Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (838-868)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑπάγγελος·
νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς
840 ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον,
μόρον γ᾽ Ὀρέστου. καὶ τόδ᾽ αὖ φέρειν δόμοις
γένοιτ᾽ ἂν ἄχθος αἱματοσταγές, φόνῳ
τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις.
πῶς ταῦτ᾽ ἀληθῆ καὶ βλέποντα δοξάσω;
845 ἢ πρὸς γυναικῶν δειματούμενοι λόγοι
πεδάρσιοι θρῴσκουσι, θνῄσκοντες μάτην;
τί τῶνδ᾽ ἂν εἴποις ὥστε δηλῶσαι φρενί;
ΧΟ. ἠκούσαμεν μέν, πυνθάνου δὲ τῶν ξένων
ἔσω παρελθών. οὐδὲν ἀγγέλων σθένος
850 ὡς αὐτόσ᾽ αὐτὸν ἄνδρα πεύθεσθαι πέρι.
ΑΙ. ἰδεῖν ἐλέγξαι τ᾽ εὖ θέλω τὸν ἄγγελον,
εἴτ᾽ αὐτὸς ἦν θνῄσκοντος ἐγγύθεν παρών,
εἴτ᾽ ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος λέγει μαθών.
οὔτοι φρέν᾽ ἂν κλέψειεν ὠμματωμένην.

855 ΧΟ. Ζεῦ Ζεῦ, τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι
τάδ᾽ ἐπευχομένη κἀπιθεάζουσ᾽,
ὑπὸ δ᾽ εὐνοίας
πῶς ἴσον εἰποῦσ᾽ ἀνύσωμαι;
νῦν γὰρ μέλλουσι μιανθεῖσαι
860 πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων
ἢ πάνυ θήσειν Ἀγαμεμνονίων
οἴκων ὄλεθρον διὰ παντός,
ἢ πῦρ καὶ φῶς ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ
δαίων ἀρχαῖς τε πολισσονόμοις
865 ἕξει πατέρων μέγαν ὄλβον.
τοιάνδε πάλην μόνος ὢν ἔφεδρος
δισσοῖς μέλλει θεῖος Ὀρέστης
ἅψειν. εἴη δ᾽ ἐπὶ νίκῃ.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Μήνυμα μού ήρθε κι έτσι ακάλεστος δε φτάνω.
καινούριαν είδηση έμαθα πως κάποιοι ξένοι
840ήρθαν απ᾽ έξω κι έφεραν, όπου καθόλου
δεν είναι να χαρεί κανείς — πως πάει ο Ορέστης·
και τούτο ακόμη να μας βρει, γι᾽ αυτά τα σπίτια
θα ήταν αιματοστάλαχτη πληγή στις πρώτες
π᾽ ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε.
Μα πώς να το σκεφτώ; και να ᾽ναι τάχ᾽ αλήθεια;
ή λόγια από γυναίκειους φόβους γεννημένα,
που έτσι ξεσπούν με μιας και σβήνουν έτσι πάλι;
Μα εσύ μην ξέρεις τίποτα να μας φωτίσεις;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Τ᾽ ακούσαμε κι εμείς, μα κάλλιο να περάσεις
μέσα και να εξετάσεις μόνος σου τους ξένους·
γιατί όσα οι άλλοι να σουν πουν, αξία δεν έχουν,
850όσο αν τα μάθεις απ᾽ αυτούς τα πάντα ο ίδιος.
ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Θέλω και γω το μηνυτή να δω και μάθω
αν ήταν εκεί μπρος που πέθαινε κοντά του,
ή αν έτσι απ᾽ ακουστά λόγια τ᾽ αέρα λέει·
μα εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιούμαι.

ΧΟΡΟΣ
Τί να λέγω, ω Δία, ω Δία, και ν᾽ αρχίσω από πού
τους θεούς με ικεσίες να κράξω κι ευχές;
Το καλό που του θέλει η καρδιά μου, με ποιά
ταιριαστά νά ᾽βρω λόγια να φτάσω;
Γιατί σήμαν᾽ η ώρα που οι κόψες σπαθιών
860αντροφόνων στα γαίματα θέλουν βαφεί
κι ή τα σπίτια του Ατρείδη από πρόσωπο γης
θ᾽ αφανίσουν για πάντα,
η φωτιά θέλει ανάψει και φως λευτεριάς
και στα χέρια του πίσω θα πάρει ξανά
και τη νόμιμη αρχή
και τ᾽ αμέτρητο βιος των σπιτιών του.
Τέτοιο αγώνα στερνό μόνος έχει με δυο
να παλαίψει ο γενναίος Ορέστης, και πια
ο θεός ας του δώσει τη νίκη.