Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (8.96.1-8.99.2)

[8.96.1] Ὡς δὲ ἡ ναυμαχίη διελέλυτο, κατειρύσαντες ἐς τὴν Σαλαμῖνα οἱ Ἕλληνες τῶν ναυηγίων ὅσα ταύτῃ ἐτύγχανε ἔτι ἐόντα, ἕτοιμοι ἦσαν ἐς ἄλλην ναυμαχίην, ἐλπίζοντες τῇσι περιεούσῃσι νηυσὶ ἔτι χρήσεσθαι βασιλέα. [8.96.2] τῶν δὲ ναυηγίων πολλὰ ὑπολαβὼν ἄνεμος ζέφυρος ἔφερε τῆς Ἀττικῆς ἐπὶ τὴν ἠιόνα τὴν καλεομένην Κωλιάδα, ὥστε ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμὸν τόν τε ἄλλον πάντα τὸν περὶ τῆς ναυμαχίης ταύτης εἰρημένον Βάκιδι καὶ Μουσαίῳ, καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰ ναυήγια τὰ ταύτῃ ἐξενειχθέντα τὸ εἰρημένον πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐν χρησμῷ Λυσιστράτῳ Ἀθηναίῳ ἀνδρὶ χρησμολόγῳ, τὸ ἐλελήθεε πάντας τοὺς Ἕλληνας,
Κωλιάδες δὲ γυναῖκες ἐρετμοῖσι φρύξουσι.
τοῦτο δὲ ἔμελλε ἀπελάσαντος βασιλέος ἔσεσθαι.
[8.97.1] Ξέρξης δὲ ὡς ἔμαθε τὸ γεγονὸς πάθος, δείσας μή τις τῶν Ἰώνων ὑποθῆται τοῖσι Ἕλλησι ἢ αὐτοὶ νοήσωσι πλέειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον λύσοντες τὰς γεφύρας καὶ ἀπολαμφθεὶς ἐν τῇ Εὐρώπῃ κινδυνεύσῃ ἀπολέσθαι, δρησμὸν ἐβούλευε· θέλων δὲ μὴ ἐπίδηλος εἶναι μήτε τοῖσι Ἕλλησι μήτε τοῖσι ἑωυτοῦ ἐς τὴν Σαλαμῖνα χῶμα ἐπειρᾶτο διαχοῦν, γαύλους τε Φοινικηίους συνέδεε, ἵνα ἀντί τε σχεδίης ἔωσι καὶ τείχεος, ἀρτέετό τε ἐς πόλεμον ὡς ναυμαχίην ἄλλην ποιησόμενος. [8.97.2] ὁρῶντες δέ μιν πάντες οἱ ἄλλοι ταῦτα πρήσσοντα εὖ ἠπιστέατο ὡς ἐκ παντὸς νόου παρεσκεύασται μένων πολεμήσειν· Μαρδόνιον δ᾽ οὐδὲν τούτων ἐλάνθανε ὡς μάλιστα ἔμπειρον ἐόντα τῆς ἐκείνου διανοίης. [8.98.1] ταῦτά τε ἅμα Ξέρξης ἐποίεε καὶ ἔπεμπε ἐς Πέρσας ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι συμφορήν. τούτων δὲ τῶν ἀγγέλων ἔστι οὐδὲν ὅ τι θᾶσσον παραγίνεται θνητὸν ἐόν· οὕτω τοῖσι Πέρσῃσι ἐξεύρηται τοῦτο. λέγουσι γὰρ ὡς ὁσέων ἂν ἡμερέων ‹ᾖ› ἡ πᾶσα ὁδός, τοσοῦτοι ἵπποι τε καὶ ἄνδρες διεστᾶσι, κατὰ ἡμερησίην ὁδὸν ἑκάστην ἵππος τε καὶ ἀνὴρ τεταγμένος· τοὺς οὔτε νιφετός, οὐκ ὄμβρος, οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αὐτῷ δρόμον τὴν ταχίστην. [8.98.2] ὁ μὲν δὴ πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ δεύτερος τῷ τρίτῳ· τὸ δὲ ἐνθεῦτεν ἤδη κατ᾽ ἄλλον ‹καὶ ἄλλον› διεξέρχεται παραδιδόμενα, κατά περ Ἕλλησι ἡ λαμπαδηφορίη τὴν τῷ Ἡφαίστῳ ἐπιτελέουσι. τοῦτο τὸ δράμημα τῶν ἵππων καλέουσι Πέρσαι ἀγγαρήιον. [8.99.1] ἡ μὲν δὴ πρώτη ἐς Σοῦσα ἀγγελίη ἀπικομένη, ὡς ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης, ἔτερψε οὕτω δή τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θυσίῃσί τε καὶ εὐπαθείῃσι· [8.99.2] ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεσελθοῦσα συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατερρήξαντο πάντες, βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ, Μαρδόνιον ἐν αἰτίῃ τιθέντες. οὐκ οὕτω δὲ περὶ τῶν νεῶν ἀχθόμενοι ταῦτα οἱ Πέρσαι ἐποίευν ὡς περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ δειμαίνοντες.

[8.96.1] Κι όταν πήρε τέλος η ναυμαχία, οι Έλληνες, αφού έσυραν στη στεριά στη Σαλαμίνα όσα ναυαγισμένα καράβια τύχαινε να βρίσκονται ακόμα σ᾽ αυτό το μέρος, ετοιμάζονταν για άλλη ναυμαχία, με την πρόβλεψη ότι ο βασιλιάς θα ρίξει στη μάχη άλλη μια φορά τα καράβια που του απέμειναν. [8.96.2] Κι απ᾽ τα συντρίμμια των ναυαγίων πολλά τ᾽ άρπαξε άνεμος ζέφυρος και τα μετέφερε στο ακροθαλάσσι της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα κι έτσι εκπληρώθηκε και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα σημεία του, αλλά και ειδικότερα στο μέρος του που αφορούσε στα ναυάγια που ξεβράστηκαν σ᾽ αυτό τον τόπο, ο χρησμός που ειπώθηκε από τον Βάκη και τον Μουσαίο· τον χρησμό αυτό τον είπε πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτά τα γεγονότα ο Λυσίστρατος, Αθηναίος χρησμολόγος, κι είχε ξεχαστεί απ᾽ όλους τους Έλληνες:
Της Κωλιάδας οι κυρές με τα κουπιά των καραβιών
θα βράζουν τα τσουκάλια.
Αυτό όμως ήταν να γίνει αργότερα, μετά την αποχώρηση του βασιλιά.
[8.97.1] Κι ο Ξέρξης, όταν αντιλήφτηκε το πλήγμα που δέχτηκε, φοβήθηκε μήπως κάποιοι Ίωνες υποβάλουν τη σκέψη στους Έλληνες ή από μονάχοι τους αυτοί σκεφτούν να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις γέφυρες, κι έτσι βρεθεί αποκλεισμένος στην Ευρώπη και μπει η ζωή του σε κίνδυνο, και μελετούσε δραπέτευση· θέλοντας όμως να μη γίνουν γνωστές οι προθέσεις του ούτε στους Έλληνες ούτε στους δικούς του, άρχισε να επιχωματώνει το στενό της Σαλαμίνας και έδενε τον έναν με τον άλλο γαύλους (φοινικικά πλεούμενα), για να τους έχει και σαν πλωτή γέφυρα και σαν τείχος, κι έκανε πολεμικές προετοιμασίες, τάχα πως θα έδινε κι άλλη ναυμαχία. [8.97.2] Και όλοι οι άλλοι βλέποντας αυτές τις ενέργειές του, σχημάτισαν την εντύπωση πως το μόνο που είχε στο νου του ήταν να μείνει και να δώσει μάχη· αλλά τίποτε απ᾽ αυτά δεν ξέφευγε απ᾽ τον Μαρδόνιο, καθώς περισσότερο από κάθε άλλον είχε μελετήσει τη νοοτροπία του.
[8.98.1] Ο Ξέρξης ταυτόχρονα μ᾽ αυτές τις ενέργειές του έστειλε αγγελιοφόρο στους Πέρσες, για ν᾽ αναγγείλει το κακό που τους βρήκε. Λοιπόν, στον κόσμο των θνητών δεν υπάρχει τίποτε που να φτάνει στον προορισμό του ταχύτερα απ᾽ αυτούς τους αγγελιοφόρους· τόσο σπουδαία είναι αυτή η επινόηση των Περσών. Γιατί λεν πως όσες μέρες θέλει για να διανυθεί ο δρόμος από την αφετηρία ώς το τέρμα, τόσες φοράδες και τόσοι καβαλάρηδες σταθμεύουν, σε απόσταση μεταξύ τους· το κάθε ζευγάρι, φοράδα και καβαλάρης, έχει προορισμό να διανύσει δρόμο μιας μέρας· αυτούς όχι χιονιάς, όχι βροχή, όχι καύσωνας, όχι νύχτα, τίποτε δεν τους σταματά, ώστε να μη διανύσουν το γρηγορότερο την καθορισμένη απόσταση. [8.98.2] Δηλαδή, αυτός που πρώτος ξεκίνησε καλπάζοντας, παραδίνει τις εντολές που πήρε στον δεύτερο, κι ο δεύτερος στον τρίτο· κι αποκεί και πέρα πια οι εντολές περνούν απ᾽ το χέρι του ενός στον άλλο, ακριβώς όπως τελούν οι Έλληνες τη λαμπαδηφορία στον Ήφαιστο· αυτό το σύστημα των έφιππων ταχυδρόμων οι Πέρσες στη γλώσσα τους το λεν αγγαρείο.
[8.99.1] Λοιπόν, το πρώτο μήνυμα που έφτασε στα Σούσα, πως ο Ξέρξης κυρίεψε την Αθήνα, έδωσε τόση χαρά στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωναν όλους τους δρόμους με σμύρτα κι έκαιαν αρώματα και πρόσφεραν τη μια θυσία μετά την άλλη κι έστηναν πανηγύρια· [8.99.2] όταν όμως ήρθε κατόπι το δεύτερο μήνυμα, τους συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τους έκαναν κουρέλια τους χιτώνες τους και γέμισαν τον κόσμο με ασταμάτητες κραυγές και θρήνους· κι ενοχοποιούσαν τον Μαρδόνιο· και δεν ήταν τόσο απ᾽ τον καημό τους για τα καράβια που τα έκαναν αυτά οι Πέρσες, όσο από το φόβο τους για τη ζωή του Ξέρξη.