Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (500b-501c)

[500b] Οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο συνοίει, τοῦ χαλεπῶς πρὸς φιλοσοφίαν τοὺς πολλοὺς διακεῖσθαι ἐκείνους αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας, λοιδορουμένους τε αὑτοῖς καὶ φιλαπεχθημόνως ἔχοντας καὶ ἀεὶ περὶ ἀνθρώπων τοὺς λόγους ποιουμένους, ἥκιστα φιλοσοφίᾳ πρέπον ποιοῦντας;
Πολύ γ᾽, ἔφη.
Οὐδὲ γάρ που, ὦ Ἀδείμαντε, σχολὴ τῷ γε ὡς ἀληθῶς πρὸς τοῖς οὖσι τὴν διάνοιαν ἔχοντι κάτω βλέπειν εἰς [500c] ἀνθρώπων πραγματείας, καὶ μαχόμενον αὐτοῖς φθόνου τε καὶ δυσμενείας ἐμπίμπλασθαι, ἀλλ᾽ εἰς τεταγμένα ἄττα καὶ κατὰ ταὐτὰ ἀεὶ ἔχοντα ὁρῶντας καὶ θεωμένους οὔτ᾽ ἀδικοῦντα οὔτ᾽ ἀδικούμενα ὑπ᾽ ἀλλήλων, κόσμῳ δὲ πάντα καὶ κατὰ λόγον ἔχοντα, ταῦτα μιμεῖσθαί τε καὶ ὅτι μάλιστα ἀφομοιοῦσθαι. ἢ οἴει τινὰ μηχανὴν εἶναι, ὅτῳ τις ὁμιλεῖ ἀγάμενος, μὴ μιμεῖσθαι ἐκεῖνο;
Ἀδύνατον, ἔφη.
Θείῳ δὴ καὶ κοσμίῳ ὅ γε φιλόσοφος ὁμιλῶν κόσμιός τε [500d] καὶ θεῖος εἰς τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ γίγνεται· διαβολὴ δ᾽ ἐν πᾶσι πολλή.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Ἂν οὖν τις, εἶπον, αὐτῷ ἀνάγκη γένηται ἃ ἐκεῖ ὁρᾷ μελετῆσαι εἰς ἀνθρώπων ἤθη καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ τιθέναι καὶ μὴ μόνον ἑαυτὸν πλάττειν, ἆρα κακὸν δημιουργὸν αὐτὸν οἴει γενήσεσθαι σωφροσύνης τε καὶ δικαιοσύνης καὶ συμπάσης τῆς δημοτικῆς ἀρετῆς;
Ἥκιστά γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἀλλ᾽ ἐὰν δὴ αἴσθωνται οἱ πολλοὶ ὅτι ἀληθῆ περὶ αὐτοῦ [500e] λέγομεν, χαλεπανοῦσι δὴ τοῖς φιλοσόφοις καὶ ἀπιστήσουσιν ἡμῖν λέγουσιν ὡς οὐκ ἄν ποτε ἄλλως εὐδαιμονήσειε πόλις, εἰ μὴ αὐτὴν διαγράψειαν οἱ τῷ θείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι;
Οὐ χαλεπανοῦσιν, ἦ δ᾽ ὅς, ἐάνπερ αἴσθωνται. ἀλλὰ δὴ [501a] τίνα λέγεις τρόπον τῆς διαγραφῆς;
Λαβόντες, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὥσπερ πίνακα πόλιν τε καὶ ἤθη ἀνθρώπων, πρῶτον μὲν καθαρὰν ποιήσειαν ἄν, ὃ οὐ πάνυ ῥᾴδιον· ἀλλ᾽ οὖν οἶσθ᾽ ὅτι τούτῳ ἂν εὐθὺς τῶν ἄλλων διενέγκοιεν, τῷ μήτε ἰδιώτου μήτε πόλεως ἐθελῆσαι ἂν ἅψασθαι μηδὲ γράφειν νόμους, πρὶν ἢ παραλαβεῖν καθαρὰν ἢ αὐτοὶ ποιῆσαι.
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν μετὰ ταῦτα οἴει ὑπογράψασθαι ἂν τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας;
Τί μήν;
[501b] Ἔπειτα οἶμαι ἀπεργαζόμενοι πυκνὰ ἂν ἑκατέρωσ᾽ ἀποβλέποιεν, πρός τε τὸ φύσει δίκαιον καὶ καλὸν καὶ σῶφρον καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, καὶ πρὸς ἐκεῖν᾽ αὖ τὸ ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐμποιοῖεν, συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον, ἀπ᾽ ἐκείνου τεκμαιρόμενοι, ὃ δὴ καὶ Ὅμηρος ἐκάλεσεν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐγγιγνόμενον θεοειδές τε καὶ θεοείκελον.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Καὶ τὸ μὲν ἂν οἶμαι ἐξαλείφοιεν, τὸ δὲ πάλιν ἐγγράφοιεν, [501c] ἕως ὅτι μάλιστα ἀνθρώπεια ἤθη εἰς ὅσον ἐνδέχεται θεοφιλῆ ποιήσειαν.
Καλλίστη γοῦν ἄν, ἔφη, ἡ γραφὴ γένοιτο.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πείθομέν πῃ ἐκείνους, οὓς διατεταμένους ἐφ᾽ ἡμᾶς ἔφησθα ἰέναι, ὡς τοιοῦτός ἐστι πολιτειῶν ζωγράφος ὃν τότ᾽ ἐπῃνοῦμεν πρὸς αὐτούς, δι᾽ ὃν ἐκεῖνοι ἐχαλέπαινον ὅτι τὰς πόλεις αὐτῷ παρεδίδομεν, καί τι μᾶλλον αὐτὸ νῦν ἀκούοντες πραΰνονται;
Καὶ πολύ γε, ἦ δ᾽ ὅς, εἰ σωφρονοῦσιν.

[500b] Ε λοιπόν, δε θα παραδεχτείς κι αυτό μαζί μου, πως αφορμή να έχουν τέτοια κακή διάθεση για τη φιλοσοφία είναι εκείνοι ίσα ίσα που, μεθυσμένοι γλεντοκόποι, χύνονται μες στο σπίτι της κι αρχίζουν να βρίζουν τους φιλοσόφους και να τους φέρνουνται μ᾽ όλη την εχθρική τους διάθεση και να ᾽χουν να κάμουν όλο με τα προσωπικά τους, πράγμα που καθόλου δεν συμβιβάζεται με τη φιλοσοφία;
Και πολύ μάλιστα το παραδέχομαι.
Γιατί βέβαια, Αδείμαντε, εκείνος που είναι αληθινά αφοσιωμένος στα όντα δεν έχει την άδεια του να στρέφει κάτω τη ματιά του [500c] στα συνηθισμένα και καθημερινά έργα των ανθρώπων και να πιάνεται μ᾽ αυτούς και να δημιουργεί φθόνους και μίση γύρω του· μα απεναντίας προσηλωμένοι σε πράματα που βρίσκονται σε ορισμένη τάξη και έχουν αναλλοίωτη πάντα υπόσταση και τα βλέπουν πως ούτε αδικούν ούτε αδικούνται το ένα από το άλλο, αλλά όλα τους φυλάγουν την ίδια διάταξη και σχέση μεταξύ τους, δεν μπορεί παρά να τα μιμούνται και να αφομοιώνουνται όσο μπορεί πιότερο μ᾽ αυτά. Ή φαντάζεσαι πως υπάρχει τρόπος να μείνει ανεπηρέαστος και να μη μιμηθεί κανείς ένα πράγμα που το θαυμάζει και ζει πάντα μαζί του;
Αδύνατο.
Έτσι λοιπόν ο φιλόσοφος που έχει να κάμει πάντα με πράγματα θεϊκά και κόσμια και ο ίδιος γίνεται θεϊκός [500d] και κόσμιος, όσο τουλάχιστο μπορεί να γίνει άνθρωπος· η συκοφαντία όμως βάζει παντού και πάντα το χέρι της.
Χωρίς αμφιβολία.
Αν λοιπόν κάποια ανάγκη τον υποχρεώσει εκείνα που βλέπει και μελετά εκεί να τα εφαρμόσει και στα ήθη των ανθρώπων και να τα νομοθετήσει και για τον ιδιωτικό και το δημόσιό τους βίο, και να μην περιοριστεί μόνο στου εαυτού του τη μόρφωση, νομίζεις πως κακός δημιουργός και δάσκαλος θα γένει της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης και κάθε εν γένει πολιτικής αρετής;
Κάθε άλλο βέβαια.
Αλλ᾽ αν στο τέλος και ο λαός αντιληφθεί πως είναι αληθινά όλα όσα [500e] λέμε γι᾽ αυτόν, θα εξακολουθεί να έχει ακόμα από κακό μάτι τους φιλοσόφους και δε θα πιστέψει όταν επιμένουμε πως είναι αδύνατο αλλιώς να ευδαιμονήσει μια πολιτεία, παρά αν χαράξουν το σχέδιό της οι ζωγράφοι που έχουν μπρος στα μάτια τους σαν παράδειγμα το θεϊκό πρότυπο;
Θα αλλάξουν βέβαια γνώμη, αν τα καταλάβουν όλ᾽ αυτά. Αλλά [501a] πώς λες θα χαράξουν αυτό το σχέδιο οι φιλόσοφοι;
Θα πάρουν σαν ένα πίνακα την πόλη και τα ήθη των ανθρώπων, που πρώτη δουλειά τους θα είναι να τον κάμουν τέλεια καθαρό· που δεν είναι και πολύ εύκολο· ξέρε το όμως πως σ᾽ αυτό θα διαφέρουν αμέσως απ᾽ όλους τους άλλους, γιατί δεν θα θελήσουν ν᾽ αγγίξουν τίποτα, ούτε ιδιώτη ούτε πόλη μηδέ να γράψουν νόμους, πριν να τα παραλάβουν καθαρά ή και οι ίδιοι τα καθαρίσουν.
Και καλά θα κάμουν.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό, δε νομίζεις πως μπορούν να προσχεδιάσουν το διάγραμμα της πολιτείας;
Πώς όχι;
[501b] Έπειτα λοιπόν θ᾽ αρχίσουν, υποθέτω, να εργάζουνται συστηματικά, στρέφοντας συχνά το μάτι τους κι από τις δυο μεριές και προς το φυσικό δίκαιο και ωραίο και ηθικό και όλα τα τέτοια και προς εκείνο πάλι το ανθρώπινο, σε τρόπο που μ᾽ αυτή την ανάμιξη και τον συγκερασμό με τα επιτηδεύματα των ανθρώπων να σχηματίσουν επάνω σ᾽ εκείνο το υπόδειγμα τον ιδανικό τύπο που τον ονόμασεν ο Όμηρος, κάθε φορά που παρουσιάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους, θεόμορφο και θεόμοιαστο.
Σωστά.
Εννοείται βέβαια πως θα γίνει ανάγκη τώρα να σβήνουν αυτό, έπειτα να το ξαναζωγραφίζουν πάλι, [501c] ώσπου να επιτύχουν να κάμουν τα ανθρώπινα ήθη όσο παίρνει πιο θεοαγάπητα.
Έτσι θα γίνει πραγματικώς ωραιότατη η εικόνα.
Θα πείσουμε λοιπόν τώρα τουλάχιστο εκείνους που έλεγες πως θα χυθούν επάνω μας, μ᾽ όλα τα σωστά τους, ότι ένας τέτοιος ζωγράφος πολιτειών είναι ο φιλόσοφος που τους επαινούσαμε εμείς και θύμωναν εκείνοι γιατί του παραδίναμε στην εξουσία του τις πόλεις; και δε θα τ᾽ ακούσουν τώρα κάπως πιο ημερωμένοι;
Και πολύ μάλιστα, αν έχουν νου.