Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (501d-503d)

[501d] Πῇ γὰρ δὴ ἕξουσιν ἀμφισβητῆσαι; πότερον μὴ τοῦ ὄντος τε καὶ ἀληθείας ἐραστὰς εἶναι τοὺς φιλοσόφους;
Ἄτοπον μεντἄν, ἔφη, εἴη.
Ἀλλὰ μὴ τὴν φύσιν αὐτῶν οἰκείαν εἶναι τοῦ ἀρίστου, ἣν ἡμεῖς διήλθομεν;
Οὐδὲ τοῦτο.
Τί δέ; τὴν τοιαύτην τυχοῦσαν τῶν προσηκόντων ἐπιτηδευμάτων οὐκ ἀγαθὴν τελέως ἔσεσθαι καὶ φιλόσοφον, εἴπερ τινὰ ἄλλην; ἢ ἐκείνους φήσει μᾶλλον, οὓς ἡμεῖς ἀφωρίσαμεν;
[501e] Οὐ δήπου.
Ἔτι οὖν ἀγριανοῦσι λεγόντων ἡμῶν ὅτι πρὶν ἂν πόλεως τὸ φιλόσοφον γένος ἐγκρατὲς γένηται, οὔτε πόλει οὔτε πολίταις κακῶν παῦλα ἔσται, οὐδὲ ἡ πολιτεία ἣν μυθολογοῦμεν λόγῳ ἔργῳ τέλος λήψεται;
Ἴσως, ἔφη, ἧττον.
Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὴ ἧττον φῶμεν αὐτοὺς ἀλλὰ [502a] παντάπασι πρᾴους γεγονέναι καὶ πεπεῖσθαι, ἵνα, εἰ μή τι, ἀλλὰ αἰσχυνθέντες ὁμολογήσωσιν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Οὗτοι μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦτο πεπεισμένοι ἔστων· τοῦδε δὲ πέρι τις ἀμφισβητήσει, ὡς οὐκ ἂν τύχοιεν γενόμενοι βασιλέων ἔκγονοι ἢ δυναστῶν τὰς φύσεις φιλόσοφοι;
Οὐδ᾽ ἂν εἷς, ἔφη.
Τοιούτους δὲ γενομένους ὡς πολλὴ ἀνάγκη διαφθαρῆναι, ἔχει τις λέγειν; ὡς μὲν γὰρ χαλεπὸν σωθῆναι, καὶ ἡμεῖς [502b] συγχωροῦμεν· ὡς δὲ ἐν παντὶ τῷ χρόνῳ τῶν πάντων οὐδέποτε οὐδ᾽ ἂν εἷς σωθείη, ἔσθ᾽ ὅστις ἀμφισβητήσειε;
Καὶ πῶς;
Ἀλλὰ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἷς ἱκανὸς γενόμενος, πόλιν ἔχων πειθομένην, πάντ᾽ ἐπιτελέσαι τὰ νῦν ἀπιστούμενα.
Ἱκανὸς γάρ, ἔφη.
Ἄρχοντος γάρ που, ἦν δ᾽ ἐγώ, τιθέντος τοὺς νόμους καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ἃ διεληλύθαμεν, οὐ δήπου ἀδύνατον ἐθέλειν ποιεῖν τοὺς πολίτας.
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν.
Ἀλλὰ δή, ἅπερ ἡμῖν δοκεῖ, δόξαι καὶ ἄλλοις θαυμαστόν τι καὶ ἀδύνατον;
[502c] Οὐκ οἶμαι ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς.
Καὶ μὴν ὅτι γε βέλτιστα, εἴπερ δυνατά, ἱκανῶς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, ὡς ἐγᾦμαι, διήλθομεν.
Ἱκανῶς γάρ.
Νῦν δή, ὡς ἔοικεν, συμβαίνει ἡμῖν περὶ τῆς νομοθεσίας ἄριστα μὲν εἶναι ἃ λέγομεν, εἰ γένοιτο, χαλεπὰ δὲ γενέσθαι, οὐ μέντοι ἀδύνατά γε.
Συμβαίνει γάρ, ἔφη.
Οὐκοῦν ἐπειδὴ τοῦτο μόγις τέλος ἔσχεν, τὰ ἐπίλοιπα δὴ μετὰ τοῦτο λεκτέον, τίνα τρόπον ἡμῖν καὶ ἐκ τίνων [502d] μαθημάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων οἱ σωτῆρες ἐνέσονται τῆς πολιτείας, καὶ κατὰ ποίας ἡλικίας ἕκαστοι ἑκάστων ἁπτόμενοι;
Λεκτέον μέντοι, ἔφη.
Οὐδέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ σοφόν μοι ἐγένετο τήν τε τῶν γυναικῶν τῆς κτήσεως δυσχέρειαν ἐν τῷ πρόσθεν παραλιπόντι καὶ παιδογονίαν καὶ τὴν τῶν ἀρχόντων κατάστασιν, εἰδότι ὡς ἐπίφθονός τε καὶ χαλεπὴ γίγνεσθαι ἡ παντελῶς ἀληθής· νῦν γὰρ οὐδὲν ἧττον ἦλθεν τὸ δεῖν αὐτὰ διελθεῖν. [502e] καὶ τὰ μὲν δὴ τῶν γυναικῶν τε καὶ παίδων πεπέρανται, τὸ δὲ τῶν ἀρχόντων ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς μετελθεῖν δεῖ. ἐλέγομεν [503a] δ᾽, εἰ μνημονεύεις, δεῖν αὐτοὺς φιλοπόλιδάς τε φαίνεσθαι, βασανιζομένους ἐν ἡδοναῖς τε καὶ λύπαις, καὶ τὸ δόγμα τοῦτο μήτ᾽ ἐν πόνοις μήτ᾽ ἐν φόβοις μήτ᾽ ἐν ἄλλῃ μηδεμιᾷ μεταβολῇ φαίνεσθαι ἐκβάλλοντας, ἢ τὸν ἀδυνατοῦντα ἀποκριτέον, τὸν δὲ πανταχοῦ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα ὥσπερ χρυσὸν ἐν πυρὶ βασανιζόμενον, στατέον ἄρχοντα καὶ γέρα δοτέον καὶ ζῶντι καὶ τελευτήσαντι καὶ ἆθλα. τοιαῦτ᾽ ἄττα ἦν τὰ λεγόμενα παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ [503b] λόγου, πεφοβημένου κινεῖν τὸ νῦν παρόν.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις· μέμνημαι γάρ.
Ὄκνος γάρ, ἔφην, ὦ φίλε, ἐγώ, εἰπεῖν τὰ νῦν ἀποτετολμημένα· νῦν δὲ τοῦτο μὲν τετολμήσθω εἰπεῖν, ὅτι τοὺς ἀκριβεστάτους φύλακας φιλοσόφους δεῖ καθιστάναι.
Εἰρήσθω γάρ, ἔφη.
Νόησον δὴ ὡς εἰκότως ὀλίγοι ἔσονταί σοι· ἣν γὰρ διήλθομεν φύσιν δεῖν ὑπάρχειν αὐτοῖς, εἰς ταὐτὸν συμφύεσθαι αὐτῆς τὰ μέρη ὀλιγάκις ἐθέλει, τὰ πολλὰ δὲ διεσπασμένη φύεται.
[503c] Πῶς, ἔφη, λέγεις;
Εὐμαθεῖς καὶ μνήμονες καὶ ἀγχίνοι καὶ ὀξεῖς καὶ ὅσα ἄλλα τούτοις ἕπεται οἶσθ᾽ ὅτι οὐκ ἐθέλουσιν ἅμα φύεσθαι καὶ νεανικοί τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας οἷοι κοσμίως μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ἐθέλειν ζῆν, ἀλλ᾽ οἱ τοιοῦτοι ὑπὸ ὀξύτητος φέρονται ὅπῃ ἂν τύχωσιν, καὶ τὸ βέβαιον ἅπαν αὐτῶν ἐξοίχεται.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
Οὐκοῦν τὰ βέβαια αὖ ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα, οἷς [503d] ἄν τις μᾶλλον ὡς πιστοῖς χρήσαιτο, καὶ ἐν τῷ πολέμῳ πρὸς τοὺς φόβους δυσκίνητα ὄντα, πρὸς τὰς μαθήσεις αὖ ποιεῖ ταὐτόν· δυσκινήτως ἔχει καὶ δυσμαθῶς ὥσπερ ἀπονεναρκωμένα, καὶ ὕπνου τε καὶ χάσμης ἐμπίμπλανται, ὅταν τι δέῃ τοιοῦτον διαπονεῖν.
Ἔστι ταῦτα, ἔφη.
Ἡμεῖς δέ γέ φαμεν ἀμφοτέρων δεῖν εὖ τε καὶ καλῶς μετέχειν, ἢ μήτε παιδείας τῆς ἀκριβεστάτης δεῖν αὐτῷ μεταδιδόναι μήτε τιμῆς μήτε ἀρχῆς.
Ὀρθῶς, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν σπάνιον αὐτὸ οἴει ἔσεσθαι;
Πῶς δ᾽ οὔ;

[501d] Γιατί, τί θα έχουν πια να μας αντιτείνουν; πως δεν έχουν τον αληθινό έρωτα με το ον και με την αλήθεια οι φιλόσοφοι;
Πολύ άτοπο θα ήταν αυτό.
Πως δεν συγγενεύει ο φυσικός χαρακτήρας των, όπως τους τον περιγράψαμε, με ό,τι καλύτερο υπάρχει;
Ούτε αυτό.
Ή πως, αν ένας τέτοιος χαρακτήρας βρει την κατάλληλη απασχόληση που του χρειάζεται, δεν θα γίνει περισσότερο από κάθε άλλο το τέλειο της αρετής και της σοφίας; Ή θα παραδεχτεί αυτό για κείνους που εμείς αποκλείσαμε;
[501e] Όχι βέβαια.
Υπάρχει λοιπόν φόβος να αγριεύουν πια, όταν λέμε εμείς πως, αν δεν πάρει πριν το γένος των φιλοσόφων την εξουσία της πολιτείας στα χέρια του, δε θα πάρουν τέλος τα δεινά που τραβούν κι οι πόλεις κι οι πολίτες, ουδέ θα λάβει πραγματικήν υπόσταση το πολίτευμα, που σαν είδος τώρα παραμύθι παρουσιάζει ο λόγος μας.
Ίσως.
Θέλεις λοιπόν ν᾽ αφήσομε κατά μέρος αυτό το ίσως και να πούμε [502a] πως ολότελα τους μερέψαμε και τους έχομε πείσει, αν όχι από τίποτα άλλο, από ντροπή τουλάχιστο να συμφωνήσουν μαζί μας;
Το θέλω μάλιστα.
Ας το πάρομε λοιπόν πια τελειωμένο πως αυτοί έχουν πεισθεί· θα βρεθεί τώρα τάχα κανείς ν᾽ αμφισβητήσει πως δεν μπορεί να τύχει να υπάρξουν παιδιά βασιλέων ή δυναστών με φυσική φιλοσοφική προδιάθεση;
Ούτε ένας.
Κι αφού έτσι μια φορά γεννηθούν, θα᾽ χει κανείς να πει πως από αναπόφευκτη ανάγκη θα διαφθαρούν; γιατί πως είναι δύσκολο να σωθούν κι εμείς [502b] είμαστε σύμφωνοι· ότι όμως σ᾽ όλο το άπειρο διάστημα του χρόνου δεν μπορεί ούτε ένας καν απ᾽ όλους να σωθεί, υπάρχει κανείς να το αμφισβητήσει;
Πώς θα μπορούσε;
Και όμως και ένας μονάχα φτάνει να βρεθεί σε πόλη που να θέλει να τον υπακούσει, για να κατορθώσει αυτά που φαίνονται τώρα απίστευτα.
Πραγματικώς φτάνει.
Γιατί αν βρεθεί ένας άρχοντας να ορίσει τους νόμους και τις ασχολίες του καθενός, όπως εμείς τις περιγράψαμε, δεν θα είναι βέβαια αδύνατο να θελήσουν κι οι πολίτες να υποβληθούν σ᾽ αυτούς.
Καθόλου πραγματικώς αδύνατο.
Αλλά τάχα παράδοξο και αδύνατο θα ήταν, αυτά που σκεφτήκαμε εμείς να τα σκεφτούν και τίποτα άλλοι;
[502c] Δεν το θεωρώ αδύνατο.
Και ότι αυτά είναι άριστα, αν μπορεί να γίνουν, αρκετά πειστικά μου φαίνεται το αποδείξαμε πια ως τώρα.
Αρκετά μάλιστα.
Το τελικό μας λοιπόν συμπέρασμα είναι, καθώς φαίνεται, πως η νομοθεσία μας είναι η αρίστη, αν θα μπορούσε να υπάρξει, δύσκολο όμως να υπάρξει, όχι μολαταύτα και αδύνατο.
Αυτό πραγματικώς είναι το συμπέρασμά μας.

Η εκπαίδευση των φιλοσόφων: προς την ιδέα του αγαθού
Αφού λοιπόν μόλις και μετά βίας επήρε τέλος αυτό το ζήτημα, δεν πρέπει τώρα να εξετάσομε και όσα προβλήματα μας μένουν ακόμα, με ποιό δηλαδή τρόπο και με ποιά [502d] μαθήματα και με ποιές απασχολήσεις θα μορφώσομε τους σωτήρες της πολιτείας και σε ποιά ηλικία θα αναθέτομε στον καθένα τους την καθεμιά απ᾽ αυτές;
Πρέπει βέβαια.
Δεν ήτανε λοιπόν καμιά μεγάλη σοφία εκ μέρους μου, που ζήτησα πριν να αποφύγω τις δυσκολίες για το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης των γυναικών και της παιδοποιίας και του διορισμού των αρχόντων, επειδή ήξερα πόσες εχθρότητες και στενοχώριες προέρχονται από την τέλεια αληθινή διαπραγμάτευσή τους· γιατί να που τώρα πάλι είναι ανάγκη να ξαναγυρίζω στα ίδια. [502e] Και όσο μεν για το ζήτημα των γυναικών και των παιδιών, εκείνο τελείωσε οριστικώς· το ζήτημα όμως των αρχόντων είναι που πρέπει να ξαναπιάσομε εξαρχής. Ελέγαμε, [503a] λοιπόν, αν θυμάσαι, πως πρέπει να έχουν μεγάλη αγάπη και ζήλο για το καλό της πολιτείας κι αυτός ο ζήλος να δοκιμάζεται και σε χαρές και σε λύπες και μήτε φόβοι μήτε πόνοι να τους κάνουν να τον χάνουν, και όποιος δεν μπορέσει να τα βγάλει πέρα απ᾽ αυτή τη δοκιμασία να απορρίπτεται, όποιος όμως κατορθώσει να βγει αδιάφθορος, σαν το χρυσάφι από τη φωτιά, αυτός να γίνεται ο άρχοντας και να του δίνουνται όλες οι τιμές και τα προνόμια κι όσο ζει κι αφού πεθάνει. Κάτι τέτοια είναι που λέγαμε τότε έτσι απέξω απέξω και κάπως [503b] σκεπαστά, από φόβο μην κινήσομε ζητήματα αυτά ίσα ίσα που πέφτομε τώρα μέσα.
Πολύ σωστά τα λες και τα θυμούμαι.
Εδίσταζα λοιπόν τότε, φίλε μου, να πω αυτά που έχω επιτέλους τολμήσει· τώρα όμως ας το πούμε αδίσταχτα, πως οι πιο τέλειοι φύλακες πρέπει να γίνουνται από τους φιλοσόφους.
Ας το πούμε.
Σκέψου όμως πόσο λίγους τέτοιους θα έχεις φυσικά· γιατί σπάνια συμβαίνει οι ιδιότητες, που καθώς αναπτύξαμε πρέπει να υπάρχουν μέσα σε μια φιλοσοφική φύση, να βρίσκουνται ενωμένες στο ίδιο πρόσωπο, τις περισσότερες όμως φορές παρουσιάζονται μοιρασμένες.
[503c] Τί δηλαδή εννοείς;
Εκείνοι που είναι προικισμένοι με ευμάθεια, με μνήμη, με εύστροφο και οξύ πνεύμα και άλλες τέτοιες ανάλογες ιδιότητες ξέρεις πως δε συμβαίνει συνήθως να είναι από το ένα μέρος παράτολμοι και μεγαλεπήβολοι και σύγκαιρα τέτοιοι που να θέλουν να ρυθμίζουν τη ζωή τους με τάξη, ησυχία και σταθερότητα, αλλά από τη φυσική τους ζωηρότητα παρασέρνονται, όπως λάχει, και χάνουν στο τέλος όλη τους την ισορροπία.
Είν᾽ αλήθεια αυτό που λες.
Από το άλλο όμως πάλι μέρος, εκείνοι οι σταθεροί και όχι ευκολομετάβολοι χαρακτήρες, που [503d] θα μπορούσε κανείς να τους χρησιμοποιήσει με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και μένουν στον πόλεμο απαθείς και ασυγκίνητοι από κάθε φόβο, αυτοί πάλι παθαίνουν το ίδιο και στα μαθήματα, δύσκολα και αργά να κουνηθεί ο νους των, είναι σαν αποναρκωμένοι και σχεδόν τους πιάνει χασμουρητό και νύστα, όταν είναι ανάγκη να τελειώσουν καμιά τέτοια σπουδαία δουλειά.
Αυτό πραγματικώς γίνεται.
Εμείς όμως είπαμε πως πρέπει να έχουν μέρος όσο μπορεί περισσότερο και από τις δυο αυτές ιδιότητες, αλλιώς δε θα ήταν καν ανάγκη να λάβομε τον κόπο για την τελειότερή τους εκπαίδευση ούτε να τους ανεβάσομε στις ανώτερες τιμές της εξουσίας.
Σωστά.
Δεν το παραδέχεσαι λοιπόν ότι σπάνιοι θα είναι οι τέτοιοι χαρακτήρες;
Πώς όχι;