Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (929-943)


ΧΟ. ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ
930ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ᾽ ἔχουσιν.
ΚΡ. τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν
κλαύμαθ᾽ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ.
ΑΝ. οἴμοι, θανάτου τοῦτ᾽ ἐγγυτάτω
τοὔπος ἀφῖκται.
935ΚΡ. θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι
μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι.
ΑΝ. ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον
καὶ θεοὶ προγενεῖς,
ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλω.
940λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι,
τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν,
οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω,
τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα.


ΧΟΡ. Πάντ᾽ ακόμα το ίδιο φύσημα του ανέμου
930την κρατά και δεν το λέει να την αφήσει.
ΚΡΕ. Μα γι᾽ αυτό θα κλάψουν που έτσι αργούνε
τούτοι εδώ, που έχω προστάξει να την πάνε.
ΑΝΤ. Αχ, αλίμονό μου, αυτός ο λόγος
την ολόστερνη την ώρα μου σημαίνει.
ΚΡΕ. Δε σου συνιστώ πολύ να ελπίζεις
πως αυτό που λες δε θ᾽ αληθέψει.
ΑΝΤ. Ω της Θήβας πατρική μου πόλη,
ω πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας,
πάει τέλειωσε, με παίρνουν·
940βλέπετε, άρχοντες της Θήβας,
τη στερνή βασιλοπούλα σας,
τί παθαίνω κι από ποιούς,
γιατί φύλαξα το σέβας στους θεούς.


930ΧΟΡ. Ακόμα η ίδια ανεμοζάλη της ψυχής μέσα της παραδέρνει.
ΚΡΕ. Για τούτο κι αυτοί που την πηγαίνουν
θα κλάψουν σε λιγάκι για την άργητά τους.
ANT. Οϊμένα, πολύ κοντά στον θάνατο με πήγε αυτός ο λόγος.
ΚΡΕ. Και μη παρηγοριέται κανένας να θαρρεί
πως δεν θα της γενεί αυτής ό,τι της είπα.
ANT. Ω πόλη πατρική της Θήβας
και θεοί της γενιάς μου,
με παίρνουν και δεν αργούν.
940Διέτε, σεις οι προύχοντες της Θήβας,
εμένα τη βασιλοπούλα, τη μόνη που απόμεινε,
τί παθαίνω, κι από ποιούς ανθρώπους,
επειδή την ευσέβεια εσεβάσθηκα!
(τραβούν την Αντιγόνη μέσα στον τάφο)


ΚΟΡ. (στον Κρέοντα)
930Μες στην ψυχή της δέρνεται η ίδια τρικυμία.
ΚΡΕ. (δείχνει με θυμό τους οπλοφόρους)
Για την αργοπορία τους κι αυτοί θαρρώ θα κλάψουν.
ΑΝΤ. (την πλησιάζουν οι οπλοφόροι κι αυτή ξαφνίζεται)
Αλίμονο! τα λόγια αυτά στον θάνατο με σέρνουν!
ΚΡΕ. Μάλιστα! μην ελπίζεις πια καμιάν αργοπορία!
ΑΝΤ. (πριν βγει, σταματά ακόμη μια φορά)
Ω Θήβα, ω πατρίδα μου, κι εσείς, θεοί της γενιάς μου,
με σέρνουν τώρα υστερινά, και δεν θ᾽ αργοπορήσω.
940Εγώ, η βασιλοπούλα σας, ω προεστοί της Θήβας,
η μόνη που σας έμενα, θωρείτε τί παθαίνω —
κι από ποιόν— γιατί ετίμησα όσα οι θεοί τιμούνε!
(Οι οπλοφόροι τη σέρνουν έξω)