Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (332-375)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- [στρ. α]
θρώπου δεινότερον πέλει·
τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν
335πόντου χειμερίῳ νότῳ
χωρεῖ, περιβρυχίοισιν
περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν
τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν
ἄφθιτον, ἀκαμάταν ἀποτρύεται,
340ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος
ἱππείῳ γένει πολεύων.

κουφονόων τε φῦλον ὀρ- [ἀντ. α]
νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ
καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη
345πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν
σπείραισι δικτυοκλώστοις,
περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ
δὲ μαχαναῖς ἀγραύλου
350θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽
ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν
οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον.

καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν [στρ. β]
φρόνημα καὶ ἀστυνόμους
355ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων
πάγων ὑπαίθρεια καὶ
δύσομβρα φεύγειν βέλη
360παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται
τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον
φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται·
νόσων δ᾽ ἀμαχάνων φυγὰς
ξυμπέφρασται.

σοφόν τι τὸ μαχανόεν [ἀντ. β] 365
τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων
τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει,
νόμους περαίνων χθονὸς
θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν·
370ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν
ξύνεστι τόλμας χάριν.
μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος
γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν
375ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Πολλά ᾽ναι τα θάματα,
πιο θάμ᾽ απ᾽ τον άνθρωπο, τίποτα·
πέρ᾽ απ᾽ την αφρομάνιστη
τραβάει και πάει τη θάλασσα
με του νοτιά τις φουρτούνες,
περνώντας κάτω απ᾽ τα κύματα
π᾽ ολόγυρά του βρυχιούνται·
και την τρανύτερη μες στους θεούς
την άφθαρτη ακάματη Γη,
340καταπονάει με τ᾽ αλέτρια, που χρόνο με χρόνο
πάνε κι έρχουνται αλογόσυρτ᾽ απάνω της
οργώνοντάς την.

Και των αλαφρόμυαλων
των πουλιών τη γενιά παγιδεύοντας
πιάνει και τα έθνη των άγριων
των θηρίων και τα θαλάσσια
τα θρέμματα του πελάου
μες στα διχτυόκλωστα βρόχια του
ο άνθρωπος ο πολυτεχνίτης,
και τ᾽ αγρίμι που ζει στων βουνών τις ερμιές
350με τις μηχανές του νικά
και στο δασύτριχο γύρω τ᾽ αλόγου τον τράχηλο
περνάει το ζυγό, καθώς και του αδάμαστου
βουνίσιου ταύρου.

Και γλώσσα και νόηση ανεμόφερτη
και την καλή μες σε πόλεις κυβέρνια του
έμαθε να ᾽χει· και πώς
απ᾽ τα υπαίθρια τα βέλη της νύχτιας παγωνιάς
και του κακού τ᾽ ανεμόβροχου
να φυλάγεται — ο παντοσόφιστος·
360ανεφοδίαστον, τίποτα
δεν τον βρίσκει απ᾽ ό,τι ᾽ναι νά ᾽ρθει·
μόνο απ᾽ το Θάνατο
γλιτωμό δε θα βρει πουθενά·
όμως γι᾽ αρρώστιες, που τρόπο δεν είχανε,
βρήκε ο ένας με τον άλλο γιατρειά.

Κι ενώ έχει σοφία να μηχανεύεται
τέχνες π᾽ ούτε μπορούσε να ελπίσει κανείς,
πότε γυρνάει στο κακό
και στο καλό πότε πάλι· μα όποιος τους νόμους τιμά
της χώρας του και την ορκόδετη
των θεών δίκη, δοξάζει την πόλη του,
370κι είναι χαμός της εκείνος, που
ξεδρομίζει απ᾽ την ίσια τη στράτα
χάρη στο θράσος του.
Ο Θεός μην το δώσει ποτέ
κάτω απ᾽ την ίδια τη στέγη να κάθεται
ή να μου είναι ένας τέτοιος ομόγνωμος.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Πολλά είναι τα θαμαστά,
μα τίποτα πιο θαμαστό δεν είναι απ᾽ τον άνθρωπο·
αυτός και πέρα απ᾽ την ασπριδερή τη θάλασσα
με του νοτιά τη μάνητα προβαίνει,
περνώντας κύματα που γύρω του σαλεύουν
και την πιο μεγαλύτερη απ᾽ τους θεούς, τη Γη,
που είν᾽ αχάλαστη, και ποτέ δεν αποκάνει,
340την τρυγάει από χρόνο σε χρόνο,
σκαλεύοντάς την μ᾽ άροτρα που τα γυρίζουν άλογα.

Και το συνάφι των ελαφρόμυαλων πουλιών
κυκλώνοντας τα πιάνει κι άγρια θεριά κοπάδια,
και την πλάση όλη απ᾽ της θάλασσας τα βάθη
με τα κλωστένια δίχτυα,
ο τετραπέρατος!
Και μηχανεύεται πολλά για να καταπονέσει τ᾽ ανήμερα θερία
που περπατούνε στα βουνά,
350και τον μαλλιαροχαίτη ίππο τον ημέρεψε
με του ζυγού τ᾽ αγκάλιασμα,
και του βουνού τον ταύρο τον ακούραστο.

Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ᾽ ανέμου
και τις αγορές για προστασία της πολιτείας
μόνος του τα έμαθε, και πώς να ξεφεύγει τα βέλη του πάγου,
που ξεσηκώνει απ᾽ τον ύπνο στις αυλές,
και της νεροποντής τον παραδαρμό.
360Σ᾽ όλα έχει διέξοδο, σε τίποτα δεν τον βρίσκει
το μέλλον χωρίς γνώμη —
μόν᾽ απ᾽ τον Άδη να γλιτώσει δεν θα μπορέσει—
παρά κι απ᾽ αρρώστιες δύσκολες πώς να γλιτώνει
έχει σοφιστεί.

Έχει ανέλπιστη σοφία για να βρίσκει τέχνες
και πότε στο κακό ξεπέφτει, πότε στο καλό!
Αψηφάει της χώρας τους νόμους και των θεών τ᾽ ορκισμένο δίκιο.
370Μεγάλος και πολύς στην πολιτεία, και πάλι χωρίς πατρίδα.
Όποιος πάει στο κακό έτσι για τόλμη
ούτε στη γενιά μου ποτέ να καθίσει
ούτε με τη δική μου έχει ίδια γνώμη
σαν κάνει τέτοια.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
ΚΟΡ. Του κόσμου από τα θάματα
δεν είναι τίποτ᾽ άλλο,
που να ᾽ναι σαν τον άνθρωπο
περήφανο, μεγάλο.
Σε φουσκωμένα κύματα,
σε θάλασσα αφρισμένη,
αυτός ξέρει και μπαίνει
και φύσαγε, νοτιά!
Και τη θεά την υπέρτατη,
τη Γη τη φαρδιοπλάτα,
π᾽ ακούραστα τα χαίρεται
τ᾽ αθάνατά της νιάτα,
340ζεύει στ᾽ αλέτρι τ᾽ άλογα
και την περικυκλώνει,
βαθιά τηνε πληγώνει
και την καταπονά.
Πιάνει πουλιά γοργόφτερα,
βουνίσια αγρίμια πιάνει·
τα ψάρια από τη θάλασσαν
αυτός με δίχτυα βγάνει.
Αυτός τον ταύρο, τ᾽ άλογο
ξέρει να μεταπείσει
350τη λευτεριά ν᾽ αφήσει
και στον ζυγό να μπει.
Αυτός και γλώσσαν έμαθε,
και σπίτια να σκεπάζει·
και νόμους εστερέωσε,
και φρόνημα σπουδάζει.
Με χίλιους τρόπους έρχεται
360και χίλιους τρόπους ξέρει,
και μόνο δεν θα φέρει
θανάτου αποφυγή!

ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Αυτός το κάθε ανέλπιστο
με τέχνη μηχανεύει·
πότε κακόν ορέγεται,
πότε καλό γυρεύει!
Κι εκείνος οπού χαίρεται
ψηλά την εξουσία
των νόμων την ουσία
συχνά παρεξηγά.
370Μα πολιτείας ανάξιος
κείνος που τολμάει,
γιατί έτσι το φαντάστηκε,
τ᾽ άδικο ν᾽ αγαπάει.
Και δεν τον θέλω σύμμαχο,
φίλο μου δεν τον πιάνω,
στο σπίτι δεν τον βάνω,
οπού τα κάνει αυτά!