Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (582-625)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών. [στρ. α]
οἷς γὰρ ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος, ἄτας
585οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον·
ὁμοῖον ὥστε πόντιον
οἶδμα δυσπνόοις ὅταν
Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
590κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν
θῖνα καὶ δυσάνεμοι
στόνῳ βρέμουσιν ἀντιπλῆγες ἀκταί.

ἀρχαῖα τὰ Λαβδακιδᾶν οἴκων ὁρῶμαι [ἀντ. α]
595πήματα φθιμένων ἐπὶ πήμασι πίπτοντ᾽,
οὐδ᾽ ἀπαλλάσσει γενεὰν γένος, ἀλλ᾽ ἐρείπει
θεῶν τις, οὐδ᾽ ἔχει λύσιν.
νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ
600ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
κατ᾽ αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν
νερτέρων ἀμᾷ κοπίς,
λόγου τ᾽ ἄνοια καὶ φρενῶν Ἐρινύς.

τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀν- [στρ. β]
605δρῶν ὑπερβασία κατάσχοι;
τὰν οὔθ᾽ ὕπνος αἱρεῖ ποθ᾽ ὁ παντογήρως
οὔτ᾽ ἀκάματοι θεῶν
μῆνες, ἀγήρως δὲ χρόνῳ δυνάστας
κατέχεις Ὀλύμπου
610μαρμαρόεσσαν αἴγλαν.
τό τ᾽ ἔπειτα καὶ τὸ μέλλον
καὶ τὸ πρὶν ἐπαρκέσει
νόμος ὅδ᾽· οὐδὲν ἕρπει
θνατῶν βιότῳ πάμπολύ γ᾽ ἐκτὸς ἄτας.

ἁ γὰρ δὴ πολύπλαγκτος ἐλ- [ἀντ. β] 615
πὶς πολλοῖς μὲν ὄνασις ἀνδρῶν,
πολλοῖς δ᾽ ἀπάτα κουφονόων ἐρώτων·
εἰδότι δ᾽ οὐδὲν ἕρπει,
πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ.
620σοφίᾳ γὰρ ἔκ του
κλεινὸν ἔπος πέφανται.
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν
τῷδ᾽ ἔμμεν ὅτῳ φρένας
θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν·
625πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Καλότυχοι που δε γευτούν
στη ζωή τους κανένα κακό·
γιατί για κείνους που οργή θεϊκιά
τα σπίτια τους σείσει, δε λείπει καμιά συφορά
που να μην πέφτει σε πλήθος γενεές των.
Όμοια, καθώς όταν κύμα
κυλάει φουσκωμένο
απ᾽ τις άγριες της Θράκης πνοές
πάνω στη σκοτεινή την άβυσσο,
590απ᾽ το βυθό αναταράζει
τη μαύρη ανεμοτράνταχτη αμμουδιά
κι αντιβογγώντας στενάζουν
κυματόδαρτοι οι κάβοι.

Από παλιούς βλέπω καιρούς
τα πάθη των Λαβδακιδών
να πέφτουν απάνω στα πάθη εκεινών
που σβήσανε κι ούτε καμιά
δε γλιτώνει γενιά την άλλη γενιά των·
μα ένας θεός τις γκρεμίζει
και λυτρωμό δεν έχουν·
γιατί τώρα το φως, στη στερνή
πάνω ρίζα που απλώνονταν
600μες στα σπίτια του Οιδίποδα,
το θερίζει των υποχθονίων θεών
το δρεπάνι το αιματόβρεχτο,
άκριτη γλώσσα και νου θεοβλάβη.

Τη δική σου τη δύναμη, ω Δία,
ποιά ανθρώπινη έπαρση
να σταματήσει θα μπόρειε; που αυτήν
μήτε ο ύπνος ποτέ ο πανδαμάτορας πιάνει,
μήτε οι μήνες των θεών οι ακούραστοι,
μ᾽ απ᾽ τα χρόνια ακατάλυτος
βασιλεύεις δυνάστης
610μες στου Ολύμπου το ξέλαμπρο φέγγος·
ενώ και τώρα και πριν και στο μέλλον
θα κρατά αυτός ο νόμος: πως τίποτα
στη ζωή των ανθρώπων δεν έρχεται
με χωρίς και καμιά δυστυχία.

Γιατί η άστατη βέβαια η ελπίδα
για πολλούς βγαίνει σε όφελος,
μα άλλων τούς κούφιους τούς πόθους γελά
κι η απάτη γλιστρά μες στον άνθρωπο, δίχως
να γνωρίζει αυτός τίποτα, ώσπου
στην πυρωμένη τη φωτιά
το ποδάρι του κάψει·
620γιατί αλήθεια σοφός ο περίφημος λόγος
που βγήκε από κάποιον: πως φαίνεται
καλό το κακό σε κείνον που ο Θεός
οδηγάει το νου του στο χαμό,
κι ο χαμός δε θ᾽ αργήσει να φτάσει.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ευτυχισμένοι εκείνοι που η ζωή τους πέρασε χωρίς κακοτυχία,
γιατί οποιανού σπίτι
απ᾽ τους θεούς έρθει και σαλέψει
δεν τ᾽ απολείπει συφορά και σέρνεται
από γενιά σε γενιά. Σαν το φουσκωμένο κύμα
στου Πόντου την ανεμοζάλη,
που το πιάνει απ᾽ τη Θράκη ο σίφουνας
590και το ρίχνει στον τρισκότιδο βυθό
και απ᾽ το βάθος κυλάει τη μαύρην άμμο
και βαριά στενάζοντας αχολογούν τα θαλασσόδαρτα ακρογιάλια.

Έτσι θωρώ τις αρχαίες συφορές
της γενιάς των Λαβδακιδών
θα πέφτουν επάνω σ᾽ άλλες συφορές
και ούτε φέρνει η μια γενιά στην άλλη απαλλαγή,
παρά κάποιος από τους θεούς τη ρημάζει ολοένα
και γλιτωμός δεν είναι.
Νά τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως
πάνω απ᾽ την τελευταία ρίζα
600στο σπίτι του Οιδίπου,
και πάλι το ματόβαφο κοπίδι των θεών του κάτω κόσμου,
μαζί ξεμυαλισιά στα λόγια
και της τρέλας Ερινύς.

Τη δύναμή σου, Δία, ποιός άνδρας θα μπορούσε
ξεπερνώντας την να την μποδίσει;
που ούτε ο ύπνος, και όλα ας τα πιάνει,
ποτέ θα σου την πάρει,
ούτε οι ακούραστοι μήνες θα τη σκορπίσουν.
Σ᾽ αγέραστα χρόνια βασίλειο έχεις του Ολύμπου
610και φεγγόβολη δόξα.
Για το ύστερο και για το μέλλον
και για τα περασμένα νόμος που αυτός θενα κρατήσει.
Σ᾽ όλη την οικουμένη
από θνητού ζωή
δεν απολείπει ποτέ η δυστυχία.

Επειδή η πολυγυρίστρα ελπίδα
σε πολλούς ανθρώπους είναι ευχάριστη,
πολλούς όμως ξεγελά σ᾽ ανόητες επιθυμιές
και τον ανήξερο πλανεύει
ώσπου να καεί κανείς
απλώνοντας το ποδάρι του στη φλόγα της φωτιάς.
Ένας λόγος ξακουσμένος φανερώθη
620από καποιανού σοφία.
Το κακό φαίνεται κάποτες να ᾽ν᾽ καλό σ᾽ εκείνον
που ένας θεός τού συνεπαίρνει τον νου για να τον καταστρέψει.
Αλλά πολύ λίγον καιρό θα κάνει χωρίς συφορά.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΚΟΡ. Μακαρισμένοι οι άνθρωποι,
που τη ζωή περνούνε
χωρίς να δοκιμάσουν,
βάσανα τί θα πούνε.
Μα αλίμονο! αν το σπίτι τους
ένας θεός το σείσει·
αυτό θα προχωρήσει
γενιά με τη γενιά.
Σαν κύμα π᾽ ανεμόδαρτο,
590απ᾽ τον βυθό εκεί χάμω
τον σκοτεινό της θάλασσας,
σηκώνει μαύρον άμμο·
κι όπου το κύμα τ᾽ άγριο
μ᾽ αντίχτυπο ξεσπάζει,
βροντά κι αναστενάζει
κι η ακροθαλασσιά.

ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Και τα παλιά παθήματα,
βλέπω στους Λαβδακίδες,
τ᾽ ακολουθούν παθήματα
που πνίγουν τις ελπίδες·
λύτρωση πια δεν έχουνε,
μα από τους αθανάτους
την άτυχη γενιά τους
κανείς την κυνηγά.
Κι έτσι, το φως που απλώθηκε
γλυκά για να ζεστάνει
600το δέντρο του Οιδίποδα,
που τα κλαδια του χάνει,
για να το σβήσει έρχεται
μια ματωμένη σκόνη,
κι ο λόγος που πληγώνει,
κι η εγδίκηση η κακιά.

ΚΟΡ. Ω Δία, ποιός το φαντάστηκε
πως θενα σταματήσει
την άφταστή σου δύναμη,
και πως θα τη νικήσει,
αφού δεν την ενίκησαν
κι αυτοί που όλα λυγούνε
χωρίς να κουραστούνε,
ο ύπνος κι ο καιρός;
Και βασιλιάς αγέραστος,
στο δυνατό σου χέρι
εσύ κρατάς τον Όλυμπο,
610που λάμπει σαν αστέρι.
Μα τον θνητό τον άνθρωπο,
η συφορά κρυμμένη
στον δρόμο τον προσμένει·
ο νόμος είναι αυτός.

(παρουσιάζεται ο Αίμων)

Όμως η ελπίδα η άστατη
πολλούς παρηγοράει,
τα δώρα της χαρίζοντας,
μα και πολλούς γελάει.
Και δίχως να το νιώσουνε
σιγά σιγά τους σέρνει
και σαν τυφλούς τους φέρνει
να πέσουν στη φωτιά.
620Κι είν᾽ ένας λόγος φρόνιμος,
που πάντοτε αληθεύει,
πως το κακό της μοίρας του
με το καλό μπερδεύει
εκείνος οπού σπρώχνεται
από θεό κρυμμένο,
σε λάκκον ανοιγμένο
να βρει τη συφορά.