Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.28.4-3.29.1)

[3.28.4] Ἐν τούτῳ δὲ Ἀλέξανδρος πρὸς τὸν Καύκασον τὸ ὄρος ἦγεν, ἵνα καὶ πόλιν ἔκτισε καὶ ὠνόμασεν Ἀλεξάνδρειαν· καὶ θύσας ἐνταῦθα τοῖς θεοῖς ὅσοις νόμος αὐτῷ ὑπερέβαλε τὸ ὄρος τὸν Καύκασον, σατράπην μὲν τῇ χώρᾳ ἐπιτάξας Προέξην, ἄνδρα Πέρσην, τῶν δὲ ἑταίρων Νειλόξενον τὸν Σατύρου ἐπίσκοπον ξὺν στρατιᾷ ἀπολιπών.
[3.28.5] Τὸ δὲ ὄρος ὁ Καύκασος ὑψηλὸν μέν ἐστιν ὥσπερ τι ἄλλο τῆς Ἀσίας, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος, ψιλὸν δὲ τὸ πολὺ αὐτοῦ τό γε ταύτῃ. μακρὸν γὰρ ὄρος παρατέταται ὁ Καύκασος, ὥστε καὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος, ὃς δὴ τὴν Κιλικίαν τε καὶ Παμφυλίαν ἀπείργει, ἀπὸ τοῦ Καυκάσου εἶναι λέγουσι καὶ ἄλλα ὄρη μεγάλα, ἀπὸ τοῦ Καυκάσου διακεκριμένα ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐπωνυμίᾳ κατὰ ἤθη τὰ ἑκάστων. [3.28.6] ἀλλὰ ἔν γε τούτῳ τῷ Καυκάσῳ οὐδὲν ἄλλο ὅτι μὴ τέρμινθοι πεφύκασι καὶ σίλφιον, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος· ἀλλὰ καὶ ὣς ἐπῳκεῖτο πολλοῖς ἀνθρώποις καὶ πρόβατα πολλὰ καὶ κτήνη ἐνέμοντο, ὅτι καὶ χαίρουσι τῷ σιλφίῳ τὰ πρόβατα, καὶ εἰ ἐκ πολλοῦ πρόβατον σιλφίου αἴσθοιτο, καὶ θεῖ ἐπ᾽ αὐτὸ καὶ τό τε ἄνθος ἐπινέμεται καὶ τὴν ῥίζαν ἀνορύττον καὶ ταύτην κατεσθίει. [3.28.7] ἐπὶ τῷδε ἐν Κυρήνῃ ὡς μακροτάτῳ ἀπελαύνουσι τὰς ποίμνας τῶν χωρίων, ἵνα αὐτοῖς τὸ σίλφιον φύεται. οἱ δὲ καὶ περιφράσσουσι τὸν χῶρον, τοῦ μηδὲ εἰ πελάσειεν αὐτῷ πρόβατα, δυνατὰ γενέσθαι εἴσω παρελθεῖν, ὅτι πολλοῦ ἄξιον Κυρηναίοις τὸ σίλφιον.
[3.28.8] Βῆσσος δὲ ἔχων ἀμφ᾽ αὑτὸν Περσῶν τε τοὺς μετασχόντας αὐτῷ τῆς Δαρείου συλλήψεως καὶ αὐτῶν Βακτρίων ἐς ἑπτακισχιλίους καὶ Δάας τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ ἐποικοῦντας ἔφθειρε τὴν ὑπὸ τῷ ὄρει τῷ Καυκάσῳ, ὡς ἐρημίᾳ τε τῆς χώρας τῆς ἐν μέσῳ αὑτοῦ τε καὶ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἀπείρξων Ἀλέξανδρον τοῦ μὴ ἐλαύνειν πρόσω. [3.28.9] ἀλλὰ Ἀλέξανδρος ἤλαυνεν οὐδὲν μεῖον, χαλεπῶς μὲν διά τε χιόνος πολλῆς καὶ ἐνδείᾳ τῶν ἀναγκαίων, ᾔει δὲ ὅμως. Βῆσσος δέ, ἐπεὶ ἐξηγγέλλετο αὐτῷ οὐ πόρρω ἤδη ὢν Ἀλέξανδρος, διαβὰς τὸν Ὄξον ποταμὸν τὰ μὲν πλοῖα ἐφ᾽ ὧν διέβη κατέκαυσεν, αὐτὸς δὲ ἐς Ναύτακα τῆς Σογδιανῆς χώρας ἀπεχώρει. [3.28.10] εἵποντο δὲ αὐτῷ οἵ τε ἀμφὶ Σπιταμένην καὶ Ὀξυάρτην, ἔχοντες τοὺς ἐκ τῆς Σογδιανῆς ἱππέας, καὶ Δάαι οἱ ἀπὸ τοῦ Τανάϊδος. οἱ δὲ τῶν Βακτρίων ἱππεῖς ὡς φεύγειν ἐγνωκότα ἔμαθον Βῆσσον, ἄλλος ἄλλῃ ἐπὶ τὰ σφῶν ἕκαστοι ἀπηλλάγησαν.
[3.29.1] Ἀλέξανδρος δὲ ἐς Δράψακα ἀφικόμενος καὶ ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν ἐς Ἄορνόν τε ἦγε καὶ Βάκτρα, αἳ δὴ μέγισταί εἰσι πόλεις ἐν τῇ Βακτρίων χώρᾳ. καὶ ταύτας τε ἐξ ἐφόδου ἔλαβε καὶ φυλακὴν ἐν τῇ ἄκρᾳ τῆς Ἀόρνου ἀπέλιπε καὶ ἐπὶ ταύτης Ἀρχέλαον τὸν Ἀνδρόκλου τῶν ἑταίρων· τοῖς δὲ ἄλλοις Βακτρίοις οὐ χαλεπῶς προσχωρήσασιν ἐπέταξε σατράπην Ἀρτάβαζον τὸν Πέρσην.

[3.28.4] Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος προχωρούσε προς το όρος Καύκασο, όπου ίδρυσε πόλη, και την ονόμασε Αλεξάνδρεια· εδώ, αφού πρόσφερε θυσία στους θεούς, στους οποίους συνήθιζε να θυσιάζει, πέρασε το όρος Καύκασο, τοποθετώντας σατράπη στη χώρα τον Πέρση Προέξη και αφήνοντας ως επόπτη της περιοχής με στρατό τον Νειλόξενο, τον γιο του Σατύρου, έναν από τους εταίρους.
[3.28.5] Το όρος Καύκασος είναι το ψηλότερο βουνό της Ασίας, όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι γυμνό, στην αποδώ τουλάχιστον πλευρά του. Γιατί το βουνό αυτό απλώνεται σε μεγάλη έκταση, ώστε ακόμη και ο Ταύρος, το βουνό που, όπως είναι γνωστό, χωρίζει την Κιλικία από την Παμφυλία, λένε ότι αποτελεί πράγματι μέρος του Καυκάσου, καθώς και άλλα μεγάλα βουνά, τα οποία διακρίνονται από τον Καύκασο με διάφορα ονόματα, ανάλογα με τις συνήθειες του κάθε λαού. [3.28.6] Σε αυτόν ιδιαίτερα τον Καύκασο τίποτε άλλο δεν ευδοκιμεί εκτός από την τέρμινθο και το σίλφιο, όπως λέγει ο Αριστόβουλος. Παρ᾽ όλα αυτά και πολλοί άνθρωποι κατοικούσαν εκεί και πολλά πρόβατα και αγέλες έβοσκαν, επειδή στα πρόβατα αρέσει το σίλφιο και, αν το μυριστούν από μακριά, τρέχουν προς το μέρος του, κορφολογούν το άνθος του και μετά τραβούν τη ρίζα του και την τρώνε και αυτήν. [3.28.7] Για τον λόγο αυτόν στην Κυρήνη απομακρύνουν όσο γίνεται πιο πολύ τα κοπάδια από τους χώρους, όπου φυτρώνει το σίλφιο. Μερικοί μάλιστα περιφράσσουν και τους χώρους αυτούς, ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να μπουν μέσα, ακόμη και αν τους πλησιάσουν, γιατί το σίλφιο είναι πολύτιμο προϊόν για τους Κυρηναίους.
[3.28.8] Ο Βήσσος όμως κατέστρεψε την περιοχή που βρισκόταν στις υπώρειες του Καυκάσου έχοντας μαζί του τους Πέρσες που τον βοήθησαν να συλλάβει τον Δαρείο, επτά περίπου χιλιάδες ντόπιους Βακτριανούς και τους Δάες, που κατοικούσαν στην αποδώ μεριά του ποταμού Τανάιδος. Σκοπός του Βήσσου ήταν να παρεμποδίσει τον Αλέξανδρο να προχωρήσει πιο πέρα, επειδή η περιοχή ανάμεσά τους ήταν έρημη και υπήρχε έλλειψη τροφίμων. [3.28.9] Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος προχωρούσε με δυσκολία βέβαια, επειδή βάδιζε μέσα από πυκνό χιόνι και επειδή του έλειπαν τα αναγκαία τρόφιμα, αλλά προχωρούσε. Μόλις πληροφορήθηκε ο Βήσσος ότι δεν βρισκόταν πια μακριά του ο Αλέξανδρος, πέρασε τον ποταμό Ώξο, έκαψε εντελώς τα πλοία, με τα οποία τον είχε περάσει, και αποχώρησε στην πόλη Ναύτακα της Σογδιανής. [3.28.10] Τον ακολούθησε ο στρατός του Σπιταμένη και του Οξυάρτη, μαζί με τους ιππείς της Σογδιανής καθώς και οι Δάες από τον Τάναϊν. Οι Βακτριανοί όμως ιππείς, μόλις έμαθαν ότι ο Βήσσος αποφάσισε να φύγει από τη χώρα τους, σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις και πήγαν στα μέρη τους.
[3.29.1] Ο Αλέξανδρος έφθασε στα Δράψακα και, αφού ξεκούρασε εκεί τον στρατό του, προχώρησε προς την Άορνο και τα Βάκτρα, που είναι οι μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής. Τις κατέλαβε με έφοδο και άφησε φρουρά στην ακρόπολη της Αόρνου και διοικητή της τον Αρχέλαο, τον γιο του Ανδρόκλου, έναν από τους εταίρους· στους υπόλοιπους Βακτριανούς, που εύκολα προσχώρησαν σε αυτόν, όρισε σατράπη τον Πέρση Αρτάβαζο.