Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (460b-462e)

[460b] Καὶ τοῖς ἀγαθοῖς γέ που τῶν νέων ἐν πολέμῳ ἢ ἄλλοθί που γέρα δοτέον καὶ ἆθλα ἄλλα τε καὶ ἀφθονεστέρα ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως, ἵνα καὶ ἅμα μετὰ προφάσεως ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται.
Ὀρθῶς.
Οὐκοῦν καὶ τὰ ἀεὶ γιγνόμενα ἔκγονα παραλαμβάνουσαι αἱ ἐπὶ τούτων ἐφεστηκυῖαι ἀρχαὶ εἴτε ἀνδρῶν εἴτε γυναικῶν εἴτε ἀμφότερα—κοιναὶ μὲν γάρ που καὶ ἀρχαὶ γυναιξί τε καὶ ἀνδράσιν—
Ναί.
[460c] Τὰ μὲν δὴ τῶν ἀγαθῶν, δοκῶ, λαβοῦσαι εἰς τὸν σηκὸν οἴσουσιν παρά τινας τροφοὺς χωρὶς οἰκούσας ἔν τινι μέρει τῆς πόλεως· τὰ δὲ τῶν χειρόνων, καὶ ἐάν τι τῶν ἑτέρων ἀνάπηρον γίγνηται, ἐν ἀπορρήτῳ τε καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν ὡς πρέπει.
Εἴπερ μέλλει, ἔφη, καθαρὸν τὸ γένος τῶν φυλάκων ἔσεσθαι.
Οὐκοῦν καὶ τροφῆς οὗτοι ἐπιμελήσονται τάς τε μητέρας ἐπὶ τὸν σηκὸν ἄγοντες ὅταν σπαργῶσι, πᾶσαν μηχανὴν [460d] μηχανώμενοι ὅπως μηδεμία τὸ αὑτῆς αἰσθήσεται, καὶ ἄλλας γάλα ἐχούσας ἐκπορίζοντες, ἐὰν μὴ αὐταὶ ἱκαναὶ ὦσι, καὶ αὐτῶν τούτων ἐπιμελήσονται ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται, ἀγρυπνίας δὲ καὶ τὸν ἄλλον πόνον τίτθαις τε καὶ τροφοῖς παραδώσουσιν;
Πολλὴν ῥᾳστώνην, ἔφη, λέγεις τῆς παιδοποιίας ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν.
Πρέπει γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ. τὸ δ᾽ ἐφεξῆς διέλθωμεν ὃ προυθέμεθα. ἔφαμεν γὰρ δὴ ἐξ ἀκμαζόντων δεῖν τὰ ἔκγονα γίγνεσθαι.
Ἀληθῆ.
[460e] Ἆρ᾽ οὖν σοι συνδοκεῖ μέτριος χρόνος ἀκμῆς τὰ εἴκοσι ἔτη γυναικί, ἀνδρὶ δὲ τὰ τριάκοντα;
Τὰ ποῖα αὐτῶν; ἔφη.
Γυναικὶ μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀρξαμένῃ ἀπὸ εἰκοσιέτιδος μέχρι τετταρακονταέτιδος τίκτειν τῇ πόλει· ἀνδρὶ δέ, ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, τὸ ἀπὸ τούτου γεννᾶν τῇ πόλει μέχρι πεντεκαιπεντηκονταέτους.
[461a] Ἀμφοτέρων γοῦν, ἔφη, αὕτη ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως.
Οὐκοῦν ἐάντε πρεσβύτερος τούτων ἐάντε νεώτερος τῶν εἰς τὸ κοινὸν γεννήσεων ἅψηται, οὔτε ὅσιον οὔτε δίκαιον φήσομεν τὸ ἁμάρτημα, ὡς παῖδα φιτύοντος τῇ πόλει, ὅς, ἂν λάθῃ, γεννήσεται οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ᾽ ὑπὸ εὐχῶν φύς, ἃς ἐφ᾽ ἑκάστοις τοῖς γάμοις εὔξονται καὶ ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς καὶ σύμπασα ἡ πόλις ἐξ ἀγαθῶν ἀμείνους καὶ ἐξ ὠφελίμων [461b] ὠφελιμωτέρους ἀεὶ τοὺς ἐκγόνους γίγνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπὸ σκότου μετὰ δεινῆς ἀκρατείας γεγονώς.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Ὁ αὐτὸς δέ γ᾽, εἶπον, νόμος, ἐάν τις τῶν ἔτι γεννώντων μὴ συνέρξαντος ἄρχοντος ἅπτηται τῶν ἐν ἡλικίᾳ γυναικῶν· νόθον γὰρ καὶ ἀνέγγυον καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Ὅταν δὲ δὴ οἶμαι αἵ τε γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡλικίαν, ἀφήσομέν που ἐλευθέρους αὐτοὺς [461c] συγγίγνεσθαι ᾧ ἂν ἐθέλωσι, πλὴν θυγατρὶ καὶ μητρὶ καὶ ταῖς τῶν θυγατέρων παισὶ καὶ ταῖς ἄνω μητρός, καὶ γυναῖκας αὖ πλὴν ὑεῖ καὶ πατρὶ καὶ τοῖς τούτων εἰς τὸ κάτω καὶ ἐπὶ τὸ ἄνω, καὶ ταῦτά γ᾽ ἤδη πάντα διακελευσάμενοι προθυμεῖσθαι μάλιστα μὲν μηδ᾽ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα μηδέ γ᾽ ἕν, ἐὰν γένηται, ἐὰν δέ τι βιάσηται, οὕτω τιθέναι, ὡς οὐκ οὔσης τροφῆς τῷ τοιούτῳ.
Καὶ ταῦτα μέν γ᾽, ἔφη, μετρίως λέγεται· πατέρας δὲ καὶ [461d] θυγατέρας καὶ ἃ νυνδὴ ἔλεγες πῶς διαγνώσονται ἀλλήλων;
Οὐδαμῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἧς ἂν ἡμέρας τις αὐτῶν νυμφίος γένηται, μετ᾽ ἐκείνην δεκάτῳ μηνὶ καὶ ἑβδόμῳ δὴ ἃ ἂν γένηται ἔκγονα, ταῦτα πάντα προσερεῖ τὰ μὲν ἄρρενα ὑεῖς, τὰ δὲ θήλεα θυγατέρας, καὶ ἐκεῖνα ἐκεῖνον πατέρα, καὶ οὕτω δὴ τὰ τούτων ἔκγονα παίδων παῖδας, καὶ ἐκεῖν᾽ αὖ ἐκείνους πάππους τε καὶ τηθάς, τὰ δ᾽ ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ γεγονότα, ἐν ᾧ αἱ μητέρες καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν ἐγέννων, [461e] ἀδελφάς τε καὶ ἀδελφούς, ὥστε, ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν, ἀλλήλων μὴ ἅπτεσθαι. ἀδελφοὺς δὲ καὶ ἀδελφὰς δώσει ὁ νόμος συνοικεῖν, ἐὰν ὁ κλῆρος ταύτῃ συμπίπτῃ καὶ ἡ Πυθία προσαναιρῇ.
Ὀρθότατα, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἡ μὲν δὴ κοινωνία, ὦ Γλαύκων, αὕτη τε καὶ τοιαύτη γυναικῶν τε καὶ παίδων τοῖς φύλαξί σοι τῆς πόλεως· ὡς δὲ ἑπομένη τε τῇ ἄλλῃ πολιτείᾳ καὶ μακρῷ βελτίστη, δεῖ δὴ τὸ μετὰ τοῦτο βεβαιώσασθαι παρὰ τοῦ λόγου. ἢ πῶς ποιῶμεν;
[462a] Οὕτω νὴ Δία, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ἥδε ἀρχὴ τῆς ὁμολογίας, ἐρέσθαι ἡμᾶς αὐτοὺς τί ποτε τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ἔχομεν εἰπεῖν εἰς πόλεως κατασκευήν, οὗ δεῖ στοχαζόμενον τὸν νομοθέτην τιθέναι τοὺς νόμους, καὶ τί μέγιστον κακόν, εἶτα ἐπισκέψασθαι ἆρα ἃ νυνδὴ διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ ἴχνος ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ;
Πάντων μάλιστα, ἔφη.
Ἔχομεν οὖν τι μεῖζον κακὸν πόλει ἢ ἐκεῖνο ὃ ἂν αὐτὴν [462b] διασπᾷ καὶ ποιῇ πολλὰς ἀντὶ μιᾶς; ἢ μεῖζον ἀγαθὸν τοῦ ὃ ἂν συνδῇ τε καὶ ποιῇ μίαν;
Οὐκ ἔχομεν.
Οὐκοῦν ἡ μὲν ἡδονῆς τε καὶ λύπης κοινωνία συνδεῖ, ὅταν ὅτι μάλιστα πάντες οἱ πολῖται τῶν αὐτῶν γιγνομένων τε καὶ ἀπολλυμένων παραπλησίως χαίρωσι καὶ λυπῶνται;
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Ἡ δέ γε τῶν τοιούτων ἰδίωσις διαλύει, ὅταν οἱ μὲν περιαλγεῖς, οἱ δὲ περιχαρεῖς γίγνωνται ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς [462c] παθήμασι τῆς πόλεώς τε καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει;
Τί δ᾽ οὔ;
Ἆρ᾽ οὖν ἐκ τοῦδε τὸ τοιόνδε γίγνεται, ὅταν μὴ ἅμα φθέγγωνται ἐν τῇ πόλει τὰ τοιάδε ῥήματα, τό τε ἐμὸν καὶ τὸ οὐκ ἐμόν; καὶ περὶ τοῦ ἀλλοτρίου κατὰ ταὐτά;
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Ἐν ᾗτινι δὴ πόλει πλεῖστοι ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ ταὐτὰ τοῦτο λέγουσι τὸ ἐμὸν καὶ τὸ οὐκ ἐμόν, αὕτη ἄριστα διοικεῖται;
Πολύ γε.
Καὶ ἥτις δὴ ἐγγύτατα ἑνὸς ἀνθρώπου ἔχει; οἷον ὅταν που ἡμῶν δάκτυλός του πληγῇ, πᾶσα ἡ κοινωνία ἡ κατὰ τὸ σῶμα πρὸς τὴν ψυχὴν τεταμένη εἰς μίαν σύνταξιν τὴν τοῦ [462d] ἄρχοντος ἐν αὐτῇ ᾔσθετό τε καὶ πᾶσα ἅμα συνήλγησεν μέρους πονήσαντος ὅλη, καὶ οὕτω δὴ λέγομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος τὸν δάκτυλον ἀλγεῖ· καὶ περὶ ἄλλου ὁτουοῦν τῶν τοῦ ἀνθρώπου ὁ αὐτὸς λόγος, περί τε λύπης πονοῦντος μέρους καὶ περὶ ἡδονῆς ῥαΐζοντος;
Ὁ αὐτὸς γάρ, ἔφη· καὶ τοῦτο ὃ ἐρωτᾷς, τοῦ τοιούτου ἐγγύτατα ἡ ἄριστα πολιτευομένη πόλις οἰκεῖ.
Ἑνὸς δὴ οἶμαι πάσχοντος τῶν πολιτῶν ὁτιοῦν ἢ ἀγαθὸν [462e] ἢ κακὸν ἡ τοιαύτη πόλις μάλιστά τε φήσει ἑαυτῆς εἶναι τὸ πάσχον, καὶ ἢ συνησθήσεται ἅπασα ἢ συλλυπήσεται.
Ἀνάγκη, ἔφη, τήν γε εὔνομον.
Ὥρα ἂν εἴη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπανιέναι ἡμῖν ἐπὶ τὴν ἡμετέραν πόλιν, καὶ τὰ τοῦ λόγου ὁμολογήματα σκοπεῖν ἐν αὐτῇ, εἰ αὐτὴ μάλιστ᾽ ἔχει εἴτε καὶ ἄλλη τις μᾶλλον.
Οὐκοῦν χρή, ἔφη.

[460b] Κι ακόμα βέβαια, στους νέους που θα διακρίνουνται στον πόλεμο ή σ᾽ ότι άλλο, πρέπει εκτός από τις άλλες τιμές και τα βραβεία να τους δίνεται και πιο απεριόριστα η εξουσία να κοιμούνται με τις γυναίκες, ώστε μαζί μ᾽ αυτή την πρόφαση να σπέρνουνται κι όσο μπορεί περισσότερα παιδιά από τους τέτοιους.
Σωστά.
Λοιπόν και τα παιδιά που κάθε φορά θα γεννιούνται θα τα παραλαβαίνουν οι ορισμένες γι᾽ αυτό το σκοπό αρχές, που θα τις αποτελούν είτε άντρες είτε γυναίκες, είτε άντρες μαζί και γυναίκες· γιατί θα είναι βέβαια κι οι αρχές κοινές και για τα δυο φύλα.
Μάλιστα.
[460c] Αυτές λοιπόν οι αρχές θα παίρνουν και θα πηγαίνουν των καλύτερων, θαρρώ, τα παιδιά στη στάνη, σε κάποιες παραμάνες που θα κάθουνται σ᾽ ένα χωριστό μέρος μες στην πόλη· τα παιδιά όμως των χειροτέρων, κι αν κανένα ανάπηρο γεννηθεί από τους άλλους, θα τα κρύψουν, όπως είναι και το σωστό, σε μέρος μυστικό κι αφανέρωτο.
Έτσι βέβαια, αν πρόκειται να διατηρηθεί καθαρή η γενεά των φυλάκων.
Αυτοί οι ίδιοι θα ᾽χουν και την εποπτεία της διατροφής των βρεφών, θα φέρνουν λόγου χάρη και τις μητέρες στη στάνη, όταν τις στενοχωρεί το γάλα τους, αφού όμως λάβουν [460d] όλα τους τα μέτρα για να μην αναγνωρίσει καμιά τους το δικό της το παιδί, και αν αυτές δεν αρκούν, θα φροντίζουν να βρίσκουν κι άλλες γυναίκες με άφθονο γάλα, με τις ίδιες τις μητέρες θα επιβλέπουν να θηλάζουν όση ώρα είναι αρκετό, ενώ τις αγρύπνιες και τους άλλους κόπους θα τις αφήσουν στις βυζάστρες και τις παραμάνες.
Έτσι που τα ορίζεις, πολύ ευκολύνεις την παιδοποιία για τις γυναίκες των φυλάκων.
Μα κι έτσι πρέπει· ας εξετάσομε λοιπόν τώρα στη σειρά τους και τ᾽ άλλο που μας ενδιαφέρει· γιατί λέγαμε πως η παιδοποιία πρέπει ν᾽ αρχίζει στην ακμή της ηλικίας.
Αλήθεια.
[460e] Δε σου φαίνεται αρκετό να ορίσομε είκοσι χρόνια ακμής για τη γυναίκα και τριάντα για τον άντρα;
Από ποιά ηλικία;
Για τη γυναίκα, από τα είκοσι ως τα σαράντα της να κάνει παιδιά για την πόλη· για τον άντρα πάλι, αφού περάσει την πιο ακράτητή του ορμή στο τρέξιμο, ν᾽ αρχίσει ύστερ᾽ απ᾽ αυτό να γεννοβολά ως τα πενήντα πέντε του.
[461a] Πραγματικώς, αυτός είναι ο καιρός και για τους δυο, που βρίσκεται στη μεγαλύτερη ακμή του και το σώμα τους και το μυαλό τους.
Αν λοιπόν κανείς, είτε πριν είτε πέρ᾽ απ᾽ αυτή την ηλικία, επιχειριστεί να κάμει απ᾽ αυτούς τους κοινούς για την πόλη γάμους, ούτε όσιο ούτε δίκαιο θα πούμε το αμάρτημά του, γιατί έσπειρε παιδί, που, αν ξεφύγει και γεννηθεί, θα έχει γεννηθεί όχι ύστερ᾽ από τις θυσίες και τις προσευχές που σε κάθε γάμο κάνουν οι ιέρειες και οι ιερείς και ολάκερη μαζί η πόλη, παρακαλώντας να γεννιούνται από καλούς καλύτερα και από ωφέλιμους [461b] ωφελιμότερα κάθε φορά παιδιά, αλλά θα είναι ο λαθραίος καρπός του σκοταδιού και της πιο ασυγχώρητης ακολασίας.
Πολύ σωστά.
Ο ίδιος βέβαια νόμος, κι αν κανείς από κείνους που έχουν την ορισμένη ηλικία να γεννούν, χωρίς να επιτρέψει ο άρχοντας το ζευγάρωμα, πλησιάσει γυναίκα που έχει κι αυτή τη νόμιμη ηλικία· γιατί νόθο θα είναι και αφερέγγυο και ανίερο το παιδί που δίνει έτσι στην πόλη.
Σωστότατα.
Όταν όμως και οι άντρες και οι γυναίκες περάσουν πια την ηλικία της νόμιμης τεκνογονίας, θα τους αφήσομε, υποθέτω, ελεύθερους [461c] να πλησιάζουν όποια θέλουν, εκτός θυγατέρα και μητέρα κι εγγονή και μάμμη, και τις γυναίκες το ίδιο, εκτός από γιο και πατέρα και τους προς τους πάνω ή τα κάτω αυτών· θα τους δώσομε όμως πάλι της άδεια αυτή, αφού τους συστήσομε ρητώς προπάντων να μη φέρνουν με κανένα τρόπο σε φως τον καρπό από αυτές των τις σχέσεις, αν ήθελε γίνει σύλληψη, σε ενάντια όμως περίπτωση, αν δεν κατορθωθεί τίποτα με τις προφυλάξεις των, να έχουν υπόψη τους πως δεν θα επιβαρυνθεί η πόλη με την ανατροφή του παιδιού.
Λογικότατα βέβαια είναι αυτά όλα· μα πώς θα ξεχωρίζουν [461d] μεταξύ των τους πατέρες και θυγατέρες και τους άλλους βαθμούς συγγένειας που ανάφερες;
Καθόλου δεν θα τους ξεχωρίζουν, μα από την ημέρα που ένας απ᾽ αυτούς γίνει γαμπρός, όσα παιδιά γεννηθούν μέσα στους εφτά ή δέκα μήνες από τότε, όλα αυτά θα τα λέει τα αρσενικά γιους του και τα θηλυκά θυγατέρες του και εκείνα πάλι πατέρα τους εκείνον, κι έτσι πάλι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τα παιδιά θα τα λέει εγγόνια του κι αυτά εκείνους πάππους των και κυρούλες των, κι όσα θα έχουν γεννηθεί στο διάστημα που είχαν το δικαίωμα οι πατέρες και οι μητέρες των να γεννούν [461e] θα ονομάζουνται αδερφοί και αδερφές μεταξύ τους, ώστε, όπως ελέγαμε, να μη γίνουνται γάμοι ανάμεσά τους· θα επιτρέψει όμως ο νόμος να συνοικούν αδερφός και αδερφή, αν συμπέσει έτσι να το αποφασίσει ο κλήρος και το επικυρώσει κι ο χρησμός της Πυθίας.
Πολύ σωστά.
Έτσι λοιπόν, φίλε μου, εννοώ αυτή την κοινότητα των γυναικών και των παιδιών για της πόλης σου τους φρουρούς· ότι είναι σύμφωνη αυτή και μ᾽ όλο τ᾽ άλλο πνεύμα της πολιτείας μας κι ακόμη η πολύ πιο καλύτερη, αυτό είναι που έρχεται η σειρά του να βεβαιωθεί από τη συζήτηση· ή πώς αλλιώς να κάμομε;
[462a] Έτσι, μά την αλήθεια.
Και δε θα ήταν αυτή η αρχή για να συμφωνήσομε, αν ρωτούσαμε τον εαυτό μας, τί πρέπει τάχα να θεωρήσομε το μεγαλύτερο αγαθό για την οργάνωση της πολιτείας, που θα είναι ανάγκη να το έχει στόχο του ο νομοθέτης, όταν βάζει τους νόμους του, και τί είναι το μεγαλύτερο κακό, κι ύστερα να εξετάσομε αν αυτά που αναφέραμε τώρα δα ταιριάζουν τάχα στ᾽ αχνάρια πάνω του αγαθού και όχι στ᾽ αχνάρια του κακού;
Έτσι χωρίς άλλο.
Έχομε λοιπόν μεγαλύτερο κακό για την πόλη από κείνο [462b] που θα τη διασπούσε και θα την έκανε πολλές αντί μια; ή μεγαλύτερο αγαθό από κείνο που θα έδενε μαζί τα διάφορα μέρη της και θα την έκανε μια;
Δεν έχομε.
Και δεν είναι η κοινή συμμετοχή σε χαρές και σε λύπες εκείνη που δημιουργεί αυτό το σύνδεσμο, όταν όλοι γενικώς οι πολίτες δοκιμάζουν τη μεγαλύτερη που γίνεται χαρά για την ίδια ευτυχία και τη μεγαλύτερη λύπη για την απώλειά της;
Εξάπαντος.
Και εκείνο απεναντίας που θα έφερνε τη διάσπαση δεν είναι το ξεχώρισμα σε ιδιαίτερα αισθήματα, όταν δηλαδή άλλοι είναι γεμάτοι λύπη κι άλλοι γεμάτοι χαρά για τα ίδια [462c] παθήματα που υποφέρει είτε η πόλη τους είτε μερικοί από τους συμπολίτες τους;
Πώς όχι;
Δεν προέρχεται λοιπόν αυτό, όταν όλοι οι πολίτες δεν μεταχειρίζουνται στις ίδιες περιστάσεις τις φράσεις «αυτό είναι δικό μου, αυτό δεν είναι δικό μου» και κάνουν το ίδιο κι όταν πρόκειται για ξένο πράγμα;
Χωρίς αμφιβολία.
Σ᾽ όποια λοιπόν πόλη οι περισσότεροι για το ίδιο πράγμα και κατά τον ίδιο τρόπο μεταχειρίζονται τη φράση «δικό μου κι όχι δικό μου», δεν είναι αυτή η πόλη που έχει την καλύτερη οργάνωση;
Και πολύ μάλιστα.
Κι όπου συμβαίνει απαράλλαχτα ό,τι και μ᾽ έναν άνθρωπο; Όταν λόγου χάρη κανείς από μας χτυπήσει κάπου στο δάχτυλο, όλη εκείνη η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή και που τείνει ν᾽ αποτελέσει μια κυρίαρχη [462d] ενότητα, αισθάνεται το χτύπημα κι όλη την ίδια ώρα πονεί μαζί με το μέρος που πόνεσε κι έτσι λέμε πως ο άνθρωπος πονεί στο δάχτυλο· το ίδιο και για ό,τι άλλο του ανθρώπου, όταν λέμε για τη λύπη που δοκιμάζει από τον πόνο ενός μέρους του, ή για την ευχαρίστηση που αισθάνεται από το καλυτέρεμά του.
Το ίδιο πραγματικώς και, όπως ρωτούσες, μ᾽ αυτό, ολωσδιόλου απαράλλαχτα, γειτονεύει και η πόλη που έχει την καλύτερη οργάνωση.
Και σ᾽ έναν λοιπόν μονάχα, νομίζω, πολίτη, αν του συμβαίνει οποιοδήποτε ή καλό [462e] ή κακό, η τέτοια πόλη εξάπαντος θα θεωρήσει δικό της το μέλος που πρόκειται και ή θα χαρεί ή θα λυπηθεί μαζί του.
Ανάγκη πάσα, τουλάχιστο η ευνομουμένη.
Καιρός λοιπόν θα ᾽ταν τώρα να γυρίσομε στη δική μας την πόλη και να εξετάσομε αν αυτά που μείναμε σύμφωνοι τα έχει αυτή ολότελ᾽ αποκλειστικά της, είτε και καμιά άλλη περισσότερο.
Αυτό βέβαια πρέπει να κάμομε.