ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
ΚΟΡ. Του κόσμου από τα θάματα
δεν είναι τίποτ᾽ άλλο,
που να ᾽ναι σαν τον άνθρωπο
περήφανο, μεγάλο.
Σε φουσκωμένα κύματα,
σε θάλασσα αφρισμένη,
αυτός ξέρει και μπαίνει
και φύσαγε, νοτιά!
Και τη θεά την υπέρτατη,
τη Γη τη φαρδιοπλάτα,
π᾽ ακούραστα τα χαίρεται
τ᾽ αθάνατά της νιάτα,
340ζεύει στ᾽ αλέτρι τ᾽ άλογα
και την περικυκλώνει,
βαθιά τηνε πληγώνει
και την καταπονά.
Πιάνει πουλιά γοργόφτερα,
βουνίσια αγρίμια πιάνει·
τα ψάρια από τη θάλασσαν
αυτός με δίχτυα βγάνει.
Αυτός τον ταύρο, τ᾽ άλογο
ξέρει να μεταπείσει
350τη λευτεριά ν᾽ αφήσει
και στον ζυγό να μπει.
Αυτός και γλώσσαν έμαθε,
και σπίτια να σκεπάζει·
και νόμους εστερέωσε,
και φρόνημα σπουδάζει.
Με χίλιους τρόπους έρχεται
360και χίλιους τρόπους ξέρει,
και μόνο δεν θα φέρει
θανάτου αποφυγή!
ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Αυτός το κάθε ανέλπιστο
με τέχνη μηχανεύει·
πότε κακόν ορέγεται,
πότε καλό γυρεύει!
Κι εκείνος οπού χαίρεται
ψηλά την εξουσία
των νόμων την ουσία
συχνά παρεξηγά.
370Μα πολιτείας ανάξιος
κείνος που τολμάει,
γιατί έτσι το φαντάστηκε,
τ᾽ άδικο ν᾽ αγαπάει.
Και δεν τον θέλω σύμμαχο,
φίλο μου δεν τον πιάνω,
στο σπίτι δεν τον βάνω,
οπού τα κάνει αυτά!
|