Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.29.2-3.30.3)

[3.29.2] Αὐτὸς δὲ ἦγεν ὡς ἐπὶ τὸν Ὄξον ποταμόν. ὁ δὲ Ὄξος ῥέει μὲν ἐκ τοῦ ὄρους τοῦ Καυκάσου, ἔστι δὲ ποταμῶν μέγιστος τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅσους γε δὴ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ ἐπῆλθον, πλὴν τῶν Ἰνδῶν ποταμῶν· οἱ δὲ Ἰνδοὶ πάντων ποταμῶν μέγιστοί εἰσιν. ἐξίησι δὲ ὁ Ὄξος ἐς τὴν μεγάλην θάλασσαν τὴν κατὰ Ὑρκανίαν. [3.29.3] διαβάλλειν δὲ ἐπιχειροῦντι αὐτῷ τὸν ποταμὸν πάντῃ ἄπορον ἐφαίνετο· τὸ μὲν γὰρ εὖρος ἦν ἐς ἓξ μάλιστα σταδίους, βάθος δὲ οὐ πρὸς λόγον τοῦ εὔρους, ἀλλὰ πολὺ δή τι βαθύτερος καὶ ψαμμώδης καὶ ῥεῦμα ὀξύ‹ς›, ὡς τὰ καταπηγνύμενα πρὸς αὐτοῦ τοῦ ῥοῦ ἐκστρέφεσθαι ἐκ τῆς γῆς οὐ χαλεπῶς, οἷα δὴ οὐδὲ βεβαίως κατὰ τῆς ψάμμου ἱδρυμένα. [3.29.4] ἄλλως τε καὶ ἀπορία ὕλης ἐν τοῖς πόνοις ἦν καὶ τριβὴ πολλὴ ἐφαίνετο, εἰ μακρόθεν μετίοιεν ὅσα ἐς γεφύρωσιν τοῦ πόρου. ξυναγαγὼν οὖν τὰς διφθέρας, ὑφ᾽ αἷς ἐσκήνουν οἱ στρατιῶται, φορυτοῦ ἐμπλῆσαι ἐκέλευσεν ὡς ξηροτάτου καὶ καταδῆσαί τε καὶ ξυρράψαι ἀκριβῶς, τοῦ μὴ ἐσδύεσθαι ἐς αὐτὰς τοῦ ὕδατος. ἐμπλησθεῖσαι δὲ καὶ ξυρραφεῖσαι ἱκαναὶ ἐγένοντο διαβιβάσαι τὴν στρατιὰν ἐν πέντε ἡμέραις.
[3.29.5] Πρὶν δὲ διαβαίνειν τὸν ποταμὸν τῶν τε Μακεδόνων ἐπιλέξας τοὺς πρεσβυτάτους καὶ ἤδη ἀπολέμους καὶ τῶν Θεσσαλῶν τοὺς ἐθελοντὰς καταμείναντας ἐπ᾽ οἴκου ἀπέστειλεν. ἐκπέμπει δὲ καὶ Στασάνορα, ἕνα τῶν ἑταίρων, ἐς Ἀρείους, προστάξας Ἀρσάκην μὲν τὸν σατράπην τῶν Ἀρείων ξυλλαβεῖν, ὅτι ἐθελοκακεῖν αὐτῷ Ἀρσάκης ἔδοξεν, αὐτὸν δὲ σατράπην εἶναι ἀντ᾽ ἐκείνου Ἀρείων.
[3.29.6] Περάσας δὲ τὸν Ὄξον ποταμὸν ἦγε κατὰ σπουδήν, ἵνα Βῆσσον εἶναι ξὺν τῇ δυνάμει ἐπυνθάνετο. καὶ ἐν τούτῳ ἀφικνοῦνται παρὰ Σπιταμένους καὶ Δαταφέρνου πρὸς αὐτὸν ἀγγέλλοντες, ὅτι Σπιταμένης καὶ Δαταφέρνης, εἰ πεμφθείη αὐτοῖς καὶ ὀλίγη στρατιὰ καὶ ἡγεμὼν τῇ στρατιᾷ, ξυλλήψονται Βῆσσον καὶ παραδώσουσιν Ἀλεξάνδρῳ· ἐπεὶ καὶ νῦν ἀδέσμῳ φυλακῇ φυλάσσεσθαι πρὸς αὐτῶν Βῆσσον. [3.29.7] ταῦτα ὡς ἤκουσεν Ἀλέξανδρος, αὐτὸς μὲν ἀναπαύων ἦγε τὴν στρατιὰν σχολαίτερον ἢ πρόσθεν, Πτολεμαῖον δὲ τὸν Λάγου ἀποστέλλει τῶν τε ἑταίρων ἱππαρχίας τρεῖς ἄγοντα καὶ τοὺς ἱππακοντιστὰς ξύμπαντας, πεζῶν δὲ τήν τε Φιλώτα τάξιν καὶ τῶν ὑπασπιστῶν χιλιαρχίαν μίαν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας πάντας καὶ τῶν τοξοτῶν τοὺς ἡμίσεας, σπουδῇ ἐλαύνειν κελεύσας ὡς Σπιταμένην τε καὶ Δαταφέρνην. καὶ Πτολεμαῖος ᾔει ὡς ἐτέτακτο, καὶ διελθὼν ἐν ἡμέραις τέτταρσι σταθμοὺς δέκα ἀφικνεῖται ἐς τὸ στρατόπεδον, οὗ τῇ προτεραίᾳ ηὐλισμένοι ἦσαν οἱ ἀμφὶ τὸν Σπιταμένην βάρβαροι.
[3.30.1] Ἐνταῦθα ἔμαθε Πτολεμαῖος ὅτι οὐ βεβαία τῷ Σπιταμένει καὶ Δαταφέρνῃ ἡ γνώμη ἐστὶν ἀμφὶ τῇ παραδόσει τοῦ Βήσσου. τοὺς μὲν δὴ πεζοὺς κατέλιπε, προστάξας ἕπεσθαι ἐν τάξει, αὐτὸς δὲ ξὺν τοῖς ἱππεῦσιν ἐλάσας ἀφίκετο πρὸς κώμην τινά, ἵνα ὁ Βῆσσος ἦν ξὺν ὀλίγοις στρατιώταις. [3.30.2] οἱ γὰρ ἀμφὶ τὸν Σπιταμένην μετακεχωρήκεσαν ἤδη ἐκεῖθεν, καταιδεσθέντες αὐτοὶ παραδοῦναι τὸν Βῆσσον. Πτολεμαῖος δὲ περιστήσας ἐν κύκλῳ τῆς κώμης τοὺς ἱππέας (ἦν γάρ τι καὶ τεῖχος περιβεβλημένον καὶ πύλαι κατ᾽ αὐτό) ἐπεκηρυκεύετο τοῖς ἐν τῇ κώμῃ βαρβάροις ἀπαθεῖς σφᾶς ἀπαλλάσσεσθαι παραδόντας Βῆσσον. οἱ δὲ ἐδέχοντο τοὺς ξὺν Πτολεμαίῳ ἐς τὴν κώμην. [3.30.3] καὶ Πτολεμαῖος ξυλλαβὼν Βῆσσον ὀπίσω ἐπανῄει. προπέμψας δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρον, ὅπως χρὴ ἐς ὄψιν ἄγειν Ἀλεξάνδρου Βῆσσον. καὶ Ἀλέξανδρος γυμνὸν ἐν κλοιῷ δήσαντα οὕτως ἄγειν ἐκέλευσε καὶ καταστήσαντα ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ, ᾗ αὐτός τε καὶ ἡ στρατιὰ παρελεύσεσθαι ἔμελλε. καὶ Πτολεμαῖος οὕτως ἐποίησεν.

[3.29.2] Ο ίδιος προχώρησε προς τον Ώξο ποταμό, ο οποίος πηγάζει από το όρος Καύκασο και είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ασίας, από όσους τουλάχιστον πέρασε ο Αλέξανδρος και ο στρατός του, εκτός από τους ποταμούς των Ινδιών· οι ποταμοί των Ινδιών είναι οι μεγαλύτεροι από όλους. Ο Ώξος ποταμός χύνεται στη μεγάλη θάλασσα, που βρίσκεται στην Υρκανία. [3.29.3] Όταν επιχείρησε ο Αλέξανδρος να διαβεί τον ποταμό, συνάντησε ανυπέρβλητες δυσκολίες· γιατί το πλάτος του ήταν έξι περίπου σταδίους και το βάθος του δυσανάλογο προς το πλάτος· ήταν πράγματι βαθύτερος από το κανονικό, η κοίτη του αμμώδης, και το ρεύμα του ορμητικό, ώστε παρασύρονταν με ευκολία τα αντικείμενα που έμπηγαν στην κοίτη του, γιατί βέβαια δεν μπορούσαν να τα στερεώσουν στην άμμο. [3.29.4] Εκτός από αυτό και η έλλειψη ξυλείας ήταν ανάμεσα στις δυσκολίες και ήταν φανερό ότι θα αργοπορούσαν πολύ, αν μετέφεραν από μακριά τα υλικά που χρειάζονταν για τη γεφύρωση του ποταμού. Μάζεψε λοιπόν τα δέρματα, που χρησιμοποιούσαν για κατασκήνωση οι στρατιώτες, και διέταξε να τα γεμίσουν με όσο γινόταν πιο ξερό χορτάρι, να τα δέσουν γερά και να τα ράψουν σφιχτά το ένα με το άλλο, ώστε να μην περνά μέσα το νερό. Αφού λοιπόν τα γέμισαν και τα έραψαν σφιχτά, μπόρεσαν να μεταφέρουν με αυτά τον στρατό απέναντι μέσα σε πέντε μέρες.
[3.29.5] Πριν περάσει τον ποταμό ο Αλέξανδρος, ξεχώρισε τους πιο ηλικιωμένους Μακεδόνες, που ήταν πια ακατάλληλοι για μάχη, καθώς και τους Θεσσαλούς, που είχαν παραμείνει ως εθελοντές, και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα. Έστειλε επίσης τον Στασάνορα, έναν από τους εταίρους, στην Αρεία και τον διέταξε να συλλάβει τον Αρσάκη, τον σατράπη των Αρείων, επειδή εκούσια παραμελούσε τα στρατιωτικά του καθήκοντα, και να πάρει αυτός τη θέση του ως σατράπης των Αρείων.
[3.29.6] Μετά πέρασε τον Ώξο ποταμό και βάδισε γρήγορα προς το μέρος, όπου μάθαινε ότι βρισκόταν ο Βήσσος με τον στρατό του. Στο μεταξύ παρουσιάστηκαν στον Αλέξανδρο αγγελιαφόροι του Σπιταμένη και του Δαταφέρνη, που του ανέφεραν ότι αυτοί οι δύο θα συνελάμβαναν τον Βήσσο και θα του τον παρέδιναν, αν τους απέστελλε έστω και μικρή στρατιωτική δύναμη με έναν αρχηγό να την διοικεί· γιατί, έλεγαν, κρατούν και τώρα τον Βήσσο υπό περιορισμό, όχι όμως και δέσμιο. [3.29.7] Μόλις πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, άρχισε να οδηγεί τον στρατό του με βραδύτερο ρυθμό από πριν, για να τον ξεκουράσει. Έστειλε όμως τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, με τρεις ιππαρχίες των εταίρων, με όλους τους έφιππους ακοντιστές και από τους πεζούς το τάγμα του Φιλώτα, μία χιλιαρχία υπασπιστών, όλους τους Αγριάνες και τους μισούς τοξότες, και τον διέταξε να προχωρήσει γρήγορα προς τον Σπιταμένη και τον Δαταφέρνη. Ο Πτολεμαίος προχώρησε γρήγορα, όπως είχε διαταχθεί, και αφού διέτρεξε μέσα σε τέσσερις ημέρες απόσταση δέκα ημερών, έφθασε στο στρατόπεδο, όπου την προηγούμενη μέρα είχαν κατασκηνώσει οι βάρβαροι μαζί με τον Σπιταμένη.
[3.30.1] Εκεί έμαθε ο Πτολεμαίος ότι η απόφαση του Σπιταμένη και του Δαταφέρνη για την παράδοση του Βήσσου δεν ήταν σίγουρη. Άφησε λοιπόν πίσω τους πεζούς, αφού τους διέταξε να ακολουθούν με κανονική πορεία, ενώ ο ίδιος προχώρησε γρήγορα με τους ιππείς και έφθασε σε ένα χωριό, όπου βρισκόταν ο Βήσσος με λίγους στρατιώτες. [3.30.2] Οι στρατιώτες του Σπιταμένη είχαν ήδη αποσυρθεί από εκεί, επειδή ντράπηκαν να παραδώσουν οι ίδιοι τον Βήσσο. Ο Πτολεμαίος περικύκλωσε με τους ιππείς του το χωριό —γιατί περιβαλλόταν από τείχος που είχε και πύλες— και πρότεινε με κήρυκα στους βάρβαρους κατοίκους του ότι θα τους άφηνε να φύγουν χωρίς να πάθουν τίποτα, αν του παρέδιναν τον Βήσσο. Αυτοί δέχθηκαν στο χωριό τους τον Πτολεμαίο με τους άντρες του. [3.30.3] Ο Πτολεμαίος τότε συνέλαβε τον Βήσσο και γύρισε πίσω, αφού προηγουμένως έστειλε έναν αγγελιαφόρο του στον Αλέξανδρο να τον ρωτήσει, με ποιόν τρόπο ήθελε να του παρουσιάσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος διέταξε να τον φέρει γυμνό, φορώντας περιλαίμιο και να τον στήσει στα δεξιά του δρόμου, από όπου επρόκειτο να περάσει ο ίδιος και ο στρατός του. Και ο Πτολεμαίος έκαμε όπως τον διέταξε.