Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (473-507)


ΚΡ. ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα
πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον
475σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ
θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις.
σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους
ἵππους καταρτυθέντας· οὐ γὰρ ἐκπέλει
φρονεῖν μέγ᾽ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.
480αὕτη δ᾽ ὑβρίζειν μὲν τότ᾽ ἐξηπίστατο,
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους·
ὕβρις δ᾽, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,
τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.
ἦ νῦν ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ᾽ ἀνήρ,
485εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀδελφῆς εἴθ᾽ ὁμαιμονεστέρα
τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ,
αὐτή τε χἡ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον
μόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον
490ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου.
καί νιν καλεῖτ᾽· ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως
λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ᾽ ἐπήβολον φρενῶν.
φιλεῖ δ᾽ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς
τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων.
495μισῶ γε μέντοι χὥταν ἐν κακοῖσί τις
ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
ΑΝ. θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ᾽ ἑλών;
ΚΡ. ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ᾽ ἔχων ἅπαντ᾽ ἔχω.
ΑΝ. τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
500ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ᾽ ἀρεσθείη ποτέ,
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ᾽ ἀφανδάνοντ᾽ ἔφυ.
καίτοι πόθεν κλέος γ᾽ ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
505λέγοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος.
ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται.


ΚΡΕ. Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες
αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν,
κι όσο γερό το σίδερο και να ᾽ναι
όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνει,
τότε θα δεις πώς σπάνει και ραγίζει·
και τ᾽ άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω,
ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
γιατί δεν πάει να μεγαλοφέρνει
όταν είναι κανείς δούλος των άλλων.
480Κι αυτή ήξερε το θράσος της να δείξει
και τότε που τους νόμους μας πατούσε,
και δεύτερο αυτό θράσος της, αφού έχει
κάμει την πράξη και να την καυχιέται
και να γελά με το κατόρθωμά της.
Δεν είμαι εγώ, αυτή ᾽ναι τώρα ο άντρας,
αν ατιμώρητα έτσι την κρατήσει
την εξουσία αυτή· μ᾽ ας πάει να ᾽ναι
παιδί της αδερφής μου, ας πάει να ᾽ναι
η πιο στενή από αίμα συγγενής μου
μες σ᾽ όλους που τον ίδιο Εφέστιο Δία
λατρεύομε, μα αυτή και η αδερφή της
δε θα γλιτώσουν απ᾽ τον πιο κακό
το θάνατο· γιατί το ίδιο και κείνην
490κατηγορώ, πως είχε μελετήσει
την ταφή του νεκρού. Φωνάξετέ την
ευτύς εδώ· την είδα τώρα μέσα
πὄκανε σαν τρελή κι αλλοπαρμένη·
γιατ᾽ η ψυχή εκεινών που σκεδιάζουν
στα σκοτεινά μιαν όχι καλή πράξη,
προδίνεται συχνά και πριν την κάμουν·
μα όχι πιο λίγο εχτρεύομαι όταν ένας
ζητά, σαν θα πιαστεί στο κακό επάνω,
με ωραία να το στολίζει έπειτα λόγια.
ΑΝΤ. Σκότωσέ με λοιπόν, θες τίποτ᾽ άλλο;
ΚΡΕ. Εγώ; μα τίποτα· έχω αυτό, όλα τα ᾽χω.
ΑΝΤ. Τί αργείς λοιπόν; γιατί καμιά δε βρίσκω
500στα λόγια σου ευχαρίστηση, μήτε είθε
να βρω ποτέ μου εγώ· το ίδιο και σένα
ευχάριστες οι πράξεις μου δε σου είναι.
Αν και από πού θενά ᾽χα πιο μεγάλη
δόξα αποχτήσει, παρά θάβοντας
τον ίδιο μου αδερφό; Θα ομολογούσαν
κι όλοι αυτοί εδώ πως μ᾽ επιδοκιμάζουν,
αν φόβος δεν τους έκλεινε τη γλώσσα·
μα οι βασιλείες, εχτός από άλλα τόσα
πὄχουν να χαίρουνται αγαθά, μπορούνε
να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.


ΚΡΕ. Να ξέρεις πως αυτή σου η ξεροκεφαλιά γρήγορα θα περάσει.
Και το πιο δυνατό σίδερο, το ψημένο απ᾽ τη φωτιά ολόγυρα σκληρό,
θα το δεις να ραΐσει και να σπάσει πιότερο από άλλο·
με κοντό χαλινάρι, ξέρω, τα αγριεμένα αλόγατα βαστούνται,
γιατί δεν στέκει να ᾽χει μεγάλ᾽ ιδέα εκείνος που ᾽ναι στον άλλον δούλος.
480Αυτή όμως το καλοήξερε τότε να μας βρίζει με το να παραβαίνει τους βαλμένους νόμους.
Κι είναι δεύτερη προσβολή —μια ήταν σαν το ᾽κανε— για τούτο κιόλας να καυχιέται
και να γελάει που το ᾽πραξε.
Εγώ βέβαια τώρα δεν είμαι άντρας, παρά ο άντρας είναι αυτή,
αν της περάσει αυτηνής να κάνει το θέλημά της ατιμώρητα.
Μα είτε της αδελφής μου είναι είτε και πιο στενή του αίματος συγγένισσά μου
απ᾽ όλους όσους φυλάει ο σπιτικός μας Ζευς, αυτή και η αδελφή της
δεν θα ξεφύγουνε την πιο χειρότερη μοίρα·
490γιατί κι εκείνη άλλο τόσο την κατηγοράω πως μελέτησε αυτόν τον τάφο.
Φωνάξετέ την εδώ τώρα, ότι την είδα μες στο σπίτι να μανίζει
έξω απ᾽ τα λογικά της.
Συχνά η ψυχή του ανθρώπου μπροστύτερα προδίνεται σαν κλέφτρα,
για τα άνομα που στα σκοτάδια κρυφογένονται,
αλλά και τ᾽ άλλο ίδια το μισώ, όταν κανείς που πιάστηκε στο κρίμα του απάνω
έπειτα θέλει να το παραστήσει ομορφύτερο.
ANT. Μήπως θέλεις να μου κάνεις πιο μεγαλύτερο, αφού μ᾽ έπιασες, παρά να με σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Εγώ άλλο δεν θέλω, μ᾽ ετούτο τα ᾽χω όλα.
500ANT. Τί κάθεσαι λοιπόν; όπως κι εμένα κανέν᾽ από τα λόγια σου δεν μου είν᾽ ευχάριστο
και ποτέ δεν θα μ᾽ αρέσει — έτσι κι εσένα φυσικά τα δικά μου σ᾽ ενοχλούν.
Και πούθε θα μου ᾽ρχονταν τόση τιμή και δόξα,
παρά που έβαλα σε τάφο τον αυτάδελφό μου;
Όλοι τους εδώ θα το ᾽λεγαν πως καλό το βρίσκουνε,
αν δεν τους έδενε τη γλώσσα ο φόβος.
Έχουν οι βασιλιάδες κι άλλα πολλά που τους καλὄρχονται
και μπορούν να κάνουν και να λένε ό,τι θέλουν.


ΚΡΕ. (στον Κορυφαίο)
Μα άκουσε αυτό που θα σου πω· πως το μεγάλο πείσμα,
αυτό πρωτοσωριάζεται· και το σκληρό τ᾽ ατσάλι,
που το παράψησε η φωτιά, σαν το γυαλί ραγίζει.
Και τ᾽ αγριότερα άλογα, μικρό χαλιναράκι
βάζει σε τάξη. Και ποτές εκείνος που ᾽ναι δούλος
480δεν πρέπει να ᾽ν᾽ περήφανος. Μα ετούτη εδώ, και τότε
με πρόσβαλε, που πάτησε τον νόμο που ᾽χα βγάλει·
και τώρα κι άλλη προσβολή, για δαύτο να παινιέται
και να γελά που το ᾽καμε. Τότε δεν είμαι κι άντρας,
αλλ᾽ είναι αυτή, σα μείνουνε με δίχως τιμωρία
τέτοιες παρανομίες της. Αλλ᾽ είτε είν᾽ ανεψιά μου
είτε και πιο συγγένισσα κι απ᾽ όλους τους δικούς μου
που του σπιτιού ο θεός κρατά, κι ετούτη κι η αδερφή της
κακό θα βρούνε ριζικό. Γιατί βέβαια κι εκείνην
490κατηγορώ για την ταφή. Κι εδώ φωνάξετέ την.
Την είδα μέσα και προτού κι ήταν σα λυσσιασμένη·
Δεν ήξερε τί έκανε. Γιατί συχνά η ψυχή τους,
αυτών που μηχανεύουνε κακά μες στο σκοτάδι,
προδίδεται μονάχη της. Αλλά μισώ προπάντων
εκείνονα, π᾽ αφού πιαστεί στα κακουργήματά του,
με λόγια τότε προσπαθεί κι αυτά να τα στολίσει.
ΑΝΤ. Γυρεύεις άλλο τίποτε, παρά να με σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Όχι· γιατί σαν έχω αυτό, μου φαίνεται όλα τα ᾽χω.
ΑΝΤ. Τότε λοιπόν τί κάθεσαι; γιατί και δεν μ᾽ αρέσει
500κανένα από τα λόγια σου, μηδέ και θα μ᾽ αρέσει·
και τα δικά μου βέβαια στενοχωρούν εσένα.
Μα δόξα μεγαλύτερη σαν πού μπορούσα νά ᾽βρω,
παρά στον τάφο βάζοντας τον φίλτατο αδερφό μου;
Κι αυτοί, που τώρα δεν μιλούν, θα μ᾽ επαινούσαν όλοι,
ο φόβος αν δεν κράταγε τη γλώσσα τους δεμένη.
Κι είν᾽ ένα από τα προνόμια τους πὄχουν οι βασιλιάδες,
πως ό,τι θέλουνε μπορούν να λένε και να κάνουν.