Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1-38)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα,
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου κακῶν
ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ;
οὐδὲν γὰρ οὔτ᾽ ἀλγεινὸν οὔτ᾽ ἄτης ἄτερ
5οὔτ᾽ αἰσχρὸν οὔτ᾽ ἄτιμόν ἐσθ᾽, ὁποῖον οὐ
τῶν σῶν τε κἀμῶν οὐκ ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.
καὶ νῦν τί τοῦτ᾽ αὖ φασι πανδήμῳ πόλει
κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως;
ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει
10πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;
ΙΣΜΗΝΗ
ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη, φίλων
οὔθ᾽ ἡδὺς οὔτ᾽ ἀλγεινὸς ἵκετ᾽ ἐξ ὅτου
δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο,
μιᾷ θανόντοιν ἡμέρᾳ διπλῇ χερί·
15ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς
ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ᾽ ὑπέρτερον,
οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ᾽ ἀτωμένη.
ΑΝ. ᾔδη καλῶς, καί σ᾽ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν
τοῦδ᾽ οὕνεκ᾽ ἐξέπεμπον, ὡς μόνη κλύοις.
20ΙΣ. τί δ᾽ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ᾽ ἔπος.
ΑΝ. οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων
τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ᾽ ἀτιμάσας ἔχει;
Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ
†χρησθεὶς δικαίᾳ† καὶ νόμῳ, κατὰ χθονὸς
25ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς,
τὸν δ᾽ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν
ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ
τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ᾽ ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν
30θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς.
τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ
κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ, κηρύξαντ᾽ ἔχειν,
καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν
σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἄγειν
35οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ,
φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει.
οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα
εἴτ᾽ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ᾽ ἐσθλῶν κακή.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω αγαπημένη αυταδερφή μου Ισμήνη,
ξέρεις ποιό τάχ᾽ απ᾽ τα κακά, που ο Οιδίπους
μας άφησε κληρονομιά, να μένει
που ο Δίας να μην το ᾽στειλε στις δυο μας
που είμαστε ακόμα στη ζωή; Γιατί
κανένα πόνο και καμιά κατάρα,
καμιά ντροπή κι ούτε καμιά ατιμία
δεν είδα εγώ να λείψει απ᾽ τις δικές σου
κι απ᾽ τις δικές μου συφορές. Και τώρα
τί ᾽ναι αυτή πάλι η προσταγή, που λένε
πως ότι και διαλάλησε στη χώρα
και σ᾽ όλους τους πολίτες ο άρχοντάς μας;
Ξέρεις κι άκουσες τίποτα; ή δεν έχεις
είδηση πάρει πως κακό ετοιμάζουν
10για τους αγαπημένους μας οι εχθροί μας;
ΙΣΜΗΝΗ
Για μένα κανείς λόγος, Αντιγόνη,
μήτε καλός μήτε κακός δεν ήρθε
για φίλους μας, απ᾽ όταν σε μια μέρα
χάσαμε οι δυο τούς δυο τους αδερφούς μας,
που πέσανε απ᾽ το χέρι ο ένας του άλλου·
κι αφού του Άργους σκορπίστηκε και πάει
τη νύχτ᾽ αυτή ο στρατός, εγώ, δεν ξέρω
τίποτα παραπάνω, είτε αν πως είμαι
πιο ευτυχισμένη, ή πιο συφοριασμένη.
ΑΝΤ. Ήμουνα βέβαιη και γι᾽ αυτό ίσα ίσα
σ᾽ έφερα εδώ έξω απ᾽ της αυλής τις πύλες
για να τ᾽ ακούσεις μόνη. ΙΣΜ. Μα τί τρέχει;
20Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στο νου σου.
ΑΝΤ. Και μη δεν έχει ο Κρέοντας τον ένα
τον αδερφό μας με ταφή τιμήσει,
ενώ άταφο καταφρονά τον άλλο;
Τον Ετεοκλή, όπως λεν, και με το δίκιο,
πρόσταξε να τον θάψουν, για να πάει
με τιμή στους νεκρούς του Κάτω κόσμου·
μα το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη
στους πολίτες διαλάλησε, κανένας
στη γης να μη το κρύψει ούτε το κλάψει,
μα αθρήνητο και άταφο να τ᾽ αφήσουν,
γλυκό για τα όρνια θησαυρό, που γύρω
30καρτερούν λιμασμένα για θροφή τους.
Τέτοια ο καλός μας Κρέοντας για σένα
και για μένα —ναι, λέω και για μένα —
διαλάλησε· και θά ᾽ρθει, λέγουν, τώρα
ξάστερα εδώ στη μέση να κηρύξει
για όσους δεν το ᾽χουν μάθει· και το πράμα
το παίρνει όχι έτσι αψήφιστα, μα αν κάποιος
τολμήσει κάτι τέτοιο, θάνατος
απ᾽ του λαού τις πέτρες μες στην πόλη
τον περιμένει —. Έτσι λοιπόν αυτά ειναι.
Μα τώρα εσύ θα δείξεις, αν είσ᾽ άξιο
της γενιάς σου βλαστάρι, ή αν ενώ εισαι
από τέτοιους προγόνους, τους ντροπιάζεις.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ισμήνη, αδελφούλα μου, εσύ αγαπημένο κεφαλάκι.
Ξέρεις να ᾽μεινε απ᾽ τον Οιδίποδα κακό
που να μην έριξεν ο Δίας επάνω μας,
ενόσω ζούμε;
Δεν είναι πόνος, ούτε χαλασμός, ούτ᾽ ατιμία, ούτε ντροπή
που να μην είδα εγώ μες στες δικές μου δυστυχίες και στες δικές σου...
Και τώρα πάλι τί λένε πως διαλάλησε, καινούργιο
σ᾽ όλην την πολιτεία, ο στρατηγός;
Έμαθες τίποτα και άκουσες;
ή δεν μαντεύεις τη συμφορά που έρχεται από τους εχθρούς,
10σ᾽ εκείνους π᾽ αγαπούμε;
ΙΣΜΗΝΗ
Εμένα, Αντιγόνη, δεν μου ᾽ρθε είδηση καμιά απ᾽ τους αγαπητούς μας,
ούτ᾽ ευχάριστη μα ούτε και θλιβερή,
αφότου οι δύο εμείς εχάσαμε τ᾽ αδέρφια μας τα δύο,
που σε μια μέρα πήγαν με διπλό θάνατο,
και τώρα που των Αργείων σκόρπισ᾽ ο στρατός,
την ύστερη νύχτα,
δεν έμαθ᾽ άλλο τίποτα για να ᾽μαι πιο χαρούμενη πάρα λυπημένη.
ANT. Καλά το έλεγα· γι᾽ αυτό κι εγώ
σ᾽ έφερα έξω από τις πύλες της αυλής για να τ᾽ ακούσεις εσύ μονάχα.
20ΙΣΜ. Τί είναι; σε βλέπω και συλλογίζεσαι κάτι βαρύ να πεις.
ANT. Δεν έχει ο Κρέων τους αδελφούς μου
τον έναν τιμημένο με ταφή
τον άλλο για ατιμίαν άθαφτο:
Τον Ετεοκλή, λένε, πως δίκαια κι όπως το θέλει ο νόμος
τον έβαλε στο χώμα για να ᾽ναι τιμημένος μες στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
μα του Πολυνείκη το λείψανο,
άθλια ξεψυχισμένο,
άκουσα πως στους πολίτες εβγήκε διαταγή κανείς να μην το θάψει
ούτε και να το κλάψει, παρά να τον αφήσουν άκλαυτο και άθαφτο για τα όρνια,
30που γλυκό τους θησαυρό τονε θωρούν και χυμούν για να τον φαν.
Αυτά, είπαν, πως ο καλός μας Κρέων
εδιάταξε σε σένα και σε μένα —λέω και σε μένα—
και τώρα έρχεται κατά δω για να τα φανερώσει σ᾽ όσους δεν τα ξέρουν,
και πως δεν παίρνει το πράγμα ελαφρά,
παρά όποιος κάνει τίποτε ενάντια
θάνατος να του μέλλεται μπροστά σ᾽ όλη την πόλη.
Αυτά είναι, και τώρα θενα φανεί αμέσως
αν ευγενικά γεννήθηκες ή από καλούς κακιά.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ισμήνη μου, αδερφούλα μου, είναι κακό κανένα,
απ᾽ όσα μας εγέννησε του Οιδίποδα η κατάρα,
που ο Δίας να μη μας έστειλε στον κόσμο τον απάνω;
Γιατί δεν ξέρω τίποτα ή καταφρονεμένο
είτ᾽ άτιμο ή λυπητερό, δίχως εμείς να φταίμε,
που ακόμα να μην είδανε τα μάτια τα δικά μας.
Κι άραγε τ᾽ είναι η προσταγή που τώρα λένε πάλι
πως έβγαλεν ο βασιλιάς σ᾽ όλη την πολιτεία;
Άκουσες, ξέρεις τίποτα; ή μήπως δεν το ξέρεις
για τους αγαπημένους μας κακά πως ετοιμάζουν,
10εκείνα που φυλάγουμε για τους εχτρούς μονάχα;
ΙΣΜΗΝΗ
Για τους αγαπημένους μας δεν άκουσα, Αντιγόνη,
χαρούμενο ή λυπητερό λόγον εγώ κανέναν,
αφότου χάσαμε κι οι δυο τους δυο τους αδερφούς μας,
οπού το χέρι του ενός εσκότωσε τον άλλον.
Κι αφού ο στρατός των Αργιτών έφυγε αυτήν τη νύχτα,
για να χαρώ ή να λυπηθώ δεν ξέρω τίποτ᾽ άλλο.
ΑΝΤ. Καλά λοιπόν, κι εγώ έστειλα γι᾽ αυτό να σε γυρέψω
έξω από τις αυλόπορτες, για να μ᾽ ακούσεις μόνη.
20ΙΣΜ. Τί τρέχει; γιατί φαίνεσαι κάτι να πεις πως έχεις.
ΑΝΤ. Δεν ξέρεις πως ο βασιλιάς, από τους δυο αδερφούς μας
τον έναν με ταφή τιμά, τον άλλον ατιμάζει;
Τον έναν, τον Ετεοκλή, καθώς ακούω και λένε,
θάβει με δίκια απόφαση, σύφωνα με τον νόμο
οπού τιμιέται στους νεκρούς που κατοικούν στον Άδη.
Αλλά τον κακοθάνατο, τον δόλιο Πολυνείκη
διαλαλητάδες βγήκανε κανένας να μη θάψει,
μηδέ για δαύτον ν᾽ ακουστεί κανένα μοιρολόγι·
μόνο να μείνει άκλαυτος, άταφος ο καημένος
30και για τα λαίμαργα πουλιά χαρά που θα τον φάνε.
Αυτά ο καλός μας βασιλιάς λένε πως μας προστάζει
σε σένα και σε μένανε, ακούς! ως και σε μένα,
και πως θενά ᾽ρθει τώρα εδώ για να τα διαλαλήσει
σ᾽ αυτούς που δεν τα ξέρουνε· κι η προσταγή του θέλει
να ᾽ναι τρανή και σεβαστή· κι όποιος ενάντια κάμει,
αυτός να πετροβοληθεί μέσα στην πολιτεία.
Αυτά είχα τώρα να σου πω, και γρήγορα θα δείξεις
αν είσαι αλήθεια ευγενικιά ή, από καλούς, ανάξια!