Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.6.4-3.7.2)

[3.6.4] Αὐτὸς δὲ ἤδη ἄνω ὡρμᾶτο ὡς ἐπὶ Θάψακόν τε καὶ τὸν Εὐφράτην ποταμόν, ἐν Φοινίκῃ μὲν ἐπὶ τῶν φόρων τῇ ξυλλογῇ καταστήσας Κοίρανον Βεροιαῖον, Φιλόξενον δὲ τῆς Ἀσίας τὰ ἐπὶ τάδε τοῦ Ταύρου ἐκλέγειν. τῶν ξὺν αὑτῷ δὲ χρημάτων τὴν φυλακὴν ἀντὶ τούτων ἐπέτρεψεν Ἁρπάλῳ τῷ Μαχάτα ἄρτι ἐκ τῆς φυγῆς ἥκοντι. [3.6.5] Ἅρπαλος γὰρ τὰ μὲν πρῶτα ἔφυγε, Φιλίππου ἔτι βασιλεύοντος, ὅτι πιστὸς ἦν, καὶ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ἐπὶ τῷ αὐτῷ ἔφυγε καὶ Νέαρχος ὁ Ἀνδροτίμου καὶ Ἐριγύϊος ὁ Λαρίχου καὶ Λαομέδων ὁ τούτου ἀδελφός, ὅτι ὕποπτα ἦν Ἀλεξάνδρῳ ἐς Φίλιππον, ἐπειδὴ Εὐρυδίκην γυναῖκα ἠγάγετο Φίλιππος, Ὀλυμπιάδα δὲ τὴν Ἀλεξάνδρου μητέρα ἠτίμασε. [3.6.6] τελευτήσαντος δὲ Φιλίππου κατελθόντας ἀπὸ τῆς φυγῆς ὅσοι δι᾽ αὐτὸν ἔφευγον Πτολεμαῖον μὲν σωματοφύλακα κατέστησεν, Ἅρπαλον δὲ ἐπὶ τῶν χρημάτων, ὅτι αὐτῷ τὸ σῶμα ἐς τὰ πολέμια ἀχρεῖον ἦν, Ἐριγύϊον δὲ ἱππάρχην τῶν ξυμμάχων, Λαομέδοντα δὲ τὸν τούτου ἀδελφόν, ὅτι δίγλωσσος ἦν ἐς τὰ βαρβαρικὰ γράμματα, ἐπὶ τοῖς αἰχμαλώτοις βαρβάροις, Νέαρχον δὲ σατραπεύειν Λυκίας καὶ τῆς ἐχομένης Λυκίας χώρας ἔστε ἐπὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος. [3.6.7] ὀλίγον δὲ πρόσθεν τῆς μάχης τῆς ἐν Ἰσσῷ γενομένης ἀναπεισθεὶς πρὸς Ταυρίσκου ἀνδρὸς κακοῦ Ἅρπαλος φεύγει ξὺν Ταυρίσκῳ. καὶ ὁ μὲν Ταυρίσκος παρ᾽ Ἀλέξανδρον τὸν Ἠπειρώτην ἐς Ἰταλίαν σταλεὶς ἐκεῖ ἐτελεύτησεν, Ἁρπάλῳ δὲ ἐν τῇ Μεγαρίδι ἡ φυγὴ ἦν. ἀλλὰ Ἀλέξανδρος πείθει αὐτὸν κατελθεῖν πίστεις δοὺς οὐδέν οἱ μεῖον ἔσεσθαι ἐπὶ τῇ φυγῇ· οὐδὲ ἐγένετο ἐπανελθόντι, ἀλλὰ ἐπὶ τῶν χρημάτων αὖθις ἐτάχθη Ἅρπαλος. ἐς Λυδίαν δὲ σατράπην Μένανδρον ἐκπέμπει τῶν ἑταίρων· ἐπὶ δὲ τοῖς ξένοις, ὧν ἡγεῖτο Μένανδρος, Κλέαρχος αὐτῷ ἐτάχθη. [3.6.8] ἀντὶ δὲ Ἀρίμμα σατράπην Συρίας Ἀσκληπιόδωρον τὸν Εὐνίκου ἀπέδειξεν, ὅτι Ἀρίμμας βλακεῦσαι ἐδόκει αὐτῷ ἐν τῇ παρασκευῇ, ἥντινα ἐτάχθη παρασκευάσαι τῇ στρατιᾷ κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν ἄνω.
[3.7.1] Καὶ ἀφίκετο ἐς Θάψακον Ἀλέξανδρος μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθήνησιν Ἀριστοφάνους· καὶ καταλαμβάνει δυοῖν γεφύραιν ἐζευγμένον τὸν πόρον. καὶ γὰρ καὶ Μαζαῖος, ὅτῳ ἡ φυλακὴ τοῦ ποταμοῦ ἐκ Δαρείου ἐπετέτραπτο, ἱππέας μὲν ἔχων περὶ τρισχιλίους, ‹πεζοὺς δὲ..› καὶ τούτων Ἕλληνας μισθοφόρους δισχιλίους, τέως μὲν αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ποταμῷ ἐφύλασσε, [3.7.2] καὶ ἐπὶ τῷδε οὐ ξυνεχὴς ἡ γέφυρα ἐζευγμένη ἦν ἔστε ἐπὶ τὴν ἀντιπέρας ὄχθην τοῖς Μακεδόσι, δειμαίνουσι μὴ ἐπιθοῖντο οἱ ἀμφὶ Μαζαῖον τῇ γεφύρᾳ ἵνα ἐπαύετο· Μαζαῖος δὲ ὡς ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον, ᾤχετο φεύγων ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ. καὶ εὐθὺς ὡς ἔφυγε Μαζαῖος ἐπεβλήθησαν αἱ γέφυραι τῇ ὄχθῃ τῇ πέραν καὶ διέβη ἐπ᾽ αὐτῶν ξὺν τῇ στρατιᾷ Ἀλέξανδρος.

[3.6.4] Ο ίδιος άρχισε να βαδίζει ήδη προς το εσωτερικό κατευθυνόμενος προς τη Θάψακο και τον Ευφράτη ποταμό, αφού ανέθεσε στον Κοίρανο από τη Βέροια να συγκεντρώνει τους φόρους της Φοινίκης και στον Φιλόξενο να συλλέγει τους φόρους της Ασίας που βρίσκεται δυτικά του Ταύρου. Σε αντικατάστασή τους ανέθεσε τη διαφύλαξη των χρημάτων που είχε μαζί του στον Άρπαλο, τον γιο του Μαχάτα, που πρόσφατα είχε επιστρέψει από την εξορία. [3.6.5] Ο Άρπαλος αυτός εξορίστηκε για πρώτη φορά όταν ακόμη βασίλευε στη Μακεδονία ο Φίλιππος, επειδή ήταν πιστός στον Αλέξανδρο. Για τον ίδιο λόγο εξορίστηκαν τότε ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, και ο Νέαρχος, ο γιος του Ανδρότιμου, και ο Εριγύιος, ο γιος του Λαρίχου, καθώς και ο αδελφός του Λαομέδων, γιατί ο Αλέξανδρος υποψιαζόταν τον Φίλιππο, επειδή παντρεύτηκε την Ευρυδίκη και προσέβαλε τη μητέρα του Ολυμπιάδα. [3.6.6] Όταν όμως πέθανε ο Φίλιππος και επέστρεψαν από την εξορία όσοι είχαν εξοριστεί εξαιτίας του, ο Αλέξανδρος διόρισε τον Πτολεμαίο σωματοφύλακα, τον Άρπαλο θησαυροφύλακα, επειδή το σώμα του ήταν ακατάλληλο για πολεμική δράση, και τον Εριγύιο αρχηγό του συμμαχικού ιππικού. Στον αδελφό του Λαομέδοντα, που ήταν δίγλωσσος και γνώριζε την περσική γλώσσα, ανέθεσε την επίβλεψη των βαρβάρων αιχμαλώτων, ενώ τον Νέαρχο τον διόρισε σατράπη της Λυκίας και της περιοχής που συνόρευε με την Λυκία ως το όρος Ταύρο. [3.6.7] Λίγο πριν από τη μάχη που έγινε στην Ισσό ο Άρπαλος παρασύρθηκε από τον Ταυρίσκο, έναν αχρείο άνθρωπο, και έφυγε μαζί του. Ο Ταυρίσκος κατέφυγε στον Αλέξανδρο (βασιλιά) της Ηπείρου, που τον έστειλε στην Ιταλία, όπου και πέθανε· ο Άρπαλος κατέφυγε στη Μεγαρίδα. Ο Αλέξανδρος όμως τον έπεισε να επιστρέψει διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα πάθαινε τίποτε εξαιτίας της φυγής του· ούτε έπαθε τίποτε ο Άρπαλος όταν επέστρεψε, αλλ᾽ ανέλαβε και πάλι την διαχείριση των χρημάτων. Στη Λυδία ο Αλέξανδρος απέστειλε σατράπη έναν από τους εταίρους, τον Μένανδρο, και διόρισε τον Κλέαρχο αρχηγό των μισθοφόρων, τους οποίους προηγουμένως διοικούσε ο Μένανδρος. [3.6.8] Διόρισε επίσης σατράπη της Συρίας τον Ασκληπιόδωρο, τον γιο του Ευνίκου, στη θέση του Αρίμμα, επειδή σχημάτισε τη γνώμη ότι ο Αρίμμας αποδείχθηκε νωθρός στην προετοιμασία που τον διέταξε να κάμει για τον στρατό, ο οποίος θα βάδιζε προς το εσωτερικό της Περσίας.
[3.7.1] Κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Αριστοφάνης, έφθασε ο Αλέξανδρος στη Θάψακο, όπου βρήκε τον ποταμό γεφυρωμένο με δύο γέφυρες. Γιατί ο Μαζαίος, στον οποίο ο Δαρείος είχε αναθέσει τη φρούρηση του ποταμού, για κάμποσο χρόνο φρουρούσε εκεί κοντά στον ποταμό με τρεις χιλιάδες περίπου ιππείς ‹και πεζούς…›, από τους οποίους οι δύο χιλιάδες ήταν Έλληνες μισθοφόροι· [3.7.2] γι᾽ αυτόν τον λόγο δεν είχε ολοκληρωθεί η γέφυρα από τους Μακεδόνες ως την απέναντι όχθη, επειδή αυτοί φοβήθηκαν μήπως επιτεθούν οι άνδρες του Μαζαίου στο σημείο όπου βρισκόταν η άκρη της γέφυρας. Ο Μαζαίος όμως, μόλις πληροφορήθηκε ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος, σηκώθηκε και έφυγε με όλον τον στρατό του. Αμέσως μετά τη φυγή του Μαζαίου τοποθετήθηκαν οι γέφυρες στην απέναντι όχθη του ποταμού και πέρασε πάνω από αυτές ο Αλέξανδρος με τον στρατό του.