Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1115-1154)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ


ΧΟ. πολυώνυμε, Καδμείας ἄγαλμα νύμφας [στρ. α] 1115
καὶ Διὸς βαρυβρεμέτα
γένος, κλυτὰν ὃς ἀμφέπεις
Ἰταλίαν, μέδεις δὲ
1120παγκοίνοις Ἐλευσινίας
Δῃοῦς ἐν κόλποις, ὦ Βακχεῦ,
Βακχᾶν ματρόπολιν Θήβαν
ναιετῶν παρ᾽ ὑγροῖς Ἰ-
σμηνοῦ ῥείθροις, ἀγρίου τ᾽
1125ἐπὶ σπορᾷ δράκοντος·

σὲ δ᾽ ὑπὲρ διλόφου πέτρας στέροψ ὄπωπε [ἀντ. α]
λιγνύς, ἔνθα Κωρύκιαι
στείχουσι Νύμφαι Βακχίδες
1130Κασταλίας τε νᾶμα.
καί σε Νυσαίων ὀρέων
κισσήρεις ὄχθαι χλωρά τ᾽ ἀ-
κτὰ πολυστάφυλος πέμπει,
ἀβρότων ἑπετᾶν εὐ-
1135αζόντων Θηβαΐας
ἐπισκοποῦντ᾽ ἀγυιάς·

τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς [στρ. β]
ὑπερτάταν πόλεων
ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ·
1140καὶ νῦν, ὡς βιαίας ἔχεται
πάνδαμος πόλις ἐπὶ νόσου,
μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασσίαν
1145ὑπὲρ κλιτύν, ἢ στονόεντα πορθμόν.

ἰὼ πῦρ πνειόντων [ἀντ. β]
χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
παῖ Διὸς γένεθλον, προφάνηθ᾽,
1150ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίαισιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι
χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον.


ΠΕΜΠΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ω πολυονόματε
της νύφης της Καδμείας καμάρι
και του βαρύβροντου
του Δία βλαστάρι,
την Ιταλία την ξακουστή
που προστατεύεις
1120και στης Ελευσινίας Δηούς
τους κοσμοσύναχτους τους κόρφους βασιλεύεις,
ω Βάκχε εσύ, που των Βακχών
κατοικείς τη μητρόπολη τη Θήβα
στου Ισμηνού πλάι τα νερά
και στη Δρακοσπορά.

Εσένα πάνω από το δίκορφο
το βράχο, που οι Κωρύκιες οι μαινάδες
περνούν βακχεύοντας,
σέ ειδαν οι δάδες
μες σε φεγγόβολους καπνούς,
σε είδε κι η βρύση
1130της Κασταλίας· και σένα προβοδούν
οι κισσοφούντωτες βουνοπλαγιές της Νύσσας
κι ο πολυστάφυλος χλωρός γιαλός,
όταν μ᾽ ευάν ευοί θεϊκά τραγούδια
της Θήβας σου τους δρόμους τους πλατείς
θα ᾽ρθεις να επισκεφτείς.

Την πόλη πὄχεις σε τιμή
απ᾽ όλες πιο ξεχωριστή
μαζί με την κεραυνωμένη σου μητέρα·
1140και τώρα που τη χώρα μας κρατεί
μεγάλη αρρώστια πέρα ως πέρα,
έλα σε μας να φέρεις λυτρωμό
πάνω απ᾽ του Παρνασσού τις ράχες
ή πέρ᾽ από τον πολυτάραχο πορθμό.

Ω εσύ που σέρνεις σε χορό
τα φλογερ᾽ άστρα τ᾽ ουρανού,
ω των νυχτερινών οργίων παραστάτη,
ω θεϊκό διογέννητο παιδί
μπρόβαλ᾽ εσύ της χώρας μας προστάτη
1150με τη δική σου συνοδειά μαζί,
τις Θυιάδες, που ολονύχτιες σε χορεύουν,
τον Ίακχό τους, ξώφρενες, ευάν ευοί.


ΠΕΜΠΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Εσύ με τα χίλια ονόματα στολίδι της νύφης του Κάδμου
και του Δία του βαρυβροντηχτή γενιά,
που νοιάζεσαι την ξακουσμένη Ιταλία
1120και στην κοσμοσύχναστη Ελευσίνα, στον κόρφο της Δηούς
βασιλεύεις,
Βάκχε,
που στων Βακχών την πρώτη πολιτεία κάθεσαι,
τη Θήβα, κοντά στο κυλάμενο νερό του Ισμηνού
και απάνω, στη σπορά του άγριου Δράκου.

Εσέν᾽ απάνω από τον Γήλοφο βράχο αγναντεύει
ο καπνός και η αναλαμπή της φλόγας,
εκεί που η Κηρύκιες νύφες
1130χορεύουν βακχικά, και της Κασταλίας η πηγή.
Εσένα ακολουθούνε με πομπή όλοι οι κισσένιοι
φράχτες απ᾽ τα βουνά της Μύσσας, κι οι πράσινες
πλαγιές των αμπελιών με τα πολλά σταφύλια,
μες στων τραγουδιών το θεϊκό αλαλητό
σαν έρχεσαι να μας ιδείς και τους δρόμους διαβαίνεις της Θήβας.

Αυτήνα εσύ πάρα πολύ χτιμάς
από κάθε πόλη πιότερο
μαζί με τη μάνα σου την κεραυνοχτυπημένη,
1140και τώρα που όλη την πολιτεία έπιασε αρρώστια δυνατή
έλα εσύ να μας γιάνεις με το ποδαρικό σου
ροβολώντας από τη ράχη πάνω του Παρνασσού
ή από το πέραμα που θαλασσοβουίζει.

Ωχ! εσύ που παίρνεις τον χορό με τ᾽ αστέρια που λαμποκοπούν
και παραστέκεις στης νύχτας το ξεφάντωμα, παιδί, γέννημα του Δία,
1150φανερώσου, Βασιλιά, μαζί με τις βακχικές γυναίκες
που σ᾽ ακολουθάνε και γύρω σου ολονυχτίς σε χορεύουνε,
εσένα που σκορπίζεις την ξεφωνητή χαρά.


ΠΕΜΠΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΚΟΡ. Ω Διόνυσε πολυώνυμε,
του Κάδμου η θυγατέρα
εσένα έχει για στόλισμα,
εσύ ξέρεις πατέρα
τον Δία τον βαρύβροντο·
εσύ είσαι που φροντίζεις
κι αμέτρητα πλουτίζεις
την Ιταλία, εσύ.
1120Στης Ελευσίνας τ᾽ άφταστα
μυστήρια βασιλεύεις·
με τη θεά τη Δήμητρα
τον κόσμο εκεί μαζεύεις.
Μα και στη Θήβα κάθεσαι
μαζί με τις Βακχίδες,
κι άλλη καμιά δεν είδες
πόλη πιο ποθητή.

ΧΟΡ. Στον βράχο τον διπλόκορφο
στου Παρνασσού τα μέρη,
για σένα η φλόγα υψώνεται
και λάμπει σαν αστέρι·
εκεί οι Βακχίδες κρύβονται
σε δάση φουντωμένα,
κι εκεί είναι τ᾽ ακουσμένα
1130της Κασταλίας νερά.
Από τη Νύσαν έρχεσαι
την κισσοσκεπασμένη,
περνάς την πολυστάφυλην
αχτή πρασινισμένη,
κι άγια «ευάν!» ακούγονται
όταν στη Θήβα μπαίνεις,
μάνας κεραυνωμένης
πατρίδα αυτή γλυκιά.

1140ΚΟΡ. Και σήμερα που σπρώχνεται
από την αμαρτία
σ᾽ αρρώστια ακαταμάχητη
να πέσει η πολιτεία,
τον Παρνασσό παραίτησε,
ή έλα από τη Νύσα
και τράβηξε εδώ ίσα
να φέρεις καθαρμό.

ΧΟΡ. Στ᾽ άστρα που φωτιά βγάζουνε
εσύ που βασιλεύεις,
στης νύχτας τα γιορτάσματα
εσύ που πρυτανεύεις,
με τις Βακχίδες πρόβαλε,
1150οπού σε συντροφεύουν
κι ορμητικές χορεύουν
ολόνυχτο χορό!