Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (935-972d)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἔμολε μὲν δίκα Πριαμίδαις χρόνῳ, [στρ. α] 935
βαρύδικος ποινά·
ἔμολε δ᾽ ἐς δόμον τὸν Ἀγαμέμνονος
διπλοῦς λέων, διπλοῦς Ἄρης.
ἔλαχε δ᾽ ἐς τὸ πᾶν
940 ὁ πυθόχρηστος φυγὰς
θεόθεν εὖ φραδαῖσιν ὡρμημένος.
ἐπολολύξατ᾽ ὦ δεσποσύνων δόμων [ἐφύμν. α]
ἀναφυγᾷ κακῶν καὶ κτεάνων τριβᾶς
ὑπὸ δυοῖν μιαστόροιν
945 δυσοίμου τύχας.

ἔμολε δ᾽ ᾧ μέλει κρυπταδίου μάχας [ἀντ. α]
δολιόφρων ποινά·
ἔθιγε δ᾽ ἐν μάχᾳ χερὸς ἐτήτυμος
Διὸς κόρα—Δίκαν δέ νιν
950 προσαγορεύομεν
βροτοὶ τυχόντες καλῶς—
ὀλέθριον πνέουσ᾽ ἐν ἐχθροῖς κότον·
‹ἐπολολύξατ᾽ ὦ δεσποσύνων δόμων [ἐφύμν. α]
ἀναφυγᾷ κακῶν καὶ κτεάνων τριβᾶς
ὑπὸ δυοῖν μιαστόροιν
945 δυσοίμου τύχας.›

τάπερ ὁ Λοξίας ὁ Παρνασίας [στρ. β]
μέγαν ἔχων μυχὸν χθονὸς ἐπωρθία-
955 ξεν ἀδόλως † δολίας
†βλαπτομέναν ἐγχρονισθεῖσαν ἐποίχεται,
κρατεῖ τ᾽ αἰεί πως τὸ θεῖον [παρὰ] τὸ μὴ
ὑπουργεῖν κακοῖς,
960 ἄξια δ᾽ οὐρανοῦχον ἀρχὰν σέβειν.
‹πάρα τὸ φῶς ἰδεῖν.›
πάρα τε φῶς ἰδεῖν, μέγα τ᾽ ἀφῃρέθη [ἐφύμν. β]
ψάλιον οἴκων.
ἄναγε μὰν δόμοι· πολὺν ἄγαν χρόνον
χαμαιπετεῖς ἔκεισθε.

τάχα δὲ παντελὴς χρόνος ἀμείψεται [ἀντ. β] 965
πρόθυρα δωμάτων, ὅταν ἀφ᾽ ἑστίας
μύσος ἅπαν ἐλάσῃ
καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις.
τύχᾳ δ᾽ εὐπροσώπῳ κεῖται τὸ πᾶν
970 ἰδεῖν, θρεομένοις
«Μέτοικοι δόμων πεσοῦνται πάλιν.»
πάρα τὸ φῶς ἰδεῖν.
‹πάρα τε φῶς ἰδεῖν, μέγα τ᾽ ἀφῃρέθη [ἐφύμν. β]
ψάλιον οἴκων.
ἄναγε μὰν δόμοι· πολὺν ἄγαν χρόνον
χαμαιπετεῖς ἔκεισθε.›


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Ήρθε στους Πριαμίδες η δίκη με καιρό,
βαρύδικη ποινή·
ήρθε και στου Αγαμέμνονα τ᾽ αρχοντικό
διπλό λιοντάρι, Άρης διπλός·
το δρόμο ως πέρα ν έβγαλε γραμμή
940ο εξόριστος, σταλμένος της Πυθώς,
που την ορμή του ενός θεού οδήγησ᾽ η βουλή.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλίτωσε τ᾽ αρχοντικό το σπίτι και το βιος
από τα νύχια της φθοράς,
από τους δυο ιερόσυλους — κακό τους ριζικό!

Ήρθεν ο που της μάχης γνωρίζει της κρυφής
τη δολερή ποινή
και του ᾽πιασε το χέρι στη μάχ᾽ η αληθινή
του Δία η κόρη — Δίκη εμείς
950το βρήκαμε με πετυχιά
τ᾽ όνομα που της δίνομ᾽ οι θνητοί —
και που έχθρα πνέει θανατερή, για όσους της είναι εχθροί.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλίτωσε τ᾽ αρχοντικό το σπίτι και το βιος
από τα νύχια της φθοράς,
από τους δυο ιερόσυλους — κακό τους ριζικό!

Εκείνα που ο Λοξίας από τον Παρνασσό,
πόχει το μέγα σπήλαιο στης Γης τον ομφαλό,
προφήτεψε, τους βρήκαν
για τ᾽ άπιστο το κρίμα τους πὄγινε χρονιακό.
ποτές η θεία η δύναμη
δε βοηθάει κακούς·
960δόξα στην εξουσία της ψηλά στους ουρανούς.
Τέλος μπορείς να δεις το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς·
Παλάτι, σήκω ορθό, πάρα πολύν καιρό
χάμω πεσμένο στη γης.

Ταχιά που όλα τα φέρνει σε τέλος ο καιρός,
θενα διαβεί την πόρτα και αυτών των παλατιών,
όταν το μίασμα τέλεια ξορκιστεί
απ᾽ την εστία με καθαρμούς που διώχτουν το κακό·
και θενα ᾽ρθει με όψη φαιδρή
970η Τύχη κι ένα ολόγυρα θ᾽ ακούς ν᾽ αντιλαλεί:
«Οι ξένοι που σπιτώθηκαν, θενα βγουν πια ᾽π᾽ εδώ»
Τέλος μπορείς να δεις το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς·
Παλάτι, σήκω ορθό, πάρα πολύν καιρό
χάμω πεσμένο στη γης.