Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (6.43-6.63)


ἦλθεν δ᾽ ὑπὸ σπλάγχων ὑπ᾽ ὠ- [στρ. γ]
δίνεσσ᾽ ἐραταῖς Ἴαμος
ἐς φάος αὐτίκα. τὸν μὲν κνιζομένα
45λεῖπε χαμαί· δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτόν
δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέ-
ψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ
ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι. βασιλεὺς δ᾽ ἐπεί
πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ᾽ ἐκ Πυ-
θῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ
εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐά-
δνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν

50πατρός, περὶ θνατῶν δ᾽ ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις [ἀντ. γ]
ἔξοχον, οὐδέ ποτ᾽ ἐκλείψειν γενεάν.
ὣς ἄρα μάνυε. τοὶ δ᾽ οὔτ᾽ ὦν ἀκοῦσαι
οὔτ᾽ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖ-
ον γεγενημένον. ἀλλ᾽ ἐν
κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ᾽ ἐν ἀπειρίτῳ,
55ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀ-
κτῖσι βεβρεγμένος ἁβρόν
σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμι-
ξεν καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ

τοῦτ᾽ ὄνυμ᾽ ἀθάνατον. τερ- [ἐπῳδ. γ]
πνᾶς δ᾽ ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν
καρπὸν Ἥβας, Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν᾽ εὐρυβίαν,
ὃν πρόγονον, καὶ τοξοφόρον Δά-
λου θεοδμάτας σκοπόν,
60αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν᾽ ἑᾷ κεφαλᾷ,
νυκτὸς ὑπαίθριος. ἀντεφθέγξατο δ᾽ ἀρτιεπής
πατρία ὄσσα, μετάλλασέν τέ νιν. «Ὄρσο, τέκνον,
δεῦρο πάγκοινον ἐς χώ-
ραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν.»


Κι ευθύς μες απ᾽ τα σπλάχνα της [στρ. γ]
ο Ίαμος μ᾽ ευχάριστες ωδίνες
ήρθε στο φως. Μες στην απελπισιά της
45καταγής τον παράτησε, και δυο γλαυκόμματα
τότε τον φρόντιζαν φίδια με τη βουλή των θεών
και τον έτρεφαν με το άκακο
δηλητήριο των μελισσών. Κι ο βασιλιάς, όταν
γύρισε με το άρμα του
από την κακοτράχαλη Πυθώνα, όλους στο σπίτι μέσα
ρώταγε για το παιδί που η Ευάδνη
είχε γεννήσει· γιατί είχε αυτό το γονιό του, έλεγε, τον Φοίβο,

50και θα ᾽τανε για τους θνητούς της γης έξοχος [αντ. γ]
μάντης και ποτέ δε θα ᾽σβηνε η γενιά του.
Τέτοια τους μηνούσε αυτός. Και κείνοι του ορκίζονταν
πως ούτε άκουσαν τίποτε για το παιδί ούτε το είδαν,
και ας είχε γεννηθεί εδώ και πέντε μέρες. Γιατί ήταν
κρυμμένο μέσα σε καλαμιές αδιάβατες και θάμνους,
55και ία με τις χρυσοπόρφυρες ακτίνες τους
λούζαν το αβρό
κορμί του· για τούτο και η μητέρα του διαλάλησε
Ίαμος να ᾽ναι πια

το αθάνατο όνομά του. Αλλ᾽ όταν τον [επωδ. γ]
τερπνό καρπό τού χάρισε
η χρυσοστέφανη Ήβη, κατέβηκε στη μέση του Αλφειού
κι έκραξε τον πανίσχυρο τον Ποσειδώνα,
τον πρόγονό του, και τον τοξοφόρο
της θεόκτιστης Δήλου τον προστάτη,
60και κάτω απ᾽ τον νυχτερινό ουρανό κάποιο αξίωμα αρχοντικό
τούς ζήτησε για αυτόν τον ίδιο. Και του αποκρίθηκε
η πατρική φωνή, που έφθανε καθαρόλαλη και τον καλούσε:
«Γιε μου, υπάκουσέ με, σήκω
κι έλα να πάμε στη φιλόξενη τη χώρα».