Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Χοηφόροι (22-65)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ἰαλτὸς ἐκ δόμων ἔβαν [στρ. α]
χοᾶν προπομπὸς ὀξύχειρι σὺν κόπῳ.
πρέπει παρῂς φοίνισσ᾽ ἀμυγμοῖς
25 ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ,
δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
λινοφθόροι δ᾽ ὑφασμάτων
λακίδες ἔφλαδον ὑπ᾽ ἄλγεσιν,
30 πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων ἀγελάστοις
ξυμφοραῖς πεπληγμένων.

τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων [ἀντ. α]
ὀνειρόμαντις, ἐξ ὕπνου κότον πνέων,
ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα
35 μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ,
γυναικείοισιν ἐν δώμασιν βαρὺς πίτνων,
κριταί ‹τε› τῶνδ᾽ ὀνειράτων
θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι
40 μέμφεσθαι τοὺς γᾶς νέρθεν περιθύμως
τοῖς κτανοῦσί τ᾽ ἐγκοτεῖν.

τοιάνδε χάριν ἀχάριτον ἀπότροπον κακῶν, [στρ. β]
ἰὼ γαῖα μαῖα,
45 μωμένα μ᾽ ἰάλλει
δύσθεος γυνά. φοβοῦ-
μαι δ᾽ ἔπος τόδ᾽ ἐκβαλεῖν.
τί γὰρ λύτρον πεσόντος αἵματος πέδοι;
ἰὼ πάνοιζυς ἑστία,
50 ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων.
ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς
δνόφοι καλύπτουσι δόμους
δεσποτᾶν θανάτοισι.

σέβας δ᾽ ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν [ἀντ. β] 55
δι᾽ ὤτων φρενός τε
δαμίας περαῖνον
νῦν ἀφίσταται. φοβεῖ-
ται δέ τις. τὸ δ᾽ εὐτυχεῖν,
60 τόδ᾽ ἐν βροτοῖς θεός τε καὶ θεοῦ πλέον.
ῥοπὴ δ᾽ ἐπισκοτεῖ δίκας
ταχεῖα τοῖς μὲν ἐν φάει,
τὰ δ᾽ ἐν μεταιχμίῳ σκότου
† μένει χρονίζοντ᾽ ἄχη βρύει †
65 τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Ήρθα σταλμένη συνοδειά
με νεκρικές χοές απ᾽ τα παλάτια
στηθοδερνάμενη γοργά·
νωπό το γαίμα από τα νύχια μου
στα μάγουλά μου κάνει αυλάκια
κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
Ο άγριος ο πόνος μου ξεσκλίδια
κουρέλιασε τα λινά φάδια
30των πέπλων μου πάνω στα στήθια,
που αγέλαστα χτυπούν τα πάθια
και τα σπαράζ᾽ η συμφορά.

Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός,
των παλατιώ ονειροπροφήτης
οργή απ᾽ τα βάθη του ύπνου πνέοντας
νυχτάωρα, μεσ᾽ απ᾽ τ᾽ άδυτα του γυναικίτη,
έκαμε πέφτοντας βαρύς
τρόμου ξεφωνητό ν᾽ αντιβουΐσει.
Και του όνειρου οι εξηγητάδες
είπαν μ᾽ εγγύηση θεϊκιά,
πως έχουν οι κατωκοσμίτες
40την έχθρα τους για τους φονιάδες
βαριά βαλμένη στην καρδιά.

Με τέτοια χάρη αχάριστη ζητώντας, μάνα ω Γη,
να στρέψει τούτα τα κακά απ᾽ την κεφαλή της
μ᾽ έστειλ᾽ εδώ η γυναίκα η άθεη,
μα τρέμω και να πω την προσταγή της.
γιατί ποιάν έχει ξαγορά το αίμα που θα χυθεί;
Οϊμένα, Εστία, πανάμοιρη
50και θεμελιοσπίτωμα·
τ᾽ ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε
με των κυρίων το θάνατο.

Το πριν το σέβας το άσειστο και ατράνταχτο
που λαού γιόμιζε τ᾽ αυτιά και την καρδιά του,
τώρα πια πάει, και μόνο ο φόβος έμεινε,
60γιατ᾽ είν᾽ η επιτυχία θεός, και πιο, εδώ κάτω.
Μα άγρυπνη η Δίκη άλλους χτυπά
γοργή καταμεσήμερα,
γι᾽ άλλους χρονίζει η συμφορά
για νά ᾽ρθει μεροσκότεινα
κι άλλους φυλάει μεσάνυχτα.