Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (441-472)


ΚΡ. σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φής, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
ΑΝ. καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΚΡ. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
445ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
σὺ δ᾽ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;
450ΑΝ. οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
455νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
460δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
465οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
470σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
ΧΟ. δηλοῖ τὸ γοῦν λῆμ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς
τῆς παιδός· εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.


ΚΡΕ. Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το ᾽χεις εσύ κάμει;
ΑΝΤ. Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το ᾽καμα. ΚΡΕ. Εσύ μπορείς να παίρνεις
τώρα τα πόδια σου απ᾽ εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ᾽ την κάθε πια υποψία.
Λέγ᾽ εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμει αυτό κανένας;
ΑΝΤ. Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ᾽ όλους.
ΚΡΕ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς
αυτό το νόμο; ΑΝΤ. Ναι, γιατί δεν ήταν
450ο Δίας που μου τα ᾽χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πώς να ᾽χουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ᾽ ενώ είσαι
θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
460πως θα πεθάνω το ᾽ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ᾽ όποιος
ζει μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνει
της μητέρας μου ο γιος στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι᾽ αυτά τ᾽ άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι᾽ αυτά που κάνω,
470ο άμυαλος ίσως γι᾽ άμυαλη με παίρνει.
ΧΟΡ. Δείχνει τ᾽ ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνει μες στις δυστυχίες κεφάλι.


ΚΡΕ. Εσύ τώρα που γέρνεις χάμου το κεφάλι
το ομολογείς ή αρνιέσαι πως εσύ ᾽σαι που έκανες αυτά;
ANT. Και λέω πως είμ᾽ εγώ κι ούτε τ᾽ αρνιέμαι ότι δεν είμαι.
ΚΡΕ. Πήγαινε τώρα εσύ όπου θέλεις, ελεύθερος, το κρίμα δεν σε βαραίνει.
(φεύγει ο Φύλαξ)
Εσύ όμως πες μου κι όχι με πολλά λόγια αλλά σύντομα,
ήξερες πως ήταν κηρυγμένο κανένας να μη κάνει αυτό που έκανες;
ANT. Το ήξερα, και πώς να μην το ξέρω αφού ήτανε γνωστό;
ΚΡΕ. Kαι πάλι είχες την τόλμη να παραβείς αυτόν τον νόμο;
450ANT. Δεν ήταν κανένας Δίας που μου τα ᾽χε προσταγμένα.
Ούτ᾽ η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους κάτω θεούς
έβαλε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους,
ούτε για τόσο μεγαλοδύναμες έπαιρνα τις προσταγές σου,
για να μπορείς τ᾽ άγραφα κι ασάλευτα δίκαια των θεών
να τα πατάς εσύ, πού εισαι θνητός, γιατί δεν είναι από σήμερον κι εχθές παρά πάντα αυτά ζουν
και κανείς δεν ξέρει πότε φανερωθήκαν.
Μήπως έπρεπε εγώ γι᾽ αυτά να δώσω λόγο στους θεούς, αφού δεν εφοβήθηκα
κανενός ανθρώπου γνώμη;
460Πως θα πέθαινα, το ήξερα καλά, και χωρίς εσύ να βάλεις να το κράξουν.
Κι αν πεθάνω πρώτ᾽ απ᾽ τον καιρό μου, κέρδος πάλι το λέω,
γιατ᾽ όποιος σαν κι εμένα ζει μες στα πολλά τα βάσανα πώς να μην είναι κερδεμένος σαν πεθάνει;
Έτσι κι εμένα δεν με πονείς που ᾽χω αυτό το ριζικό, παρά αν υπόφερνα άθαφτο να δω
τον νεκρό εκείνον που εγέννησε η μητέρα μου· τότε θα πονούσα· αυτά δεν μου πονούνε.
Κι αν σ᾽ εσένα τώρα φαίνομαι ανόητη για ό,τι κάνω,
470μπορώ να πω πως σ᾽ ανόητο φαίνομαι ανόητη.
ΧΟΡ. Φαίνεται το άγριο αίμα από άγριον πατέρα στο παιδί.
Δεν ξέρει αυτή να ζαρώνει μπρος στο κακό.


ΚΡΕ. Εσύ λοιπόν, που προς τη γη την κεφαλή σου γέρνεις,
το μαρτυράς πως το ᾽καμες, ή μήπως και τ᾽ αρνιέσαι;
ΑΝΤ. Και μαρτυρώ πως το ᾽καμα, και μήτε τ᾽ απαρνιούμαι.
ΚΡΕ. (στον Φύλακα)
Εσύ είσαι ελεύτερος λοιπόν· πήγαινε όπου σ᾽ αρέσει!
Εγλίτωσες πολύ φτηνά βαριά κατηγορία.
(Οι φύλακες φεύγουν βιαστικά)
Μα εσύ, μίλησε σύντομα, πες μου με λίγα λόγια·
ήξερες πως διαλάλησα κανείς να μην το κάμει;
ΑΝΤ. Το ᾽ξερα. Πώς μπορούσα δα εγώ να μην τ᾽ ακούσω;
ΚΡΕ. Και μολοντούτο τόλμησες τον νόμο να πατήσεις;
450ΑΝΤ. Ναι. Γιατί ο Δίας δεν ήτανε, μηδέ κι η Δικιοσύνη,
των κάτω θεών συντρόφισσα, που τα ᾽χαν διαλαλήσει,
που τέτοιους νόμους όρισαν αυτοί για τους ανθρώπους·
και δεν ενόμισα ποτέ τα διαλαλήματά σου
πως έχουν τέτοια δύναμη, που να μπορούν να ρίξουν
τους άγραφους κι αλάθευτους νόμους των αθανάτων.
Γιατί όχι σήμερα και χτες· αυτά θα ζούνε πάντα,
και πότε πρωτογίνηκαν κανένας δεν το ξέρει.
Εγώ λοιπόν δεν έπρεπε, για φόβο απ᾽ τους ανθρώπους,
απ᾽ τους θεούς να παιδευτώ. Γιατί πως θα πεθάνω
460το ᾽ξερα βέβαια —σα θνητή— και πριν το διαλαλήσεις.
Όμως κι αν πριν απ᾽ τον καιρό πεθάνω, το ᾽χω κέρδος.
Γιατί όποιος σαν εμένα ζει μέσα στη δυστυχία,
μήπως δεν έχει διάφορον αυτός όταν πεθάνει;
Κι αν είναι τέτοιο ριζικό να βρω, δεν το λυπούμαι·
Όμως αν άφηνα άθαφτον αυτόν τον πεθαμένο,
οπού μια μάνα και τους δυο μάς έχει γεννημένους,
για κείνο θα λυπόμουνα· γι᾽ αυτά όμως δεν λυπούμαι.
Αλλ᾽ αν εγώ σου φαίνομαι πως τώρα κάνω τρέλα,
470δεν ξέρω ποιός από τους δυο τρελός μπορεί για να ᾽ναι!
ΚΟΡ. Άγριο σαν του πατέρα της είναι το φυσικό της·
Κι αυτή — δεν ξέρει να λυγά μπροστά στη δυστυχία.