Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (7.39-7.57)


τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας [στρ. γ]
40μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος
παισὶν φίλοις,
ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν
βωμὸν ἐναργέα, καὶ σεμνὰν θυσίαν θέμενοι
πατρί τε θυμὸν ἰάναι-
εν κόρᾳ τ᾽ ἐγχειβρόμῳ. ἐν δ᾽ ἀρετάν
ἔβαλεν καὶ χάρματ᾽ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς·

45ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, [ἀντ. γ]
καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν
ἔξω φρενῶν.
καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες
σπέρμ᾽ ἀνέβαν φλογὸς οὔ. τεῦξαν δ᾽ ἀπύροις ἱεροῖς
ἄλσος ἐν ἀκροπόλει. κεί-
νοισι μὲν ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν {Ζεύς}
50πολὺν ὗσε χρυσόν· αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν

πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκ- [ἐπῳδ. γ]
ῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν.
ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόν-
τεσσί θ᾽ ὁμοῖα κέλευθοι φέρον·
ἦν δὲ κλέος βαθύ. δαέντι δὲ καὶ σοφία
μείζων ἄδολος τελέθει.
φαντὶ δ᾽ ἀνθρώπων παλαιαί
55ῥήσιες, οὔπω, ὅτε χθό-
να δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι,
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ,
ἁλμυροῖς δ᾽ ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι.


Τότε ο θεός, που τους θνητούς φωτίζει, ο γόνος του Υπερίονα, [στρ. γ]
40παραγγέλλει ποιο χρέος μελλοντικό είχαν να φυλάξουν
τα λατρευτά παιδιά του·
πρώτοι να εγείρουν στη θεά
λαμπρό βωμό, να ορίσουν σεμνή θυσία,
και την καρδιά να τέρπουν του πατέρα
και της βροντόλογχης της κόρης. Το σέβας
του ανθρώπου που προβλέπει χαρίζει χαρές και επιτυχίες.

45Όμως της λήθης το νέφος αδόκητα πέφτει [αντ. γ]
και έξω από τον νου βγάζει
τον ορθό των πράξεων δρόμο.
Έτσι και κείνοι ανέβηκαν
χωρίς φωτιάς λαμπρής να πάρουν σπέρμα και μ᾽ άφλογες θυσίες
όρισαν στην ακρόπολη τέμενος. Ωστόσο ο Δίας ξανθή νεφέλη έστειλε
50και τους έριξε πολλή χρυσή βροχή·
και η γλαυκομάτα η ίδια τους προίκισε

με κάθε είδους τέχνη να ᾽ναι όσο κανείς εδώ στη γη [επωδ. γ]
αριστοτέχνες.
Και οι δρόμοι τους πλημμύριζαν με έργα
που έμοιαζαν με ζωντανά και με κινούμενα όντα,
κι ήταν η δόξα τους τρανή. Όταν κανείς κατέχει γνώση,
τότε πληθαίνει και η γνήσιά του σοφία.
Κι όπως πολλές το ανιστορούν ανθρώπων
55διηγήσεις, όταν ο Δίας
κι οι αθάνατοι μοιράζονταν τη γη,
ακόμα η Ρόδος δεν φαινόταν στο κύμα του πελάγου,
γιατ᾽ ήταν στ᾽ αρμυρά βάθη το νησί κρυμμένο.


Τότε κι ο φωτοδότης θεός, του Υπερίονα ο γιος, [στρ. γ]
στ᾽ ακριβά τα παιδιά του παράγγελνε
40το μελλούμενο αυτό να φυλάξουνε χρέος:
πρώτοι να χτίσουν βωμό στη θεά μεγαλόφαντο
και σεμνή κάνοντάς της θυσία
την καρδιά του πατέρα και της
πολεμόχαρης κόρης να ευφράνουν.
Δίνει αξία και χαρές στους ανθρώπους, αλήθεια,
του Προμηθέα το σέβας.

45Μα κατεβαίνει και κάπου ανεπάντεχα [αντ. γ]
της Λήθης το σύννεφο κι όξω το νου
παρασέρνει απ᾽ τον ίσιο το δρόμο.
Έτσι και κείνοι ξεχνώντας ανέβηκαν
λαμπερής σπέρμα φλόγας να πάρουν μαζί τους,
και ιερό στην Ακρόπολη χτίσανε
για θυσίες με δίχως φωτιά.
Μα ο Δίας ξανθό σύννεφο στέλνοντας
50πολύ χρυσάφι τούς έβρεξε,
κι η ίδια η Γλυκόματη κόρη τούς έδωσε

να ᾽ναι σ᾽ όλες τις τέχνες οι πρώτοι [επωδ. γ]
μες στους ανθρώπους
με την άφταστη δουλειά των χεριών τους·
κι ήταν οι δρόμοι γιομάτοι από έργα τους
που ζωντανά και σα να βάδιζαν μοιάζαν.
Βαθιά είχαν δόξα· η σοφία
που κατέχει κανείς με τη μάθηση,
μεγαλύτερη δείχνεται ακόμα
όταν κι άδολη θα ᾽ναι.
Λένε οι παλιοί των ανθρώπων οι μύθοι,
55πως όταν ο Δίας και οι αθάνατοι
τη γη μεταξύ τους μοιράζουνταν,
δε φαινόντανε η Ρόδος ακόμα
στης θάλασσας πάνω την άπλα,
μα στους αρμυρούς του πελάου τους βυθούς
το νησί ήταν κρυμμένο.