Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (494c-496e)

[494c] Ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες, προκαταλαμβάνοντες καὶ προκολακεύοντες τὴν μέλλουσαν αὐτοῦ δύναμιν.
Φιλεῖ γοῦν, ἔφη, οὕτω γίγνεσθαι.
Τί οὖν οἴει, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν τοιοῦτον ἐν τοῖς τοιούτοις ποιήσειν, ἄλλως τε καὶ ἐὰν τύχῃ μεγάλης πόλεως ὢν καὶ ἐν ταύτῃ πλούσιός τε καὶ γενναῖος, καὶ ἔτι εὐειδὴς καὶ μέγας; ἆρ᾽ οὐ πληρωθήσεσθαι ἀμηχάνου ἐλπίδος, ἡγούμενον καὶ τὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τὰ τῶν βαρβάρων ἱκανὸν ἔσεσθαι [494d] πράττειν, καὶ ἐπὶ τούτοις ὑψηλὸν ἐξαρεῖν αὑτόν, σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ ἄνευ νοῦ ἐμπιμπλάμενον;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Τῷ δὴ οὕτω διατιθεμένῳ ἐάν τις ἠρέμα προσελθὼν τἀληθῆ λέγῃ, ὅτι νοῦς οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, δεῖται δέ, τὸ δὲ οὐ κτητὸν μὴ δουλεύσαντι τῇ κτήσει αὐτοῦ, ἆρ᾽ εὐπετὲς οἴει εἶναι εἰσακοῦσαι διὰ τοσούτων κακῶν;
Πολλοῦ γε δεῖ, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἐὰν δ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι καὶ τὸ συγγενὲς [494e] τῶν λόγων εἰσαισθάνηταί τέ πῃ καὶ κάμπτηται καὶ ἕλκηται πρὸς φιλοσοφίαν, τί οἰόμεθα δράσειν ἐκείνους τοὺς ἡγουμένους ἀπολλύναι αὐτοῦ τὴν χρείαν τε καὶ ἑταιρίαν; οὐ πᾶν μὲν ἔργον, πᾶν δ᾽ ἔπος λέγοντάς τε καὶ πράττοντας καὶ περὶ αὐτόν, ὅπως ἂν μὴ πεισθῇ, καὶ περὶ τὸν πείθοντα, ὅπως ἂν μὴ οἷός τ᾽ ᾖ, καὶ ἰδίᾳ ἐπιβουλεύοντας καὶ δημοσίᾳ εἰς ἀγῶνας καθιστάντας;
[495a] Πολλή, ἦ δ᾽ ὅς, ἀνάγκη.
Ἔστιν οὖν ὅπως ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει;
Οὐ πάνυ.
Ὁρᾷς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οὐ κακῶς ἐλέγομεν ὡς ἄρα καὶ αὐτὰ τὰ τῆς φιλοσόφου φύσεως μέρη, ὅταν ἐν κακῇ τροφῇ γένηται, αἴτια τρόπον τινὰ τοῦ ἐκπεσεῖν ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος, καὶ τὰ λεγόμενα ἀγαθά, πλοῦτοί τε καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη παρασκευή;
Οὐ γάρ, ἀλλ᾽ ὀρθῶς, ἔφη, ἐλέχθη.
Οὗτος δή, εἶπον, ὦ θαυμάσιε, ὄλεθρός τε καὶ διαφθορὰ [495b] τοσαύτη τε καὶ τοιαύτη τῆς βελτίστης φύσεως εἰς τὸ ἄριστον ἐπιτήδευμα, ὀλίγης καὶ ἄλλως γιγνομένης, ὡς ἡμεῖς φαμεν. καὶ ἐκ τούτων δὴ τῶν ἀνδρῶν καὶ οἱ τὰ μέγιστα κακὰ ἐργαζόμενοι τὰς πόλεις γίγνονται καὶ τοὺς ἰδιώτας, καὶ οἱ τἀγαθά, οἳ ἂν ταύτῃ τύχωσι ῥυέντες· σμικρὰ δὲ φύσις οὐδὲν μέγα οὐδέποτε οὐδένα οὔτε ἰδιώτην οὔτε πόλιν δρᾷ.
Ἀληθέστατα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὗτοι μὲν δὴ οὕτως ἐκπίπτοντες, οἷς μάλιστα προσήκει, [495c] ἔρημον καὶ ἀτελῆ φιλοσοφίαν λείποντες αὐτοί τε βίον οὐ προσήκοντα οὐδ᾽ ἀληθῆ ζῶσιν, τὴν δέ, ὥσπερ ὀρφανὴν συγγενῶν, ἄλλοι ἐπεισελθόντες ἀνάξιοι ᾔσχυνάν τε καὶ ὀνείδη περιῆψαν, οἷα καὶ σὺ φῂς ὀνειδίζειν τοὺς ὀνειδίζοντας, ὡς οἱ συνόντες αὐτῇ οἱ μὲν οὐδενός, οἱ δὲ πολλοὶ πολλῶν κακῶν ἄξιοί εἰσιν.
Καὶ γὰρ οὖν, ἔφη, τά γε λεγόμενα ταῦτα.
Εἰκότως γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, λεγόμενα. καθορῶντες γὰρ ἄλλοι ἀνθρωπίσκοι κενὴν τὴν χώραν ταύτην γιγνομένην, καλῶν [495d] δὲ ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, ὥσπερ οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες, ἅσμενοι καὶ οὗτοι ἐκ τῶν τεχνῶν ἐκπηδῶσιν εἰς τὴν φιλοσοφίαν, οἳ ἂν κομψότατοι ὄντες τυγχάνωσι περὶ τὸ αὑτῶν τεχνίον. ὅμως γὰρ δὴ πρός γε τὰς ἄλλας τέχνας καίπερ οὕτω πραττούσης φιλοσοφίας τὸ ἀξίωμα μεγαλοπρεπέστερον λείπεται, οὗ δὴ ἐφιέμενοι πολλοὶ ἀτελεῖς μὲν τὰς φύσεις, ὑπὸ δὲ τῶν τεχνῶν τε καὶ δημιουργιῶν ὥσπερ τὰ σώματα λελώβηνται, οὕτω [495e] καὶ τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας τυγχάνουσιν — ἢ οὐκ ἀνάγκη;
Καὶ μάλα, ἔφη.
Δοκεῖς οὖν τι, ἦν δ᾽ ἐγώ, διαφέρειν αὐτοὺς ἰδεῖν ἀργύριον κτησαμένου χαλκέως φαλακροῦ καὶ σμικροῦ, νεωστὶ μὲν ἐκ δεσμῶν λελυμένου, ἐν βαλανείῳ δὲ λελουμένου, νεουογὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένου, διὰ πενίαν καὶ ἐρημίαν τοῦ δεσπότου τὴν θυγατέρα μέλλοντος γαμεῖν;
[496a] Οὐ πάνυ, ἔφη, διαφέρει.
Ποῖ᾽ ἄττα οὖν εἰκὸς γεννᾶν τοὺς τοιούτους; οὐ νόθα καὶ φαῦλα;
Πολλὴ ἀνάγκη.
Τί δέ; τοὺς ἀναξίους παιδεύσεως, ὅταν αὐτῇ πλησιάζοντες ὁμιλῶσι μὴ κατ᾽ ἀξίαν, ποῖ᾽ ἄττα φῶμεν γεννᾶν διανοήματά τε καὶ δόξας; ἆρ᾽ οὐχ ὡς ἀληθῶς προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα, καὶ οὐδὲν γνήσιον οὐδὲ φρονήσεως [ἄξιον] ἀληθινῆς ἐχόμενον;
Παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη.
Πάνσμικρον δή τι, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἀδείμαντε, λείπεται τῶν [496b] κατ᾽ ἀξίαν ὁμιλούντων φιλοσοφίᾳ, ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφθὲν γενναῖον καὶ εὖ τεθραμμένον ἦθος, ἀπορίᾳ τῶν διαφθερούντων κατὰ φύσιν μεῖναν ἐπ᾽ αὐτῇ, ἢ ἐν σμικρᾷ πόλει ὅταν μεγάλη ψυχὴ φυῇ καὶ ἀτιμάσασα τὰ τῆς πόλεως ὑπερίδῃ· βραχὺ δέ πού τι καὶ ἀπ᾽ ἄλλης τέχνης δικαίως ἀτιμάσαν εὐφυὲς ἐπ᾽ αὐτὴν ἂν ἔλθοι. εἴη δ᾽ ἂν καὶ ὁ τοῦ ἡμετέρου ἑταίρου Θεάγους χαλινὸς οἷος κατασχεῖν· καὶ γὰρ [496c] Θεάγει τὰ μὲν ἄλλα πάντα παρεσκεύασται πρὸς τὸ ἐκπεσεῖν φιλοσοφίας, ἡ δὲ τοῦ σώματος νοσοτροφία ἀπείργουσα αὐτὸν τῶν πολιτικῶν κατέχει. τὸ δ᾽ ἡμέτερον οὐκ ἄξιον λέγειν, τὸ δαιμόνιον σημεῖον· ἢ γάρ πού τινι ἄλλῳ ἢ οὐδενὶ τῶν ἔμπροσθεν γέγονεν. καὶ τούτων δὴ τῶν ὀλίγων οἱ γενόμενοι καὶ γευσάμενοι ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτῆμα, καὶ τῶν πολλῶν αὖ ἱκανῶς ἰδόντες τὴν μανίαν, καὶ ὅτι οὐδεὶς οὐδὲν ὑγιὲς ὡς ἔπος εἰπεῖν περὶ τὰ τῶν πόλεων πράττει οὐδ᾽ ἔστι [496d] σύμμαχος μεθ᾽ ὅτου τις ἰὼν ἐπὶ τὴν τῷ δικαίῳ βοήθειαν σῴζοιτ᾽ ἄν, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἰς θηρία ἄνθρωπος ἐμπεσών, οὔτε συναδικεῖν ἐθέλων οὔτε ἱκανὸς ὢν εἷς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν, πρίν τι τὴν πόλιν ἢ φίλους ὀνῆσαι προαπολόμενος ἀνωφελὴς αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἂν γένοιτο — ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών, ἡσυχίαν ἔχων καὶ τὰ αὑτοῦ πράττων, οἷον ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου ὑπὸ τειχίον ἀποστάς, ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας, ἀγαπᾷ εἴ πῃ αὐτὸς καθαρὸς ἀδικίας τε καὶ ἀνοσίων [496e] ἔργων τόν τε ἐνθάδε βίον βιώσεται καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ μετὰ καλῆς ἐλπίδος ἵλεώς τε καὶ εὐμενὴς ἀπαλλάξεται.

[494c] Θ᾽ αρχίσουν λοιπόν να πέφτουν εμπρός του και να τον παρακαλούν και να τον περιποιούνται, για να προκαταλάβουν και να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους με τις κολακείες των τη δύναμη που θ᾽ αποκτήσει μια μέρα.
Αυτό πραγματικώς συνηθίζει να γίνεται.
Τί νομίζεις λοιπόν πως θα κάμει ένας τέτοιος, αν τύχει μάλιστα να είναι από μεγάλη πόλη και ο ίδιος μες σ᾽ αυτή πλούσιος και καλογεννημένος κι ακόμα έμορφος και μ᾽ επιβλητικό παρουσιαστικό; Δε θα γεμίσει με τις πιο παράλογες ελπίδες, ως και να φαντάζεται πως θα είναι ικανός να διοικήσει και Έλληνες και βαρβάρους [494d] και μ᾽ αυτές τις τρελές ιδέες του μεγαλείου να παραφουσκώνει γεμάτος από καμάρι και κούφια έπαρση, άδειος όμως από νου;
Και βέβαια αυτό θα πάθει.
Αν λοιπόν, εκεί που βρίσκεται σε τέτοιες διαθέσεις, τον πλησιάσει κανείς έμορφα έμορφα και του δώσει να καταλάβει την αλήθεια, πως δεν έχει νου στο κεφάλι του, του χρειάζεται όμως, μα πως αυτό το πράγμα χρειάζεται να δουλέψει κανείς για να τ᾽ αποχτήσει, νομίζεις άραγε πως είναι εύκολο να τον ακούσει μες στα τόσα κακά που βρίσκεται;
Κάθε άλλο βέβαια.
Αν όμως βρεθεί οπωσδήποτε ένας, που χάρη στην καλή του φύση και στη συγγένεια πὄχουν μ᾽ αυτήν [494e] εκείνα τα λόγια, έρθει σε συναίσθηση κι αρχίζει να λυγίζει και να τον τραβά η φιλοσοφία, τί νομίζουμε πως θα κάνουν εκείνοι που πιστεύουν πως χάνουν έτσι την εκμετάλλευση και τη φιλία του; Δε θα βάλουν το παν σε ενέργεια, και λόγους και έργα, για να τον καταφέρουν να μην πεισθεί, και δε θα τα βάλουν σύγκαιρα και με κείνον που ζήτησε να τον παρασύρει για να μην το πετύχει μ᾽ όλα τα μέσα που διαθέτουν, και με ιδιωτικές επιβουλές και με δημόσιους δικαστικούς αγώνες;
[495a] Αυτό θα γίνει χωρίς άλλο.
Μπορεί λοιπόν ποτέ να επιδοθεί ένας τέτοιος στη φιλοσοφία;
Δεν το πολυπιστεύω.
Βλέπεις λοιπόν πως δεν είχαμε άδικο να λέμε ότι και αυτά τα συστατικά της φιλοσοφικής φύσης, όταν αναπτυχθούν μες σε κακή ανατροφή, γίνονται τρόπον τινά αφορμή να ξεπέσει από τον προορισμό του, καθώς κι αυτά που λένε αγαθά, τα πλούτη κι όλη η παρόμοια σοδειά;
Καθόλου άδικο πραγματικώς δεν είχαμε, απεναντίας.
Μ᾽ αυτόν λοιπόν τον τρόπο, αγαπητέ μου, διαφθείρονται και χάνονται [495b] τόσοι και τόσοι από τις άριστες εκείνες φύσεις τις προορισμένες για το άριστο επάγγελμα, που κι αλλιώς είναι τόσο σπάνιες, όπως εμείς παραδεχόμαστε· απ᾽ αυτούς βγαίνουν οι άνθρωποι που προξενούν τα μεγαλύτερα κακά και στις πόλεις και στους ιδιώτες, μα και τα μεγαλύτερα πάλι καλά, αν έτσι τύχει να τους φέρει το ρέμα· μια μικρή κι ασήμαντη φύση ποτέ δεν κάνει τίποτε μεγάλο, ούτε σε ιδιώτη ούτε σε πόλη.
Σωστότατα.
Αυτοί λοιπόν που ήταν οι καθαυτό γεννημένοι για τη φιλοσοφία, [495c] μια που έτσι την παρατήσουν έρημη και παραπονεμένη στη μέση, κι ίδιοι ζουν μια ζωή που δεν τους ταιριάζει κι όχι αληθινή, και κείνην αφήνουν ορφανή κι απροστάτευτη, για να μπουν και να της πατήσουν το σπίτι άλλοι ανάξιοι και να την κατεξευτελίσουν και να της κολλήσουν τέτοιες ντροπές, ώστε να᾽ χουν δίκιο όσοι της ψάλλουν εκείνα που λες εσύ πως της ψάλλουν: ότι από κείνους που την ακολουθούν, άλλοι δεν είναι άξιοι για τίποτα κι οι περισσότεροι άξιοι για πολλά και μεγάλα κακά.
Αυτά είναι πραγματικώς που λένε.
Και δεν έχουν διόλου άδικο· γιατί όταν δουν άλλοι άνθρωποι κενή αυτή τη θέση, την τόσο ζηλευτή με τα λαμπρά [495d] ονόματα και τα στολίδια που είναι γεμάτη, σαν τους κακούργους εκείνους που δραπετεύουν από την ειρκτή και βρίσκουν άσυλο στα ιερά των θεών, απαράλλακτα κι αυτοί παρατούν ευχαρίστως την τέχνη τους και πηδούν ίσα μέσα στη φιλοσοφία, προπάντων όσοι απ᾽ αυτούς τύχει να κάνουν τον πολύ μάστορη στην τεχνούλα τους. Γιατί μ᾽ όλα ταύτα, αν και κατάντησε να βρίσκεται σε τέτοια θέση η φιλοσοφία, διατηρεί όμως απέναντι στις άλλες τέχνες ένα μεγαλοπρεπέστερο αξίωμα· κι αυτό είναι που ζηλεύουν πολλοί από φυσικού τους άτελοι, και που όπως έχουν τα κορμιά τους στρεβλωμένα από τις χειρωναχτικές των εργασίες, [495e] έτσι τυχαίνει να έχουν και τις ψυχές των σακατεμένες και παραμορφωμένες από τις βάναυσες απασχολήσεις· ή μπορούσε να γίνει κι αλλιώς;
Όχι βέβαια.
Και νομίζεις πως διαφέρουν καθόλου, να τους δεις, από έναν χαλκιά που απόχτησε λεφτά, κακομοιριασμένο και φαλακρό χαλκιά, που μόλις βγήκε από τις φυλακές, και τώρα αφού ξεβρόμισε στο λουτρό, καινουργιοφορεμένος σα γαμπρός ετοιμάζεται να παντρευτεί του αφεντικού του τη θυγατέρα, που η φτώχεια κι η ορφάνια την κατάντησαν σ᾽ αυτή την ανάγκη;
[496a] Δε διαφέρουν και πολύ.
Τί παιδιά λοιπόν θες να σου γεννήσουν αυτοί; όχι νόθα και πρόστυχα;
Αναγκαστικά.
Το ίδιο κι αυτοί οι ανάξιοι για εκπαίδευση, όταν χωρίς να τ᾽ αξίζουν την πλησιάσουν και ᾽ρθούν σε σχέση μαζί της, τί λογής διανοήματα και ιδέες περιμένεις να σου γεννήσουν; Τί άλλο παρά σοφίσματα, καθώς πραγματικώς αξίζει να τα ονομάζουμε, και τίποτα γνήσιο και που να έχει τον τύπο της αληθινής σοφίας;
Εξάπαντος.
Ώστε ένας πολύ ελάχιστος αριθμός μένει, Αδείμαντε, [496b] από κείνους που τους αξίζει να καταγίνουνται με τη φιλοσοφία και ή θα είναι καμιά ευγενική και εξαιρετικά μορφωμένη φύση που, επειδή έπεσε σε εξορία και έτσι έλειψαν από γύρω της οι διαφθορείς, κατόρθωσε να κρατηθεί στη φυσική της κλίση, ή καμιά μεγάλη ψυχή που γεννήθηκε σε πόλη μικρή και από περιφρόνηση δεν ανακατεύτηκε στα πολιτικά, αλλά βλέπει στα ψηλότερα· κι ένα μικρό μέρος ακόμα από άλλη τέχνη που της έστρεψαν με τα δίκια τους τη ράχη για να επιδοθούν από τη φυσική τους προδιάθεση στη φιλοσοφία. Κι άλλους πάλι ίσως να στάθηκε ικανός να τους συγκρατήσει ο χαλινός του φίλου μας του Θεάγη· γιατί [496c] στον Θεάγη βρίσκονται όλα τ᾽ άλλα ενωμένα που θα μπορούσαν να τον αποσπάσουν από τη φιλοσοφία, αλλά η ανάγκη να φροντίζει πάντα για το αρρωστιάρικό του σώμα τον συγκρατεί. Όσο για μένα, δεν αξίζει να κάμω λόγο για το δαιμονικό μου σημείο· γιατί παρόμοιο κάτι ή σε έναν ή σε κανέναν άλλο δεν έτυχε ως τώρα. Κι απ᾽ αυτούς λοιπόν τους ολίγους που γεύονται ή γευτήκανε τί γλυκό και μακάριο πράγμα είναι η φιλοσοφία, είδαν όμως απ᾽ την άλλη μεριά και γνώρισαν αρκετά τη μανία του όχλου και πως κανείς, μ᾽ ένα λόγο, δεν υπάρχει που να κάνει τίποτα το σωστό και λογικό στην πολιτική, ούτε βρίσκεται [496d] σύμμαχος να πάει κανείς μαζί του για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης δίχως κίνδυνο της ζωής του, μα σαν άνθρωπος που έπεσε ανάμεσα σε άγρια θηρία και που δε θέλει να παίρνει μέρος στις αδικίες των, ούτε όμως είναι ικανός να αντισταθεί ένας αυτός σε τόσους αγρίους, βέβαιος πως θα είναι ανωφελής και για τον εαυτό του και για τους άλλους και θα χαθεί άδικα πριν να προσφέρει καμιά εκδούλευση ούτε στην πατρίδα του ούτε στους φίλους του — όλ᾽ αυτά λοιπόν αφού καλά τα στοχαστεί με το νου του, προτιμά να μείνει στην ησυχία του και να κοιτάζει τη δουλειά του, και σαν ένας που, όταν τον χειμώνα ο αέρας σηκώνει κουρνιαχτό και ανεμοζάλη, αποτραβιέται πίσω από ένα τειχαράκι για να προφυλαχτεί, έτσι κι᾽ αυτός, ενώ βλέπει τους άλλους καταγεμισμένους από την ανομία, μένει ευχαριστημένος αν οπωσδήποτε ζήσει σ᾽ αυτόν τον κόσμο καθαρός από αδικίες και ανόσια [496e] έργα και βγει από αυτή τη ζωή με καλήν ελπίδα, ιλαρός και καλόκαρδος.