Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (883-928)


ΚΡ. ἆρ᾽ ἴστ᾽ ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ τοῦ θανεῖν
ὡς οὐδ᾽ ἂν εἷς παύσαιτ᾽ ἄν, εἰ χρείη, λέγειν;
885οὐκ ἄξεθ᾽ ὡς τάχιστα, καὶ κατηρεφεῖ
τύμβῳ περιπτύξαντες, ὡς εἴρηκ᾽ ἐγώ,
ἄφετε μόνην ἐρῆμον, εἴτε χρῇ θανεῖν
εἴτ᾽ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ·
ἡμεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην·
890μετοικίας δ᾽ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται.
ΑΝ. ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι
πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ᾽ ὀλωλότων·
895ὧν λοισθία ᾽γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ
κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου.
ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ᾽ ἐν ἐλπίσιν τρέφω
φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί,
μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα.
900ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ
ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους
χοὰς ἔδωκα· νῦν δέ, Πολύνεικες, τὸ σὸν
δέμας περιστέλλουσα τοιάδ᾽ ἄρνυμαι.
καίτοι σ᾽ ἐγὼ ᾽τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ.
905οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν
οὔτ᾽ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο,
βίᾳ πολιτῶν τόνδ᾽ ἂν ᾐρόμην πόνον.
τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω;
πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν,
910καὶ παῖς ἀπ᾽ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ᾽ ἤμπλακον,
μητρὸς δ᾽ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν
οὐκ ἔστ᾽ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ.
τοιῷδε μέντοι σ᾽ ἐκπροτιμήσασ᾽ ἐγὼ
νόμῳ, Κρέοντι ταῦτ᾽ ἔδοξ᾽ ἁμαρτάνειν
915καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα.
καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν
ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου
μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς,
ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἐρῆμος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος
920ζῶσ᾽ ἐς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς·
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην;
τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι
βλέπειν; τίν᾽ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ
τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ᾽ ἐκτησάμην.
925ἀλλ᾽ εἰ μὲν οὖν τάδ᾽ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά,
παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες·
εἰ δ᾽ οἵδ᾽ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ
πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ.


ΚΡΕ. Ξέρετε τάχα πως τα μοιρολόγια
και τους θρήνους δε θα ᾽παυε κανένας
πριν του θανάτου, αν ήταν να ωφελούσαν;
Δε θα την πάρετε απ᾽ εδώ κι αμέσως;
αμέτε την και κλείνοντάς την μέσα
σε θολωτό, καθώς πρόσταξα, τάφο,
αφήστε την εκεί μονάχη κι έρμη
κι είτε θέλει ας πεθάνει, είτε κι ας ζήσει
μέσα σε τέτοια στέγη ταφιασμένη·
γιατί το κρίμα εμείς γι᾽ αυτή την κόρη
δε θα ᾽χομε, μ᾽ ας βγάλει από το νου της
890πως στον απάνω κόσμο πια θα ζήσει.
ΑΝΤ. Ω τάφε μου, ω νυφιάτικό μου, ω αιώνια,
βαθιά στη γη σκαμμένη κατοικιά μου,
για σένα τώρα ξεκινώ να πάω
προς τους δικούς μου, που ένα τόσο πλήθος
έχει δεχτεί απ᾽ αυτούς η Περσεφόνη·
στερνή τους τώρα εγώ και πολύ πιο άθλια
πριν νά ᾽ρθει ακόμα η ώρα μου πηγαίνω·
μα όταν θα φτάσω βέβαιη θρέφω ελπίδα
να με δεχτεί ο πατέρας μου με αγάπη,
με αγάπη και συ, μάνα μου, με αγάπη,
και συ, αδερφέ μου πολυλατρεμένε·
900γιατί νεκρούς μ᾽ αυτά μου εγώ τα χέρια
σας έλουσα, σας στόλισα και μ᾽ όλα
τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα·
και τώρα, για να θάψω, Πολυνείκη,
το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω·
κι όμως δίκαια σε τίμησα, όπως κρίνουν
όσοι έχουν γνώση, γιατί εγώ ποτέ μου
μήτε παιδιών αν ήμουνα μητέρα,
μήτ᾽ αν νεκρός ο άντρας μου εσεπόνταν,
δε θα ᾽παιρνα πάνω μου τέτοιο αγώνα
ενάντια στην απόφαση της χώρας.
Και χάρη σε ποιό νόμο αυτό που λέω;
Ο άντρας αν μου πεθάνει, θα μπορούσα
κι άλλον να πάρω, και παιδί να κάμω
910απ᾽ άλλον άντρα, αν θα ᾽χανα το πρώτο·
μα μια που μὄχουν μάνα και πατέρας
στον Άδη κατεβεί, δεν είναι τρόπος
ποτέ να γεννηθεί αδερφός για μένα·
κι ενώ μ᾽ αυτό το νόμο πάνω απ᾽ όλους
σ᾽ έβαλα εγώ, μυριάκριβε αδερφέ μου,
έγκλημα ο Κρέοντας έκρινε και τόλμη
ανήκουστη την πράξη αυτή, και τώρα
με παίρνει έτσι απ᾽ τα χέρια και με σέρνει
πριν τις χαρές του υμέναιου να γνωρίσω,
πρι δω άντρα πλάι μου, πριν παιδιά αναστήσω,
μα έτσι παρατημένη από τους φίλους,
ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα
920στων πεθαμένων τα λημέρια, ενώ
ποιό νόμο των θεών έχω πατήσει;
και γιατί πρέπει πια η δυστυχισμένη
να ελπίζω στους θεούς; ποιό σύμμαχό μου
να κράξω, όταν με την ευσέβειά μου
της ασεβείας την καταδίκη βρήκα;
μ᾽ αν περνούν στους θεούς αυτά για δίκια,
πεθαίνοντας θα ομολογούσα τότε
πως ένοχη πεθαίνω, αν όμως οι άλλοι
έχουν την αμαρτία, είθ᾽ ας μην πάθουν
πιο πολλά απ᾽ όσα έτσι άδικα μου κάνουν.


(μπαίνει ο Κρέων)
ΚΡΕ. Ξέρετε πως με τα μοιριολόγια και τις φωνές
πριν να πεθάνει κανείς δεν θα τελείωνε,
αν χρησίμευαν να λέγονται.
Δεν την παίρνετε απ᾽ εδώ το γρηγορότερο;
Στο σκεπαστό μνήμα κλείστε την, καθώς είπα εγώ,
κι αφήστε τη μονάχη κι έρημη, και είτε θέλει ας πεθάνει
είτε ζώντας σε τέτοιο σπίτι μέσα ας παντρευτεί.
Εμείς είμαστ᾽ αθώοι σ᾽ αυτή την κόρη·
μόνον να κατοικεί δω πάνω
890υστερήθηκε.
ANT. Ω μνήμα, ω νυφιάτικο κρεβάτι μου,
ω βαθύσκαφτο σπίτι, που παντοτινά
θα με φυλάς, εκεί πάω νά ᾽βρω
τους δικούς μου, που οι περισσότεροί τους χάθηκαν
και τους εδέχθηκε η Φερσέφασσα μες στους νεκρούς,
τελευταία τους είμ᾽ εγώ και πάρα πολύ πιο άσχημά τους
κατεβαίνω, πριν να τελειώσω τη ζωή μου.
Όταν σας έρθω, μεγάλη ελπίδα θρέφω
πως θα μ᾽ αγαπάει ο πατέρας μου,
θα μ᾽ αγαπάς και συ, μητέρα,
και συ, κεφάλι μου αδελφικό,
900θα μ᾽ αγαπάς, αφού, όταν πεθάνατε,
εγώ σας έλουσα και σας εστόλισα
και στον τάφο σας επάνω έχυσα σπονδές,
και τώρα δα, Πολυνείκη μου, επειδή εσκέπασα
το σώμα σου, αυτά κερδίζω.
Ενώ εγώ καλά και δίκαια σ᾽ ετίμησα, για όσους είναι δίκαιοι.
Γιατί ποτέ, ούτε αν ήμουνα μητέρα με παιδιά
ούτε αν ο άντρας μου σάπιζε πεθαμένος,
δεν θα ᾽παιρνα επάνω μου αυτόν τον κόπο ενάντια στους πολίτες!
Τώρα, με ποιό δίκαιο τα λέω αυτά;
Γιατί άντρας θα μου ᾽ταν άλλος στη θέση του πεθαμένου
910και παιδί απ᾽ άλλον άντρα, σαν έχανα εκείνον·
τώρα όμως που ο πατέρας και η μητέρα μου κρύφτηκαν στον Άδη
δεν έχει να μου γεννηθεί ποτέ πια αδερφός,
και, επειδή από τέτοιο νόμο σε επροτίμησα εγώ,
ο Κρέων του φάνηκε πως είναι αμαρτία·
και θάρρητα τρομερή, ω τ᾽ αδελφούλη μου κεφάλι αγαπημένο,
και τώρα με σέρνει έτσι πιάνοντάς με απ᾽ τα χέρια,
ανύπαντρη και άψαλτη, χωρίς απ᾽ τον γάμο τίποτα ν᾽ απολάψω
κι ούτε παιδιά να θρέψω,
παρά έρημη από φίλους η άμοιρη
920στους λάκκους των πεθαμένων ζωντανή έρχομαι.
Και ποιό δίκιο των θεών παράβηκα
και τί μ᾽ ωφελεί εμένα τη δυστυχισμένη στους θεούς να σηκώσω τη ματιά μου,
ποιόν να φωνάξω σύμμαχο;
αφού κάνοντας πράξη θεοσεβούμενη απόχτησα να μ᾽ έχουν γι᾽ αθεόφοβη.
Μα αν αυτά είναι και για τους θεούς καλά,
τότε, αφού έπαθα, θα πω ότι αμάρτησα·
αν όμως εκείνοι έχουν την αμαρτία, να μην πάθουν περισσότερο κακό
απ᾽ όσα άδικα μου κάνουν.


ΚΡΕ. (απότομα στους οπλοφόρους)
Βέβαια, κι αν ωφελούσανε κλαημοί και μοιρολόγια,
κανείς δεν θα ᾽παυε ποτέ, που πρέπει να πεθάνει!
Μα σέρνετέ την γρήγορα· κι όπως εγώ σας είπα,
αφού την κλείσετε καλά μέσα σε υπόγειο τάφο,
άστε την μόνη κι έρημην, είτε για να πεθάνει
είτε να μείνει ζωντανή, εκεί βαθιά θαμμένη!
Κι έτσι κι εμείς δεν θα ᾽χομε το κρίμα αυτής της κόρης,
890μα βέβαια δεν θα ξαναρθεί πια στον απάνω κόσμο!
ΑΝΤ. Τάφε, κρεβάτι νυφικόν, ω κατοικία υπόγεια,
όπου θα μείνω πάντοτε, και θά ᾽βρω τους δικούς μου,
που εκεί τους περισσότερους η Περσεφόνη εδέχτη,
και κατεβαίνω εγώ υστερνή, χειρότερα κι απ᾽ όλους,
πριν σωριαστούν οι μέρες μου και πριν απ᾽ τον καιρό μου!
Μα αφού θα πάγω τώρα εκεί, βέβαια θαρρώ κι ελπίζω
πως θενα φτάσω αγαπητή σε μάνα και πατέρα,
κι αγαπητή σε σένανε, ω φίλτατε αδερφέ μου!
900Γιατί κι αφού πεθάνατε, με τα δικά μου χέρια
σας έλουσα, σας στόλισα, στους τάφους σας απάνω
έχυσα εγώ τριπλές σπονδές· και τώρα, Πολυνείκη,
φροντίζοντας το σώμα σου, πληρώνομαι με τέτοια.
Κι όμως οι φρόνιμοι θα πουν πως φρόνιμα έχω κάμει.
Αλλά δεν θα ᾽παιρνα ποτές, ενάντια στους πολίτες,
μια τέτοια πράξη απάνω μου, κι ούτε και για παιδί μου
κι ούτε και για τον άντρα μου. Κι άκουσε για ποιό λόγο.
Αν έχανα τον άντρα μου, θα ᾽βρισκα κι άλλον άντρα,
910και το παιδί μου αν έχανα, θα μου γεννιούνταν άλλο.
Μα αφού στον Άδη κρύφτηκαν η μάνα μου, ο πατέρας,
δεν θα μπορούσε πια αδερφός ποτέ να μου γεννιούνταν.
Εγώ που σε προτίμησα λοιπόν για τέτοιο λόγο,
φάνηκα πως αμάρτησα στον Κρέοντα εδώ τούτον,
και φοβερά πως τόλμησα, ω ποθητό μου αδέρφι.
Κι από τα χέρια μ᾽ έπιασε και τώρα έτσι με σέρνει,
χωρίς κι εγώ να το χαρώ το νυφικό κρεβάτι,
χωρίς κι ούτε να παντρευτώ, κι ούτε παιδιά να θρέψω·
κι έτσι από φίλους έρημη, εγώ η δυστυχισμένη,
920πηγαίνω τώρα ζωντανή κάτω στους πεθαμένους.
Ποιός είναι ο νόμος των θεών οπὄχω πατημένον;
Τί μ᾽ ωφελεί τη δύστυχη τους θεούς πια να κοιτάζω;
Ποιόν να φωνάξω τώρα εγώ, ποιόν για να με βοηθήσει,
αφού απ᾽ τη θεοσέβειά μου, που ασέβησα μου λένε;
Αλλ᾽ αν οι αθάνατοι θεοί κι αυτοί με κατακρίνουν,
τότε κι εγώ τη δέχομαι μια τέτοια τιμωρία·
Μα αν τούτοι κριματίζονται, τότε κι αυτοί ας μην πάθουν
άλλα αδικότερα κακά παρ᾽ όσα εγώ παθαίνω!