137.5] τοσόνδε μέντοι ἐνετείλατό σφι Δημοκήδης ἀναγομένοισι, κελεύων εἰπεῖν σφεας Δαρείῳ ὅτι ἅρμοσται τὴν Μίλωνος θυγατέρα Δημοκήδης γυναῖκα. τοῦ γὰρ δὴ παλαιστέω Μίλωνος ἦν οὔνομα πολλὸν παρὰ βασιλέϊ. κατὰ δὲ τοῦτό μοι δοκέει σπεῦσαι τὸν γάμον τοῦτον τελέσας χρήματα μεγάλα Δημοκήδης, ἵνα φανῇ πρὸς Δαρείου ἐὼν καὶ ἐν τῇ ἑωυτοῦ δόκιμος. [3.138.1] ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην, καί σφεας δουλεύοντας ἐνθαῦτα Γίλλος ἀνὴρ Ταραντῖνος φυγὰς ῥυσάμενος ἀπήγαγε παρὰ βασιλέα Δαρεῖον. ὁ δὲ ἀντὶ τούτων ἕτοιμος ἦν διδόναι τοῦτο ὅ τι βούλοιτο αὐτός. [3.138.2] Γίλλος δὲ αἱρέεται κάτοδόν οἱ ἐς Τάραντα γενέσθαι, προαπηγησάμενος τὴν συμφορήν· ἵνα δὲ μὴ συνταράξῃ τὴν Ἑλλάδα, ἢν δι᾽ αὐτὸν στόλος μέγας πλέῃ ἐπὶ τὴν Ἰταλίην, Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ ἔφη τοὺς κατάγοντας γίνεσθαι, δοκέων ἀπὸ τούτων ἐόντων τοῖσι Ταραντίνοισι φίλων μάλιστα δὴ τὴν κάτοδόν οἱ ἔσεσθαι. [3.138.3] Δαρεῖος δὲ ὑποδεξάμενος ἐπετέλεε· πέμψας γὰρ ἄγγελον ἐς Κνίδον κατάγειν σφέας ἐκέλευε Γίλλον ἐς Τάραντα· πειθόμενοι δὲ Δαρείῳ Κνίδιοι Ταραντίνους οὐκ ὦν ἔπειθον, βίην δὲ ἀδύνατοι ἦσαν προσφέρειν. [3.138.4] ταῦτα μέν νυν οὕτω ἐπρήχθη, οὗτοι δὲ πρῶτοι ἐκ τῆς Ἀσίης ἐς τὴν Ἑλλάδα ἀπίκοντο Πέρσαι, καὶ οὗτοι διὰ τοιόνδε πρῆγμα κατάσκοποι ἐγένοντο.

[3.133.1] Λίγον καιρό ωστόσο μετά από τούτα έτυχε να γίνουν κι άλλα, τα εξής: η Άτοσσα, κόρη του Κύρου και γυναίκα του Δαρείου, έβγαλε στον μαστό ένα απόστημα που ύστερα έσπασε και άρχισε να απλώνεται. Όσον καιρό ήταν μικρό, η Άτοσσα το έκρυβε, και από την ντροπή της δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν, όταν όμως κακοφόρμισε, έστειλε και κάλεσε τον Δημοκήδη και του το έδειξε. [3.133.2] Αυτός τώρα της είπε ότι θα την κάνει καλά και την ορίζει ότι για αντάλλαγμα θα του κάνει τη χάρη που θα της ζητήσει, και της λέει ότι πάντως δεν πρόκειται να της ζητήσει τίποτε από όσα φέρνουν ντροπή.
[3.134.1] Της έκανε λοιπόν θεραπεία και τη γιάτρεψε ο Δημοκήδης την Άτοσσα και τότε εκείνη, δασκαλεμένη απ᾽ αυτόν, είπε στον Δαρείο τούτα τα λόγια, στο κρεβάτι: «Βασιλιά μου, ενώ έχεις τόση δύναμη, κάθεσαι αργός και δεν αβγαταίνεις ούτε τα έθνη των Περσών ούτε τη δύναμή τους. [3.134.2] Είναι ωστόσο φυσικό, ο άνδρας που είναι νέος και διαφεντεύει τέτοια πλούτη, να δείξει ότι κάνει κάποιο σπουδαίο έργο ώστε και οι Πέρσες να το χωνέψουν ότι τους κυβερνάει άνδρας. Σε συμφέρει μάλιστα να το κάνεις αυτό για δύο λόγους: και για να μάθουν οι Πέρσες ότι ο αφέντης τους είναι άνδρας, και για να έχουν ν᾽ ασχολούνται με τον πόλεμο κι όχι να κάθονται αργοί και να συνωμοτούν εναντίον σου. [3.134.3] Τώρα θα κάνεις ό,τι κάνεις, όσο είσαι νέος, στην ηλικία· γιατί όσο μεγαλώνει το σώμα, μεγαλώνουν και τα μυαλά, ενώ όταν γερνάει, γερνούν κι αυτά μαζί του και στομώνουν σε όλα τα ζητήματα». [3.134.4] Αυτά λοιπόν είπε εκείνη, δασκαλεμένη, κι εκείνος της απάντησε τα εξής: «Γυναίκα, μου είπες όλα όσα έχω στον νου μου να κάνω· έχω δηλαδή αποφασίσει να ζέψω γέφυρα από τούτη την ήπειρο στην άλλη ήπειρο και να εκστρατεύσω κατά των Σκυθών· και δεν θ᾽ αργήσει να γίνει αυτό». [3.134.5] Του λέει τότε η Άτοσσα: «Για να κινήσεις πρώτα εναντίον των Σκυθών, άφησέ το — αυτοί, όποτε το θελήσεις, είναι δικοί σου· για δικό μου χατίρι όμως να εκστρατεύσεις εναντίον της Ελλάδας. Γιατί έχω ακουστά και θέλω να έχω υπηρέτριες από τη Λακωνία, το Άργος, την Αττική, την Κόρινθο. Έχεις άλλωστε τον πιο κατάλληλο απ᾽ όλους τους ανθρώπους για να σε κατατοπίσει για τα καθέκαστα της Ελλάδας και να σε καθοδηγήσει: αυτόν που σου γιάτρεψε το πόδι». [3.134.6] Ο Δαρείος τής απαντάει: «Αφού λοιπόν, γυναίκα, νομίζεις ότι πρέπει να δοκιμάσουμε πρώτα στην Ελλάδα, μου φαίνεται ότι είναι καλύτερο να στείλουμε πρώτα εκεί Πέρσες κατασκόπους μαζί μ᾽ αυτόν που λες, για να μάθουν και να δουν και να μας κατατοπίσουν για τα καθέκαστα εκεί πέρα· και ύστερα, έχοντας τις πληροφορίες μου, θα κινήσω εναντίον τους». Αυτά είπε ο Δαρείος, και μαζί με τα λόγια έβαλε αμέσως μπροστά και τα έργα.
[3.135.1] Δηλαδή, αμέσως μόλις ξημέρωσε η μέρα, ο Δαρείος κάλεσε δεκαπέντε διακεκριμένους Πέρσες και τους πρόσταξε να συνοδεύσουν τον Δημοκήδη και να περιοδεύσουν τα παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδας, μόνο να μην τους το σκάσει ο Δημοκήδης αλλά να τον φέρουν οπωσδήποτε πίσω. [3.135.2] Και αφού τους έδωσε αυτές τις διαταγές, ύστερα κάλεσε τον ίδιο τον Δημοκήδη και του ζήτησε να καθοδηγήσει τους Πέρσες και να τους δείξει όλη την Ελλάδα, και ύστερα να γυρίσει πίσω· του υπέδειξε μάλιστα να πάρει μαζί του δώρα για τον πατέρα του και τους αδελφούς του, όλα του τα έπιπλα, λέγοντάς του ότι μετά θα του έδινε άλλα, πολύ περισσότερα· και εκτός από τα δώρα τού είπε ότι θα του προσθέσει και ένα φορτηγό πλοίο που θα το γέμιζε με κάθε λογής αγαθά και που θα σαλπάριζε μαζί του. [3.135.3] Ο Δαρείος ωστόσο, μου φαίνεται εμένα, δεν είχε καμιά πονηριά στον νου του όταν του έδινε αυτές τις υποσχέσεις, αλλά ο Δημοκήδης, επειδή φοβήθηκε μήπως ο Δαρείος ήθελε να τον δοκιμάσει, δεν έσπευσε να δεχτεί όλα όσα του έδινε, αλλά τα δικά του πράγματα είπε ότι θα τ᾽ άφηνε στη θέση τους για να τα έχει όταν γυρίσει, ενώ το φορτηγό πλοίο που του υποσχόταν ο Δαρείος για να μεταφέρει τα δώρα για τ᾽ αδέλφια του, είπε ότι το δεχόταν. Έδωσε λοιπόν ο Δαρείος και σε τούτον τις ίδιες διαταγές, και τους έστειλε στη θάλασσα.
[3.136.1] Κατέβηκαν τότε αυτοί στη Φοινίκη, και στην πόλη της Φοινίκης Σιδώνα εξόπλισαν αμέσως δύο τριήρεις, και μαζί μ᾽ αυτές έναν μεγάλο γαύλο με κάθε λογής αγαθά, και αφού τα ετοίμασαν όλα, σαλπάρισαν για την Ελλάδα, και φτάνοντας εκεί επιθεώρησαν τα παραθαλάσσια μέρη της και κρατούσαν σημειώσεις, ώσπου είδαν τα περισσότερα και τα πιο ονομαστά, και έτσι έφτασαν στον Τάραντα της Ιταλίας. [3.136.2] Εκεί ο Αριστοφιλίδης, ο βασιλιάς των Ταραντίνων, από καλοσύνη προς τον Δημοκήδη, από τη μια έβγαλε τα πηδάλια των μηδικών πλοίων, και από την άλλη έπιασε τους Πέρσες και τους έβαλε στη φυλακή, δήθεν ότι ήταν κατάσκοποι. Και ενώ εκείνοι τραβούσαν όλα τούτα, ο Δημοκήδης φτάνει στον Κρότωνα. Και όταν εκείνος έφτασε πια στην πατρίδα του, ο Αριστοφιλίδης άφησε ελεύθερους τους Πέρσες και τους έδωσε πίσω ό,τι είχε πάρει από τα πλοία τους.
[3.137.1] Σαλπάρισαν τότε οι Πέρσες από εκεί κυνηγώντας τον Δημοκήδη, και έφτασαν στον Κρότωνα, όπου τον βρήκαν στην αγορά και τον άρπαξαν. [3.137.2] Από τους Κροτωνιάτες τώρα άλλοι φοβόνταν τη δύναμη των Περσών και ήταν έτοιμοι να μην κάνουν τίποτε, άλλοι όμως άρπαξαν κι αυτοί τον Δημοκήδη και χτυπούσαν με τα μπαστούνια τους τους Πέρσες που φώναζαν κι έλεγαν τούτα τα λόγια: «Κροτωνιάτες, προσέξτε τί κάνετε· πάτε να μας αρπάξετε άνθρωπο που έχει δραπετεύσει από τον βασιλιά. [3.137.3] Πώς θα την ανεχτεί ο βασιλιάς τέτοια προσβολή; Και πώς εσείς θα έχετε την ησυχία σας αν μας τον πάρετε; Η πόλη σας θα είναι η πρώτη που θα της επιτεθούμε. Η πρώτη που θα προσπαθήσουμε να υποδουλώσουμε». [3.137.4] Και όμως, παρ᾽ όλα αυτά που τους είπαν, οι Πέρσες δεν μπόρεσαν να πείσουν τους Κροτωνιάτες, παρά έχασαν τον Δημοκήδη, έχασαν και τον γαύλο που είχαν μαζί τους, και έχοντας στερηθεί τον επικεφαλής τους, σαλπάρισαν και γύρισαν στην Ασία χωρίς να επιχειρήσουν να προχωρήσουν άλλο στην Ελλάδα για να πάρουν πληροφορίες. [3.137.5] Καθώς έφευγαν ωστόσο ο Δημοκήδης τούς έδωσε μόνο τούτη την παραγγελία, τους ζήτησε να πουν στον Δαρείο ότι ο Δημοκήδης αρραβωνιάστηκε την κόρη του Μίλωνα και θα την πάρει γυναίκα του — γιατί το όνομα του παλαιστή Μίλωνα το είχε περί πολλού ο βασιλιάς. Και μου φαίνεται ότι γι᾽ αυτόν τον λόγο ο Δημοκήδης επέσπευσε αυτόν τον γάμο, δίνοντας πολλά χρήματα, για να φανεί στον Δαρείο ότι και στην πατρίδα του ήταν σπουδαίος.
[3.138.1] Αφού ωστόσο σαλπάρισαν από τον Κρότωνα οι Πέρσες εξοκέλλουν με τα πλοία τους στην Ιαπυγία, όπου έγιναν δούλοι, και από εκεί τους έσωσε ο Ταραντίνος Γίλλος, φυγάδας, και τους οδήγησε στον βασιλιά Δαρείο, ο οποίος, για ανταμοιβή, ήταν πρόθυμος να δώσει στον Γίλλο ό,τι ήθελε. [3.138.2] Ο Γίλλος τού ζήτησε να φροντίσει να κατέβει στον Τάραντα, αφού προηγουμένως του αφηγήθηκε τη συμφορά του· και για να μην προκαλέσει αναταραχή στην Ελλάδα, σε περίπτωση όπου για λόγου του θα αρμένιζε για την Ιταλία μεγάλος στόλος, ο Γίλλος είπε στον Δαρείο ότι οι Κνίδιοι μόνο του έφταναν για να τον πάνε εκεί, νομίζοντας ότι αυτοί, επειδή ήταν πολύ φίλοι με τους Ταραντίνους, θα του εξασφάλιζαν με τον καλύτερο τρόπο την κάθοδό του. [3.138.3] Ο Δαρείος το δέχτηκε και έβαλε μπρος· έστειλε δηλαδή αγγελιαφόρο στην Κνίδο και ζήτησε από τους Κνίδιους να επαναφέρουν τον Γίλλο στον Τάραντα· οι Κνίδιοι τώρα υπάκουσαν στον Δαρείο, αλλά τους Ταραντίνους δεν μπόρεσαν να τους πείσουν, ενώ εξάλλου δεν είχαν τη δύναμη να χρησιμοποιήσουν βία. [3.138.4] Έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα, και αυτοί ήταν οι πρώτοι Πέρσες που έφτασαν από την Ασία στην Ελλάδα, και γι᾽ αυτόν τον λόγο έγιναν κατάσκοποι.