Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (3.93-3.115)


καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ᾽ ἀμφοτέροις, [στρ. ε]
καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυ-
σέαις ἐν ἕδραις, ἕδνα τε
95 δέξαντο· Διὸς δὲ χάριν
ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων
ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ᾽ αὖτε χρόνῳ
τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις
εὐφροσύνας μέρος αἱ
τρεῖς· ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατήρ
ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ.

100 τοῦ δὲ παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα [αντ. ε]
τίκτεν ἐν Φθίᾳ Θέτις, ἐν πολέμῳ τό-
ξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπών
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος
ἐκ Δαναῶν γόον. εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει
θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ πρὸς μακάρων
τυγχάνοντ᾽ εὖ πασχέμεν. ἄλλοτε δ᾽ ἀλλοῖαι πνοαί
105 ὑψιπετᾶν ἀνέμων.
ὄλβος {δ᾽} οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται
σάος, πολὺς εὖτ᾽ ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται.

σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις [επωδ. ε]
ἔσσομαι, τὸν δ᾽ ἀμφέποντ᾽ αἰεὶ φρασίν
δαίμον᾽ ἀσκήσω κατ᾽ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν.
110 εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι,
ἐλπίδ᾽ ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω.
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν᾽, ἀνθρώπων φάτις,
ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοί
ἅρμοσαν, γινώσκομεν· ἁ δ᾽ ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς
115 χρονία τελέθει· παύροις δὲ πράξασθ᾽ εὐμαρές.


Θεοί και στων δυονών καθήσαν το τραπέζι, [στρ. ε]
κι είδαν του Κρόνου τα παιδιά, τους ηγεμόνες,
να κάθονται σε θρόνους χρυσούς, και δώρα τους δεχτήκαν·
95και με του Δία τη χάρη από τα βάσανα τ᾽ αλλοτινά λυτρώθηκαν,
κι έτσι η καρδιά τους πάλι ολόρθη εστάθη.
Όμως με τον καιρό του ενός τις τρεις θυγατέρες τις βρήκαν βάσανα
φριχτά που το μερίδιο της χαράς το εξανέμισαν.
Ωστόσο, πάλι σε λίγο ο αφέντης Δίας ήρθε
στην ποθητή κλίνη της χιονοβράχιονης Θυώνης.

Και του άλλου ο γιος, ο μονάκριβος, που η Θέτιδα η αθάνατη [αντ. ε]
100στη Φθία είχε γεννήσει,
στον πόλεμο από σαΐτα έχασε τη ζωή του
και, σαν τον καίγαν στην πυρά, θρήνο στους Δαναούς ξεσήκωσε.
Όποιος γνωρίζει απ᾽ τους θνητούς τον δρόμο της αλήθειας
ξέρει καλά να χαίρεται τα δώρα των μακάρων,
105γιατί μια έτσι και μια αλλιώς φυσούν στα ύψη οι πνοές των ανέμων.
Ακέρια δεν βαστάει πολύ για τους ανθρώπους η ευτυχία,
σαν έρθει άφθονη.

Στα μικρά θα ᾽μαι μικρός, και στα μεγάλα μέγας. [επωδ. ε]
Την τύχη που μου έλαχε όπως και νά ᾽ρθει
με την καρδιά μου θα την τιμήσω
και κατά τη δύναμή μου θα την υπηρετώ.
110Κι αν ο θεός άφθονο τον πλούτο μού χαρίσει,
με τον καιρό δόξα τρανή ελπίζω ν᾽ αποχτήσω.
Τον Νέστορα και τον Λύκιο Σαρπηδόνα —όλοι μιλούν γι᾽ αυτούς—
τους ξέρουμε απ᾽ τα μελωδικά τραγούδια
που άξιοι συνταίριαξαν τεχνίτες·
115με τα λαμπρά τραγούδια η αρετή ζει μέσα στον χρόνο,
αλλά σε λίγους έχει δοθεί αθάνατοι να μείνουν.


Κι έφαγαν στα τραπέζια και των δυο θεοί [στρ. ε]
κι είδαν τ᾽ αθάνατα παιδιά του Κρόνου
στις χρυσές έδρες των και δέχτηκαν
του γάμου δώρ᾽ από τα χέρια των
95και με του Δία τη χάρη
μετά τους μόχτους των τους πρωτυτερινούς
έστησαν όρθιες τις καρδιές των πάλι.
Ξανά κατόπι από καιρό
τον ένα, οι θυγατέρες του τον στέρησαν
με τις σκληρές τις συμφορές των
μέρος από την ευτυχία του,
οι τρείς — γιατί ο πατέρας πάλι ο Δίας
ήρθε σ᾽ ερωτικό γλυκοσυνταίριασμα
με τη λευκώλενη Θυώνη.

100Και του άλλου πάλι ο γιος, μοναχογιός, [αντ. ε]
που γέννησε η αθάνατη στη Φθία η Θέτη,
με σαϊτιά στον πόλεμο χάνοντας τη ζωή του,
θρήνο μεγάλο σήκωσε στους Δαναούς
όταν καιόνταν στην πυράν επάνω.
Και γι᾽ αυτό πρέπει ο άνθρωπος,
οπού το δρόμο ξέρει ο νους του της αλήθειας,
την ευτυχία να χαίρεται
που οι μάκαρες θεοί του στείλουν·
105οι άνεμοι οι ψηλοπετούμενοι
κάθε φορά κι αλλιώτικοι φυσούνε
και δε βαστούνε τ᾽ αγαθά πολύν καιρό
που έξω από κάθε μέτρο πλημμυρούνε.

Μικρός θενά ᾽μαι στα μικρά, [επωδ. ε]
μεγάλος στα μεγάλα·
την τύχη, που μου δίνεται κάθε φορά,
από καρδιάς, θενα τιμώ και θα δουλεύω,
με το δικό μου τρόπο εγώ ·
110κι αν μου ᾽διν᾽ ο θεός πλούτη αρκετά,
ελπίδα ν᾽ έχω πως θενά ᾽φτανε κατόπι
η δόξα μου πολύ ψηλά·
ο Νέστορας κι ο λύκιος Σαρπηδόνας,
οι κοσμοξάκουστοι, μας έγιναν γνωστοί
απ᾽ τα τραγουδιστά τα λόγια,
οπού τεχνίτες τους ταιριάσανε σοφοί·
γιατ᾽ είναι οι ξακουσμένοι οι στίχοι
115που κάνουνε πολύχρονη την αρετή·
μα αυτό δεν είναι καθενός να του πετύχει.