Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (2.73-2.96)


καλός. ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν [στρ. δ]
ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ᾽ ἀπάταισι θυ-
μὸν τέρπεται ἔνδοθεν,
75 οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ᾽ αἰεὶ βροτῷ.
ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες,
ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι.
κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει;
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν
80 σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελ-
λὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας.

ἀδύνατα δ᾽ ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς [αντ. δ]
δόλιον ἀστόν· ὅμως μὰν σαίνων ποτὶ πάντας ἄ-
ταν πάγχυ διαπλέκει.
οὔ οἱ μετέχω θράσεος. φίλον εἴη φιλεῖν·
ποτὶ δ᾽ ἐχθρὸν ἅτ᾽ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι,
85 ἄλλ᾽ ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς.
ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει,
παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός,
χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι. χρὴ
δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν,

ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ᾽ αὖθ᾽ ἑτέροις [επωδ. δ]
ἔδωκεν μέγα κῦδος. ἀλλ᾽ οὐδὲ ταῦτα νόον
90 ἰαίνει φθονερῶν· στάθμας δέ τινες ἑλκόμενοι
περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλ-
κος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ,
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν.
φέρειν δ᾽ ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγόν
ἀρήγει· ποτὶ κέντρον δέ τοι
95 λακτιζέμεν τελέθει
ὀλισθηρὸς οἶμος· ἁδόν-
τα δ᾽ εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν.


πάντα όμορφο. Ευτυχισμένος είναι ο Ραδάμανθης, [στρ. δ]
γιατί έλαχε του νου καρπό αψεγάδιαστο,
και η καρδιά του δεν χαίρεται μ᾽ απάτες
75που των ψιθυριστών το πονηρό μυαλό γεννοβολά.
Αμάχητο κακό και για τους δύο των διαβολών οι χαλκευτές,
ω πόσο μοιάζουν με τις παμπόνηρες αλεπούδες!
Αλλά όσο για το κέρδος, τί διάφορο τους μένει;
80Καθώς τα υπόλοιπα σύνεργα στα βάθη τη δουλειά τους κάνουν,
αβύθιστος εγώ επιπλέω σαν τον φελλό
στην άρμη τη θαλασσινή επάνω.

Από του δολερού τα χείλη αδύνατο να βγει [αντ. δ]
λόγος που να ᾽χει κύρος για τον σωστό πολίτη·
κι όμως, τους πάντες κολακεύοντας,
απάτες όλο μηχανεύεται. Τέτοια θρασύτητα ας κρατηθεί μακριά μου!
Τον φίλο μου είθε ν᾽ αγαπώ· στον εχθρό μου όμως σαν εχθρός θα φερθώ,
κι απάνω του σαν λύκος θα ριχτώ, κάθε φορά κι αλλιώτικους
85δρόμους λοξούς πατώντας.
Όποιος μιλάει σωστά παντού θα ξεχωρίζει,
κι όπου υπάρχει τύραννος,
κι όπου ο ασυγκράτητος λαός προστάζει,
κι όπου οι σοφοί την πόλη κυβερνούνε.
Με τον θεό, ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να τα βάζει·

ο θεός πότε εκείνους ανυψώνει [επωδ. δ]
και άλλοτε πάλι σε άλλους μεγάλη δίνει δόξα.
90Μα ούτε αυτό των φθονερών τον νου δεν γαληνεύει,
αλλά, μια στάφνη πολύ μεγάλη με βία τραβώντας,
οδυνηρή ανοίγουνε πληγή στην ίδια την καρδιά τους,
προτού πετύχουν ό,τι μες στο μυαλό τους έχει μπει.
Τον ζυγό στον αυχένα όποιος πήρε
και μ᾽ ελαφριά καρδιά τον σηκώνει
κέρδος έχει· τη βουκέντρα να κλωτσάς
95είναι δρόμος γλιστερός.
Είθε στους αγαθούς να είμαι αρεστός
και μ᾽ αυτούς να κάνω συντροφιά.


πάντα του ωραίος, μα ο Ραδάμανθυς μέγας υψώθηκε [στρ. δ]
γιατί του ᾽λαχε ο αμίμητος της σοφίας καρπός
κι ουδ᾽ ευφραίνεται μέσα η ψυχή του σε απάτες,
75που οι ραδιούργοι με τέχνη στ᾽ αυτί ψιθυρίζουνε πάντα.
Είναι κατάρα κακή και στους δυο
όσοι ζιζάνια σπέρνουν κρυφά,
αλεπούδες στον τρόπο σωστές κι απαράλλαχτες.
Μα όσο για κέρδος, ποιά ωφέλεια θα ᾽χουνε τάχα;
γιατ᾽ εγώ, ενώ τ᾽ άλλο το δίχτυ δουλεύει στον πάτο βαθιά,
80μένω αβύθιστος σαν το φελλό
στης θάλασσας πάνω την άπλα.

Σε ανθρώπους σωστούς είναι αδύνατο [αντ. δ]
να πιάσουν τα λόγια που βάζει ο επίβουλος.
Κι όμως σ᾽ όλους αυτός την ουρά του κουνώντας
δεν παύει να πλέκει τα ολέθρια του βρόχια.
Αγύρευτο να ᾽ναι το θράσος του· ας είναι
τους φίλους μου εγώ ν᾽ αγαπώ,
μα στον εχθρό μου, εχθρός του αφού είμαι,
σα λύκος θα ιδώ πώς να τους έβγω μπροστά
85λοξοδρομώντας μια δώθε μια κείθε κρυφά.
Ο ευθύγλωσσος άνθρωπος ξεχωρίζει παντού,
σε βασιλείς κι εκεί όπου ο λάβρος λαός
και κει όπου οι σοφοί κυβερνούνε το κράτος.
Μόνο δεν πρέπει κανείς με το θεό να τα βάζει,

που πότ᾽ εκείνους υψώνει και πότε σ᾽ αυτούς [επωδ. δ]
έδωσε δόξα μεγάλη· μα μήτε κι αυτά
90των φθονερών την ψυχή θεραπεύουν,
που περίσσια τη στάφνη τεντώνοντας
κάρφωσαν πρώτα βαριά στην καρδιά των την ίδια πληγή,
πριν ό,τι βάζουν στο νου των πετύχουν.
Συμφέρει ελαφρά να σηκώνει κανείς το ζυγό
που στον τράχηλο πάρει·
γιατί ᾽ναι δρόμος πολύ γλιστερός
95να λαχτίζει κανένας στα κέντρα.
Είθ᾽ ανάμεσα πάντα να ζω σε καλούς και ν᾽ αρέσω.