Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (531-581)


ΚΡ. σὺ δ᾽, ἣ κατ᾽ οἴκους ὡς ἔχιδν᾽ ὑφειμένη
λήθουσά μ᾽ ἐξέπινες, οὐδ᾽ ἐμάνθανον
τρέφων δύ᾽ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων,
φέρ᾽, εἰπὲ δή μοι, καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου
535φήσεις μετασχεῖν, ἢ ᾽ξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι;
ΙΣ. δέδρακα τοὔργον, εἴπερ ἥδ᾽ ὁμορροθεῖ,
καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας.
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐάσει τοῦτό γ᾽ ἡ δίκη σ᾽, ἐπεὶ
οὔτ᾽ ἠθέλησας οὔτ᾽ ἐγὼ ᾽κοινωσάμην.
540ΙΣ. ἀλλ᾽ ἐν κακοῖς τοῖς σοῖσιν οὐκ αἰσχύνομαι
ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη.
ΑΝ. ὧν τοὔργον Ἅιδης χοἱ κάτω ξυνίστορες·
λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην.
ΙΣ. μήτοι, κασιγνήτη, μ᾽ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ
545θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ᾽ ἁγνίσαι.
ΑΝ. μή μοι θάνῃς σὺ κοινά, μηδ᾽ ἃ μὴ ᾽θιγες
ποιοῦ σεαυτῆς. ἀρκέσω θνῄσκουσ᾽ ἐγώ.
ΙΣ. καὶ τίς βίος μοι σοῦ λελειμμένῃ φίλος;
ΑΝ. Κρέοντ᾽ ἐρώτα· τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών.
550ΙΣ. τί ταῦτ᾽ ἀνιᾷς μ᾽ οὐδὲν ὠφελουμένη;
ΑΝ. ἀλγοῦσα μὲν δῆτ᾽, εἰ γέλωτ᾽ ἐν σοὶ γελῶ.
ΙΣ. τί δῆτ᾽ ἂν ἀλλὰ νῦν σ᾽ ἔτ᾽ ὠφελοῖμ᾽ ἐγώ;
ΑΝ. σῶσον σεαυτήν. οὐ φθονῶ σ᾽ ὑπεκφυγεῖν.
ΙΣ. οἴμοι τάλαινα, κἀμπλάκω τοῦ σοῦ μόρου;
555ΑΝ. σὺ μὲν γὰρ εἵλου ζῆν, ἐγὼ δὲ κατθανεῖν.
ΙΣ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις.
ΑΝ. καλῶς σὺ μὲν τοῖς, τοῖς δ᾽ ἐγὼ ᾽δόκουν φρονεῖν.
ΙΣ. καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ᾽ξαμαρτία.
ΑΝ. θάρσει. σὺ μὲν ζῇς, ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι
560τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν.
ΚΡ. τὼ παῖδέ φημι τώδε τὴν μὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ᾽ ἀφ᾽ οὗ τὰ πρῶτ᾽ ἔφυ.
ΙΣ. οὐ γάρ ποτ᾽, ὦναξ, οὐδ᾽ ὃς ἂν βλάστῃ μένει
νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν, ἀλλ᾽ ἐξίσταται.
565ΚΡ. σοὶ γοῦν, ὅθ᾽ εἵλου σὺν κακοῖς πράσσειν κακά.
ΙΣ. τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ᾽ ἄτερ βιώσιμον;
ΚΡ. ἀλλ᾽ ἥδε μέντοι μὴ λέγ᾽· οὐ γὰρ ἔστ᾽ ἔτι.
ΙΣ. ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου;
ΚΡ. ἀρώσιμοι γὰρ χἁτέρων εἰσὶν γύαι.
570ΙΣ. οὐχ ὥς γ᾽ ἐκείνῳ τῇδέ τ᾽ ἦν ἡρμοσμένα.
ΚΡ. κακὰς ἐγὼ γυναῖκας υἱέσι στυγῶ.
ΙΣ. ὦ φίλταθ᾽ Αἷμον, ὥς σ᾽ ἀτιμάζει πατήρ.
ΚΡ. ἄγαν γε λυπεῖς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος.
ΧΟ. ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον;
575ΚΡ. Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἔφυ.
ΧΟ. δεδογμέν᾽, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν.
ΚΡ. καὶ σοί γε κἀμοί. μὴ τριβὰς ἔτ᾽, ἀλλά νιν
κομίζετ᾽ εἴσω, δμῶες· ἐκδέτους δὲ χρὴ
γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ᾽ ἀνειμένας.
580φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς, ὅταν πέλας
ἤδη τὸν Ἅιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου.


ΚΡΕ. Και συ, που στο παλάτι, σμουλωγμένη
σαν οχιά μου ᾽πινες κρυφά το αίμα,
ουδ᾽ ήξερα πως θρέφω δυο κατάρες
και των θρόνων μου αναποδογυρίστρες,
έλα εδώ πε μας, θενα ομολογήσεις
πως έλαβες και συ στην ταφή μέρος,
ή θα ορκιστείς πως τίποτα δεν ξέρεις;
ΙΣΜ. Ναι το ᾽καμα, αν τ᾽ ομολογεί κι αυτή,
κι απάνω μου την ίδια ευθύνη παίρνω.
ΑΝΤ. Μα αυτό δε θα σου το επιτρέψει η Δίκη,
γιατί ούτε συ το θέλησες, μα κι ούτε
βοηθό μου εγώ σε πήρα. ΙΣΜ. Μα σ᾽ αυτές σου
540τις φουρτούνες δεν ντρέπομαι να κάμω
της συφοράς μαζί σου το ταξίδι.
ΑΝΤ. Ποιοί κάμανε την πράξη, αυτό το ξέρουν
ο Άδης κι οι κάτω εκεί· και γω δε στρέγω
μια φίλη π᾽ αγαπά με λόγια μόνο.
ΙΣΜ. Μην μ᾽ αρνηστείς καν την τιμή, αδερφή μου,
μαζί σου ν᾽ αποθάνω και ξοφλήσω
το χρέος μου στο νεκρό. ΑΝΤ. Δεν έχω ανάγκη
να πεθάνεις με μένα και μη θέλεις
δικά σου όσα δεν άγγιξες να κάνεις·
φτάνει ο δικός μου ο θάνατος. ΙΣΜ. Μα ποιά
θα ᾽χει η ζωή μου χάρη, αν θα σε χάσω;
ΑΝΤ. Τον Κρέοντα ρώτα, γιατί αυτού μονάχα
την έγνοια έχεις. ΙΣΜ. Μα γιατί θέλεις έτσι
550να με πικραίνεις, δίχως όφελός σου;
ΑΝΤ. Με πόνο μου γελώ, αν γελώ με σένα.
ΙΣΜ. Μα τουλάχιστο τώρα τί μπορούσα
να σ᾽ ωφελήσω; ΑΝΤ. Σώσ᾽ τον εαυτό σου·
δε σε ζηλεύω να γλιτώσεις. ΙΣΜ. Οϊμέ
της άμοιρης, και να μη μεραστούμε
την ίδια τύχη; ΑΝΤ. Γιατί διάλεξες
εσύ να ζήσεις, κι εγώ να πεθάνω.
ΙΣΜ. Μα όχι και δίχως να σου πω τους λόγους
που είχα. ΑΝΤ. Εσύ νόμιζες πως είχες
δίκιο μ᾽ αυτούς, κι εγώ με τους δικούς μου.
ΙΣΜ. Κι όμως είναι το φταίξιμό μας ίσο.
ΑΝΤ. Έννοια σου, εσύ ᾽σαι ζωντανή, μα εμένα
από καιρό η ψυχή μου έχει πεθάνει,
560για να κάμει το χρέος της στους νεκρούς μας.
ΚΡΕ. Οι κόρες λέω αυτές, η μια τους τώρα
μας φανερώνεται τρελή, και η άλλη
αφού πρωτογεννήθηκε. ΙΣΜ. Γιατί
μήτ᾽ ο νους, βασιλιά, πὄχει κανένας,
του μένει, αν του έρθουν συφορές, μα φεύγει.
ΚΡΕ. Εσένα σου έφυγε, όταν διάλεξες
να σμίξεις με κακούς για κακές πράξεις.
ΙΣΜ. Μόνη χωρίς αυτήν και πώς να ζήσω;
ΚΡΕ. Αυτή — ούτε να τη λες, πια δεν υπάρχει.
ΙΣΜ. Μα του γιου σου τη νύφη θα σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Βρίσκουνται κι άλλα για σπορά χωράφια.
570ΙΣΜ. Μα έτσι δεν τα ᾽χαν ταιριασμένα οι δυο τους.
ΚΡΕ. Αποστρέφομαι εγώ κακές γυναίκες
για τα παιδιά μου. ΙΣΜ. Αίμον᾽ αγαπημένε,
τί προσβολή ο πατέρας σου σού κάνει.
ΚΡΕ. Με παρασκάς και συ κι αυτός σου ο γάμος.
ΧΟΡ. Αλήθεια θέλεις να του την στερήσεις
αυτήν του γιου σου; ΚΡΕ. Ο Άδης είν᾽ εκείνος,
που θα βάλει σ᾽ αυτούς τους γάμους τέλος.
ΧΟΡ. Ώστ᾽ έχεις φαίνεται αποφασισμένο
το θάνατό της. ΚΡΕ. Και με τη δική σας
μαζί την ψήφο. Μα ας τελειώνομε, έλα,
πάρτε τις, δούλοι, μέσα κι από τώρα
πρέπει δεμένες κι όχι απολυμένες
να ᾽ναι αυτές οι γυναίκες· γιατί μ᾽ όλο
580το θράσος του κανείς, σα δει το Χάρο
να στέκεται κοντά, ζητά να φύγει.


ΚΡΕ. Κι εσύ, που σαν οχιά στο σπίτι μου χωμένη, κρυφά μου ᾽πινες το αίμα
κι ούτε το ᾽ξερα πως θρέφω δυο για δυστυχία και χαλασμό του θρόνου μου,
γιά πες μου τώρα, θα πεις κι εσύ γι᾽ αυτόν τον τάφο πως ήσουν μαζί;
ή θα ξομώσεις πως δεν ξέρεις τίποτα;
ΙΣΜ. Έκανα κι εγώ το ίδιο σαν κι αυτή κι ό,τι λέει λέω
κι είμαι μαζί της και το ίδιο φταίω.
ANT. Μα το δίκιο δεν θα σ᾽ αφήσει να το πεις αυτό·
επειδή ούτ᾽ εσύ θέλησες ούτε κι εγώ σε πήρα σύντροφο.
540ΙΣΜ. Μα τώρα στα βάσανά σου δεν διστάζω μαζί σου ν᾽ αρμενίσω
στο πέλαγος του πόνου.
ANT. Ποιά έκανε το έργο ο Άδης κι αυτοί που ᾽ναι κάτου το ξέρουνε.
Μα δεν τη θέλω γω τη φίλη που με τα λόγια μόνο μ᾽ αγαπάει.
ΙΣΜ. Όχι αδελφούλα μου, μη με περιφρονήσεις
μαζί σου να μη πεθάνω και τον νεκρό κι εγώ να μην τιμήσω.
ANT. Μη μου πεθάνεις εσύ και μην παίρνεις για δικά σου αυτά που ούτε με το δάκτυλό σου ακούμπησες·
εγώ που πεθαίνω είμ᾽ αρκετή.
ΙΣΜ. Και τί τη θέλω τη ζωή μου αφού θα χάσω εσένα;
ANT. Ρώτα τον Κρέοντα· τώρα γι᾽ αυτόνε θα φροντίζεις.
550ΙΣΜ. Γιατί με πονείς μ᾽ αυτά, ανώφελα για σένα;
ANT. Λυπούμαι που το κάνω, και που σε περγελώ.
ΙΣΜ. Μα πες μου πώς και τώρα να σ᾽ ωφελήσω εγώ;
ANT. Τον εαυτό σου σώσε· δεν σε ζηλεύω που θα γλιτώσεις.
ΙΣΜ. Οϊμένα, δυστυχισμένη, γιατί να μην έχω κι εγώ την τύχη σου;
ANT. Εσύ προτίμησες να ζεις κι εγώ να πεθάνω.
ΙΣΜ. Αλλά σου είχα πει τις αιτίες μου εγώ.
ANT. Εσύ πως είχες δίκιο νόμιζες με τις δικές σου,
κι εγώ με τις δικές μου.
ΙΣΜ. Έτσι είμαστε ίσα κι ίσα στην αμαρτία μας.
ANT. Θάρρευε, εσύ ακόμα ζεις, μα η δική μου η ψυχή
560καιρό είναι πεθαμένη, για να ωφελάει αυτούς που έχουν πεθάνει.
ΚΡΕ. Αυτό το κορίτσι, εγώ λέω πως τώρα δα φανερώθηκε άμυαλο·
η άλλη ήταν από πάντα.
ΙΣΜ. Ποτέ, βασιλιά, δεν μένει ο νους εκ γενετής σ᾽ εκείνους που δυστυχούνε,
αλλά τον χάνουν.
ΚΡΕ. Εσένα σου ᾽φυγε όταν εζήλεψες να κριματίσεις μαζί με τους κακούργους.
ΙΣΜ. Μήπως είναι ζωή που θα κάνω χωρίς αυτήν, μονάχη;
ΚΡΕ. Μην τη λες αυτήν, γιατί πια δεν είναι.
ΙΣΜ. Μα θα σκοτώσεις λοιπόν του παιδιού σου την αρραβωνιαστικιά;
ΚΡΕ. Είναι άλλα χωράφια για όργωμα.
570ΙΣΜ. Δεν θα ᾽ναι σαν κι αυτήν μ᾽ εκείνον ταιριασμένοι.
ΚΡΕ. Εγώ σιχαίνομαι κακές γυναίκες για τους γιους.
ANT. Ω Αίμων, αγάπη μου, πώς σε ντροπιάζει ο πατέρας σου.
ΚΡΕ. Πολύ με ενοχλείς κι εσύ κι η παντρειά σου.
ΧΟΡ. Μήπως να του την υστερήσεις θέλεις του παιδιού σου;
ΚΡΕ. Ο Άδης είναι που θα χαλάσει αυτόν τον γάμο.
ΧΟΡ. Αποφασισμένο είναι φαίνεται αυτή για να πεθάνει.
ΚΡΕ. Και για σένα και για μένα. Ας μη χάνομε πια καιρό
παρά πηγαίνετέ τη μέσα, δούλοι, και να τις δέσουν καλά αυτές τις γυναίκες
580και να μη τις αφήσουν ελεύθερες, γιατί κι οι θαρρετοί φεύγουν σαν ιδούν το τέλος της ζωής
με τον Άδη να πλησιάζει.


ΚΡΕ. (στην Ισμήνη)
Εσύ, που μες στο σπίτι μου, σα φίδι, τρυπωμένη,
κρυφά κρυφά με βύζαινες, κι έτσι έτρεφα δυο στρίγλες
που να μισούν τον θρόνο μου, έλα και πες μου τώρα·
το μαρτυράς πως βόηθησες ετούτην να τον θάψει;
Ή τώρα θα μου ορκίζεσαι πως τάχα δεν το ξέρεις;
ΙΣΜ. Το μαρτυρώ πως το ᾽καμα, μ᾽ αν το ᾽καμε κι ετούτη,
κι έτσι το μέρος μου ζητώ κι απ᾽ την κατηγορία.
ΑΝΤ. (γρήγορα κι απότομα)
Όχι! μα η δικιοσύνη αυτό δεν θα σου το χαρίσει,
αφού ούτε εσύ το θέλησες, ούτε κι εγώ σε πήρα.
540ΙΣΜ. Μα σήμερα, που δυστυχάς, θα το ᾽χω περηφάνια
να ταξιδέψομε μαζί μες στα παθήματά σου.
ΑΝΤ. Εκείνονα που το ᾽καμε, τον ξέρει ο κάτω κόσμος.
Μα φίλος μου δεν είν᾽ αυτός οπού αγαπά με λόγια.
ΙΣΜ. Αχ! μη με διώχνεις, αδερφή, μη με θαρρείς ανάξια,
πεθαίνοντας με σένανε, να πω· τον έχω θάψει!
ΑΝΤ. Εκείνα που δεν άγγισες, δικά σου μην τα κάνεις,
και μην πεθάνεις δα κι εσύ. Αρκεί ο θάνατός μου.
ΙΣΜ. Και τί τη θέλω τη ζωήν, αφού κι εσύ μ᾽ αφήσεις;
ΑΝΤ. Νά! ρώτησε τον Κρέοντα. Εσύ που τον φροντίζεις.
550ΙΣΜ. Γιατί με τέτοια με λυπάς, αφού δεν σ᾽ ωφελούνε;
ΑΝΤ. Αν και με σένανε γελώ, βέβαια γελώ με πόνο!
ΙΣΜ. Για το καλό σου τώρα εγώ σαν τί μπορώ να κάμω;
ΑΝΤ. Τον εαυτό σου γλίτωσε! Εγώ δεν σε ζηλεύω!
ΙΣΜ. Αλίμονον! η μοίρα σου δεν θα ᾽ναι και δική μου;
ΑΝΤ. Εσύ να ζήσεις διάλεξες, εγώ όμως να πεθάνω.
ΙΣΜ. Μα βέβαια δεν μπορείς να πεις εγώ πως δεν σ᾽ τα είπα.
ΑΝΤ. Αυτά καλά σου φαίνουνταν, αλλά σε μένα τ᾽ άλλα.
ΙΣΜ. Τώρα όμως έχουμε κι οι δυο την ίδιαν αμαρτία!
ΑΝΤ. Να μη φοβάσαι! Ακόμα ζεις! Μα εμέναν᾽ η ψυχή μου,
560που πέθανεν από καιρό, ζει για τους πεθαμένους.
ΚΡΕ. Από τις δυο τις αδερφές, η μια τώρα μονάχα
λέγω πως φαίνεται άμυαλη, μα η άλλη ήτανε πάντα!
ΙΣΜ. (κλαίγοντας)
Ω βασιλιά, όποιος βρίσκεται μέσα στη δυστυχία,
κι αν φρόνιμος γεννήθηκε, τα λογικά του χάνει.
ΚΡΕ. Εσύ βέβαια! που τους κακούς επήρες για συντρόφους.
ΙΣΜ. Τί να την κάμω τη ζωήν, αν ζω χωρίς ετούτην;
ΚΡΕ. «Ετούτην» μην τη μελετάς· αυτή πια δεν υπάρχει!
ΙΣΜ. Μα του παιδιού σου τη μνηστή σκοπεύεις να σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Άλλη γυναίκα θενα βρει για σπίτι και γι᾽ αγάπη.
570ΙΣΜ. Καμιά δεν θα ᾽ναι ταιριαστή καθώς αυτή για κείνον.
ΚΡΕ. Οι γιοι μου δεν θα πάρουνε ποτέ κακές γυναίκες.
ΑΝΤ. Ω φίλτατέ μου Αίμονα! ο πατέρας σου σε βρίζει!
ΚΡΕ. Βαρέθηκα και σένανε, και τον δικό σου γάμο!
ΚΟΡ. Ο γιος σου αφού τη διάλεξε, δεν θα του την αφήσεις;
ΚΡΕ. Αυτούς τους γάμους τους κακούς ο θάνατος θα κόψει!
ΚΟΡ. Φαίνεται τ᾽ αποφάσισες αυτή για να πεθάνει.
ΚΡΕ. Έτσι είναι, τ᾽ αποφάσισα. Μα τώρα μην αργείτε,
ω δούλοι, μέσα πάρτε τις. Κι αλήθεια σα γυναίκες,
580να᾽ ναι στο σπίτι τους κλειστές. Γιατί κι οι φαντασμένοι
φεύγουν, σα δουν τον θάνατο να προχωρεί κοντά τους!
(Βγαίνουν όλοι)