Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (269-305)


ΟΡ. οὔτοι προδώσει Λοξίου μεγασθενὴς
270 χρησμὸς κελεύων τόνδε κίνδυνον περᾶν,
κἀξορθιάζων πολλὰ καὶ δυσχειμέρους
ἄτας ὑφ᾽ ἧπαρ θερμὸν ἐξαυδώμενος,
εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους
τρόπον τὸν αὐτόν, ἀνταποκτεῖναι λέγων,
275 ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον
αὐτὸν δ᾽ ἔφασκε τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε
τείσειν μ᾽ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακά.
τὰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς δυσφρόνων μηνίματα
βροτοῖς πιφαύσκων εἶπε τάσδε νῷν νόσους,
280 σαρκῶν ἐπαμβατῆρας ἀγρίαις γνάθοις,
λιχῆνας ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν·
λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ᾽ ἐπαντέλλειν νόσῳ·
ἄλλας τ᾽ ἐφώνει προσβολὰς Ἐρινύων
ἐκ τῶν πατρῴων αἱμάτων τελουμένας·
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
285 ὁρῶντα λαμπρόν, ἐν σκότῳ νωμῶντ᾽ ὀφρύν.
τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος
ἐκ προστροπαίων ἐν γένει πεπτωκότων,
καὶ λύσσα καὶ μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος
κινεῖ ταράσσει καὶ διωκάθει πόλεως
290 χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας.
καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος
εἶναι μετασχεῖν, οὐ φιλοσπόνδου λιβός,
βωμῶν τ᾽ ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς
μῆνιν· δέχεσθαι ‹δ᾽› οὔτε συλλύειν τινά,
295 πάντων δ᾽ ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ
κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ.
τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα χρὴ πεποιθέναι;
κεἰ μὴ πέποιθα, τοὔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον.
πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι,
300 θεοῦ τ᾽ ἐφετμαὶ καὶ πατρὸς πένθος μέγα,
καὶ πρὸς πιέζει χρημάτων ἀχηνία,
τὸ μὴ πολίτας εὐκλεεστάτους βροτῶν,
Τροίας ἀναστατῆρας εὐδόξῳ φρενί,
δυοῖν γυναικοῖν ὧδ᾽ ὑπηκόους πέλειν.
305 θήλεια γὰρ φρήν· † εἰ δὲ μή, τάχ᾽ εἴσεται.


ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θα προδώσει ο αλάθευτος χρησμός του Φοίβου,
270που μ᾽ έσπρωξε σ᾽ αυτόν τον κίντυνο και τόσο
με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες
και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα,
αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατέρα
κι αν μ᾽ όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω,
με μια άγρια λύσσα που άλλη πλερωμή δε στρέγει·
κι αλλιώς, θα το πλερώσω εγώ με τη ζωή μου,
μ᾽ όσα πολλά κι αγλύκαντα θα μέ ᾽βρουν πάθη.
Γιατ᾽ είπε, φανερώνοντας των χολιασμένων
κάτω απ᾽ τον Άδη τις οργές, φριχτές αρρώστιες
280πως θ᾽ αδράξουν τις σάρκες: λέπρες να σπαράζουν
μ᾽ άγριες σαγόνες και παράλλαμα να κάνουν
την αρχαία τη φύση του κορμιού, που ύστερ᾽ απάνω
απ᾽ τις πληγές του άσπρα μαλλιά θα το σκεπάσουν.
Κι άλλες των Ερινύων πληγές μου έλεγε ακόμα
που απ᾽ τ᾽ ανεκδίκητο θα ᾽ρθουν πατρικό γαίμα.
………………………………………………
Γιατί τα σκοτεινά της κόλασης τα βέλη
που επικαλούνται οι συγγενείς οι σκοτωμένοι,
η λύσσα κι ο νυχτερινός ο μάταιος φόβος
σειεί και ταράζει κι όξω διώχτει από την πόλη
290κορμί απ᾽ το χάλκινο κεντρί τέλεια φθαρμένο.
κι ένας τέτοιος δεν είναι μήτε σε κρατήρες,
μήτε σε γιορτινές σπονδές να λάβει μέρος,
μ᾽ απ᾽ τους βωμούς, αθώρητος, μακριά τον διώχτει
ο χολιασμένος του πατέρας· και κανένας
ουδέ στέγη του δίνει, μ᾽ ούδε και βοήθεια,
όσο που τέλος έρμος, καταφρονεμένος,
κακήν κακώς άθλιος να τον ξεράνει χάρος.
Πώς να μη μπιστευτώ λοιπόν σε χρησμούς τέτοιους;
που κι αν δεν μπιστευτώ, μα πρέπει να το πράξω,
γιατί πολλές μαζί αφορμές σ᾽ ένα συντρέχουν:
η θεϊκιά η διαταγή και του πατρός μου
300το μέγα πένθος, μα κι η ανέχεια με στενεύει
να μην αφήσω ένα λαό γενναίο μες σ᾽ όλους,
που αφάνισεν από προσώπου γης την Τροία,
σκλάβο σε δυο γυναίκες· γιατ᾽ αλήθεια εκείνος
γυναίκεια έχει καρδιά· ή, θα το δει σε λίγο.