[8.107.1] Κι ο Ξέρξης, αφού εμπιστεύτηκε στην Αρτεμισία να οδηγήσει τα παιδιά του στην Έφεσο, κάλεσε τον Μαρδόνιο και τον διέταξε να επιλέξει αυτούς που θέλει από το εκστρατευτικό σώμα και να προσπαθήσει να κάνει πράξη τα όσα είπε. Λοιπόν εκείνη τη μέρα σ᾽ αυτά περιορίστηκαν, αλλά τη νύχτα οι ναύαρχοι, με διαταγή του βασιλιά, σήκωσαν απ᾽ το Φάληρο τα καράβια και τα οδηγούσαν πίσω, στον Ελλήσποντο, μ᾽ όση ταχύτητα μπορούσε ο καθένας τους, για να περιφρουρήσουν τις γέφυρες, να περάσει ο βασιλιάς. [8.107.2] Καθώς λοιπόν οι βάρβαροι αρμενίζοντας έφτασαν κοντά στον Ζωστήρα, έτσι που εκεί ξεπροβάλλουν απ᾽ τη στεριά βράχια σαν γλώσσες γης, τα πήραν για καράβια και το ᾽βαλαν στη φευγάλα κι απομακρύνθηκαν πολύ. Αργότερα όμως, όταν κατάλαβαν πως δεν είναι καράβια, αλλά γλώσσες γης, συγκεντρωμένοι συνέχισαν την πορεία τους. [8.108.1] Κι όταν ξημέρωσε, οι Έλληνες, βλέποντας το πεζικό να μένει στη θέση του, υπέθεσαν πως και τα καράβια βρίσκονταν στα νερά του Φαλήρου και πίστευαν πως οι Πέρσες θα δώσουν ναυμαχία· κι έκαναν ετοιμασίες, για να τους αποκρούσουν. Όταν όμως πληροφορήθηκαν πως τα καράβια έγιναν άφαντα, αποφάσισαν αμέσως να τους καταδιώξουν. Συνεχίζοντας όμως την καταδίωξή τους ώς την Άνδρο δεν διέκριναν πουθενά τον στόλο του Ξέρξη κι έτσι φτάνοντας στην Άνδρο έκαναν σύσκεψη. [8.108.2] Ο Θεμιστοκλής λοιπόν υποστήριζε τη γνώμη ν᾽ ακολουθήσουν γραμμή πορείας ανάμεσ᾽ από τα νησιά και, καταδιώκοντας τον εχθρικό στόλο, να βάλουν πλώρη κατευθείαν για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες· ο Ευρυβιάδης όμως υποστήριζε την αντίθετη γνώμη, λέγοντας πως, αν διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες, θα κάνουν από μόνοι τους το μεγαλύτερο κακό στην Ελλάδα. [8.108.3] Γιατί, αν ο Πέρσης αποκλεισμένος αναγκαστεί να μείνει στην Ευρώπη, θα βάλει τα δυνατά του και δε θα καθίσει ήσυχος, γιατί, αν καθίσει ήσυχος, δε θα είναι δυνατό ούτε να σημειωθεί κάποια πρόοδος στις επιχειρήσεις του ούτε να φανεί κάποιος τρόπος επιστροφής, και το εκστρατευτικό του σώμα θα το θερίσει η πείνα· αν όμως δραστηριοποιηθεί και καταπιαστεί με επιχειρήσεις, μπορεί να ταχθούν στο πλευρό του όλες οι δυνάμεις της Ευρώπης, η κάθε πόλη και το κάθε έθνος με τη σειρά του, είτε ύστερ᾽ από κατάκτηση είτε, πριν απ᾽ αυτή, με συνθήκες· και τροφή τους θα έχουν τη σοδειά, κάθε χρόνο, των Ελλήνων. [8.108.4] Αλλά, υποστήριζε, είχε την εντύπωση πως ο Πέρσης, ύστερ᾽ από την ήττα του στη ναυμαχία, δε θα παραμείνει στην Ευρώπη· επομένως, πρέπει να τον αφήσουν να φύγει, ώσπου φεύγοντας να φτάσει στη χώρα του· κι αποκεί και πέρα, τους προέτρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα, αυτή τη φορά για να κατακτήσουν τη χώρα του βασιλιά. Μ᾽ αυτή τη γνώμη τάχτηκαν και οι στρατηγοί των άλλων Πελοποννησίων. [8.109.1] Ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν αντιλήφτηκε πως δε θα πείσει τους περισσότερους να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, μετατοπίστηκε από την αρχική του θέση και απευθύνθηκε στους Αθηναίους (γιατί αυτοί ήταν φουρκισμένοι πιο πολύ απ᾽ όλους που ξέφυγε ο εχθρός μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια τους κι ανυπομονούσαν να κινήσουν με τα καράβια τους για τον Ελλήσποντο, παίρνοντας, έστω, μόνοι αυτοί επάνω τους την επιχείρηση, αν οι άλλοι δεν ήθελαν) μ᾽ αυτά τα λόγια: [8.109.2] «Κι ο ίδιος μου παραβρέθηκα κιόλας σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις αλλά κι άκουσα πολύ περισσότερες, όπου στρατός στενεμένος απ᾽ την ανάγκη ύστερ᾽ από ήττα ξαναρίχτηκε στη μάχη και πήρε πίσω τη χαμένη τιμή του. Επομένως κι εμείς (γιατί ήταν ουρανοκατέβατο δώρο για μας τους ίδιους και για την Ελλάδα να σκορπίσουμε ένα τόσο μεγάλο σύννεφο εχθρών) να μη βαλθούμε και καλά να καταδιώξουμε εχθρό που τράπηκε σε φυγή. [8.109.3] Γιατί δεν είναι δικό μας αυτό το κατόρθωμα, αλλά των θεών και των ημιθέων, που δεν είδαν με καλό μάτι ένας άντρας να βασιλεύει και στην Ασία και στην Ευρώπη, άντρας αθεόφοβος και ακαταλόγιστος, που έβαζε στην ίδια μοίρα τους ναούς των θεών και τις κατοικίες των ανθρώπων, πυρπολώντας και συντρίβοντας τα αγάλματα των θεών, που έφτασε να μαστιγώσει αλύπητα και τη θάλασσα και να της ρίξει αλυσίδες. [8.109.4] Αλλά —γιατί για την ώρα αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε— να μείνουμε τώρα στην Ελλάδα και να φροντίσουμε για μας τους ίδιους και για τους ανθρώπους των σπιτιών μας· κι ο καθένας σας να ξαναχτίσει το σπίτι του και να καταγίνει με τη σπορά, αφού έδιωξε απ᾽ τη χώρα του οριστικά τον βάρβαρο· και με την άνοιξη ξεκινάμε με τα καράβια μας για τον Ελλήσποντο και την Ιωνία». [8.109.5] Και τα ᾽λεγε αυτά φροντίζοντας να έχει παρακαταθήκη στον βασιλιά των Περσών, ώστε, αν του έρθει κάποιο κακό απ᾽ τους Αθηναίους, να έχει καταφυγή· κάτι που δεν άργησε να γίνει. [8.110.1] Μιλώντας λοιπόν έτσι ο Θεμιστοκλής τους παραπλανούσε, αλλά οι Αθηναίοι πείθονταν· γιατί, καθώς και στο παρελθόν είχε θεωρηθεί πως ήταν σοφός, με το ν᾽ αποδειχτεί από τα πράγματα ότι ήταν σοφός με ευθυκρισία πείθονταν ανεπιφύλακτα στα λόγια του, για το καθετί. [8.110.2] Κι όταν ο Θεμιστοκλής τους έφερε στα λόγια του, αμέσως κατόπιν έστειλε ανθρώπους του με πλεούμενο, για τους οποίους ήταν βέβαιος πως θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σ᾽ όποια βασανιστήρια κι αν υποβληθούν, με την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμά του στον βασιλιά· σ᾽ αυτή την αποστολή πήρε πάλι μέρος κι ο Σίκιννος, ο άνθρωπος του σπιτιού του· κι όταν αυτοί έφτασαν στην Αττική, οι άλλοι έμειναν στο πλεούμενο, ενώ ο Σίκιννος, αφού ανέβηκε και βρήκε τον Ξέρξη, του έλεγε: [8.110.3] «Μ᾽ έστειλε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλή, ο στρατηγός των Αθηναίων κι ο πρώτος και καλύτερος κι ο πιο σοφός απ᾽ όλους τους συμμάχους, για να σου πω ότι: ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος θέλοντας να σου προσφέρει υπηρεσίες, συγκράτησε τους Έλληνες την ώρα που ήθελαν να καταδιώξουν το στόλο σου και να διαλύσουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου. Τώρα λοιπόν μπορείς να πας στο καλό μ᾽ όλη την ησυχία σου». [8.111.1] Αυτοί λοιπόν έδωσαν αυτό το μήνυμα και γύρισαν πίσω με το πλεούμενό τους· οι Έλληνες τώρα, μια και πήραν απόφαση να μη συνεχίσουν την καταδίωξη του στόλου των βαρβάρων κι ούτε να πλεύσουν στον Ελλήσποντο για να διαλύσουν τις γέφυρες, πολιορκούσαν την Άνδρο θέλοντας να την κυριέψουν. [8.111.2] Γιατί οι Άνδριοι ήταν οι πρώτοι απ᾽ τους νησιώτες που δεν έδωσαν τα χρήματα που τους ζητούσε ο Θεμιστοκλής, αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής τους έκανε την ακόλουθη δήλωση, ότι ήρθαν οι Αθηναίοι έχοντας στο πλευρό τους δυο μεγάλες θεότητες, την Πειθώ και την Ανάγκη, κι έτσι ήταν αναπόφευκτο να δώσουν αυτοί χρήματα, αποκρίθηκαν σ᾽ αυτά λέγοντας πως έτσι εξηγείται βέβαια το ότι η Αθήνα είναι πόλη μεγάλη κι ευτυχισμένη, αφού κι από θεούς χρήσιμους τα πάει καλά· [8.111.3] γιατί οι Άνδριοι είναι φουκαράδες με γη μίζερη όσο δεν παίρνει και δυο θεοί ανεπρόκοποι δε λεν να το κουνήσουν απ᾽ το νησί τους αλλά έχουν έρωτα μ᾽ αυτό, η Πενία και η Αμηχανία, κι έτσι που οι Άνδριοι έχουν πολιούχους αυτούς τους θεούς, δε θα δώσουν χρήματα· γιατί ποτέ δε θ᾽ αποδειχτεί η δύναμη της Αθήνας ισχυρότερη απ᾽ τη δική τους αδυναμία. Ύστερα λοιπόν απ᾽ αυτή την απάντηση, καθώς δεν έδιναν χρήματα, πολιορκήθηκαν. [8.112.1] Κι ο Θεμιστοκλής, γιατί η πλεονεξία του δεν είχε σταματημό, στέλνοντας στ᾽ άλλα νησιά απειλητικά μηνύματα με αγγελιοφόρους τους ίδιους εκείνους που απέστειλε στους Ανδρίους, απαιτούσε χρήματα, λέγοντάς τους πως, αν δεν του δώσουν τα όσα τους ζητά, θα οδηγήσει στη χώρα τους το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων και θα τους κυριέψει με πολιορκία. [8.112.2] Λέγοντας αυτά μάζευε πολλά χρήματα από τους Καρυστίους και τους Παρίους, που, μαθαίνοντας ότι η Άνδρος πολιορκείται επειδή μήδισε κι ότι το κύρος του Θεμιστοκλή ανάμεσα στους στρατηγούς ήταν τεράστιο, φοβισμένοι απ᾽ όλ᾽ αυτά έστελναν χρήματα. Τώρα, αν και κάποιοι άλλοι απ᾽ τους νησιώτες τού έδωσαν, δεν μπορώ να το πω· υποθέτω όμως ότι και κάποιοι άλλοι έδωσαν κι όχι μονάχα αυτοί. [8.112.3] Ωστόσο, και μ᾽ αυτά δεν άργησε καθόλου η συμφορά να χτυπήσει τους Καρυστίους· οι Πάριοι όμως εξιλέωσαν τον Θεμιστοκλή με χρήματα και γλίτωσαν από το εκστρατευτικό σώμα. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν έχοντας ορμητήριο την Άνδρο έπαιρνε χρήματα απ᾽ τους νησιώτες, ενώ οι άλλοι στρατηγοί δεν είχαν ιδέα. |