Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (454a-455e)

[454a] Ἦ γενναία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλογικῆς τέχνης.
Τί δή;
Ὅτι, εἶπον, δοκοῦσί μοι εἰς αὐτὴν καὶ ἄκοντες πολλοὶ ἐμπίπτειν καὶ οἴεσθαι οὐκ ἐρίζειν ἀλλὰ διαλέγεσθαι, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι κατ᾽ εἴδη διαιρούμενοι τὸ λεγόμενον ἐπισκοπεῖν, ἀλλὰ κατ᾽ αὐτὸ τὸ ὄνομα διώκειν τοῦ λεχθέντος τὴν ἐναντίωσιν, ἔριδι, οὐ διαλέκτῳ πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι.
Ἔστι γὰρ δή, ἔφη, περὶ πολλοὺς τοῦτο τὸ πάθος· ἀλλὰ μῶν καὶ πρὸς ἡμᾶς τοῦτο τείνει ἐν τῷ παρόντι;
[454b] Παντάπασι μὲν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ· κινδυνεύομεν γοῦν ἄκοντες ἀντιλογίας ἅπτεσθαι.
Πῶς;
Τὸ ‹μὴ› τὴν αὐτὴν φύσιν ὅτι οὐ τῶν αὐτῶν δεῖ ἐπιτηδευμάτων τυγχάνειν πάνυ ἀνδρείως τε καὶ ἐριστικῶς κατὰ τὸ ὄνομα διώκομεν, ἐπεσκεψάμεθα δὲ οὐδ᾽ ὁπῃοῦν τί εἶδος τὸ τῆς ἑτέρας τε καὶ τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ πρὸς τί τεῖνον ὡριζόμεθα τότε, ὅτε τὰ ἐπιτηδεύματα ἄλλῃ φύσει ἄλλα, τῇ δὲ αὐτῇ τὰ αὐτὰ ἀπεδίδομεν.
Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη, ἐπεσκεψάμεθα.
[454c] Τοιγάρτοι, εἶπον, ἔξεστιν ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ἀνερωτᾶν ἡμᾶς αὐτοὺς εἰ ἡ αὐτὴ φύσις φαλακρῶν καὶ κομητῶν καὶ οὐχ ἡ ἐναντία, καὶ ἐπειδὰν ὁμολογῶμεν ἐναντίαν εἶναι, ἐὰν φαλακροὶ σκυτοτομῶσιν, μὴ ἐᾶν κομήτας, ἐὰν δ᾽ αὖ κομῆται, μὴ τοὺς ἑτέρους.
Γελοῖον μεντἂν εἴη, ἔφη.
Ἆρα κατ᾽ ἄλλο τι, εἶπον ἐγώ, γελοῖον, ἢ ὅτι τότε οὐ πάντως τὴν αὐτὴν καὶ τὴν ἑτέραν φύσιν ἐτιθέμεθα, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο τὸ εἶδος τῆς ἀλλοιώσεώς τε καὶ ὁμοιώσεως μόνον [454d] ἐφυλάττομεν τὸ πρὸς αὐτὰ τεῖνον τὰ ἐπιτηδεύματα; οἷον ἰατρικὸν μὲν καὶ ἰατρικὴν τὴν ψυχὴν [ὄντα] τὴν αὐτὴν φύσιν ἔχειν ἐλέγομεν· ἢ οὐκ οἴει;
Ἔγωγε.
Ἰατρικὸν δέ γε καὶ τεκτονικὸν ἄλλην;
Πάντως που.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ τῶν ἀνδρῶν καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος, ἐὰν μὲν πρὸς τέχνην τινὰ ἢ ἄλλο ἐπιτήδευμα διαφέρον φαίνηται, τοῦτο δὴ φήσομεν ἑκατέρῳ δεῖν ἀποδιδόναι· ἐὰν δ᾽ αὐτῷ τούτῳ φαίνηται διαφέρειν, τῷ τὸ μὲν θῆλυ τίκτειν, [454e] τὸ δὲ ἄρρεν ὀχεύειν, οὐδέν τί πω φήσομεν μᾶλλον ἀποδεδεῖχθαι ὡς πρὸς ὃ ἡμεῖς λέγομεν διαφέρει γυνὴ ἀνδρός, ἀλλ᾽ ἔτι οἰησόμεθα δεῖν τὰ αὐτὰ ἐπιτηδεύειν τούς τε φύλακας ἡμῖν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν.
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν μετὰ τοῦτο κελεύομεν τὸν τὰ ἐναντία λέγοντα [455a] τοῦτο αὐτὸ διδάσκειν ἡμᾶς, πρὸς τίνα τέχνην ἢ τί ἐπιτήδευμα τῶν περὶ πόλεως κατασκευὴν οὐχ ἡ αὐτὴ ἀλλὰ ἑτέρα φύσις γυναικός τε καὶ ἀνδρός;
Δίκαιον γοῦν.
Τάχα τοίνυν ἄν, ὅπερ σὺ ὀλίγον πρότερον ἔλεγες, εἴποι ἂν καὶ ἄλλος, ὅτι ἐν μὲν τῷ παραχρῆμα ἱκανῶς εἰπεῖν οὐ ῥᾴδιον, ἐπισκεψαμένῳ δὲ οὐδὲν χαλεπόν.
Εἴποι γὰρ ἄν.
Βούλει οὖν δεώμεθα τοῦ τὰ τοιαῦτα ἀντιλέγοντος [455b] ἀκολουθῆσαι ἡμῖν, ἐάν πως ἡμεῖς ἐκείνῳ ἐνδειξώμεθα ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐπιτήδευμα ἴδιον γυναικὶ πρὸς διοίκησιν πόλεως;
Πάνυ γε.
Ἴθι δή, φήσομεν πρὸς αὐτόν, ἀποκρίνου· ἆρα οὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ, ἐν ᾧ ὁ μὲν ῥᾳδίως τι μανθάνοι, ὁ δὲ χαλεπῶς; καὶ ὁ μὲν ἀπὸ βραχείας μαθήσεως ἐπὶ πολὺ εὑρετικὸς εἴη οὗ ἔμαθεν, ὁ δὲ πολλῆς μαθήσεως τυχὼν καὶ μελέτης μηδ᾽ ἃ ἔμαθε σῴζοιτο; καὶ τῷ μὲν τὰ τοῦ σώματος ἱκανῶς ὑπηρετοῖ τῇ διανοίᾳ, τῷ [455c] δὲ ἐναντιοῖτο; ἆρ᾽ ἄλλα ἄττα ἐστὶν ἢ ταῦτα, οἷς τὸν εὐφυῆ πρὸς ἕκαστα καὶ τὸν μὴ ὡρίζου;
Οὐδείς, ἦ δ᾽ ὅς, ἄλλα φήσει.
Οἶσθά τι οὖν ὑπὸ ἀνθρώπων μελετώμενον, ἐν ᾧ οὐ πάντα ταῦτα τὸ τῶν ἀνδρῶν γένος διαφερόντως ἔχει ἢ τὸ τῶν γυναικῶν; ἢ μακρολογῶμεν τήν τε ὑφαντικὴν λέγοντες καὶ τὴν τῶν ποπάνων τε καὶ ἑψημάτων θεραπείαν, ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι, οὗ καὶ καταγελαστότατόν [455d] ἐστι πάντων ἡττώμενον;
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις, ὅτι πολὺ κρατεῖται ἐν ἅπασιν ὡς ἔπος εἰπεῖν τὸ γένος τοῦ γένους. γυναῖκες μέντοι πολλαὶ πολλῶν ἀνδρῶν βελτίους εἰς πολλά· τὸ δὲ ὅλον ἔχει ὡς σὺ λέγεις.
Οὐδὲν ἄρα ἐστίν, ὦ φίλε, ἐπιτήδευμα τῶν πόλιν διοικούντων γυναικὸς διότι γυνή, οὐδ᾽ ἀνδρὸς διότι ἀνήρ, ἀλλ᾽ ὁμοίως διεσπαρμέναι αἱ φύσεις ἐν ἀμφοῖν τοῖν ζῴοιν, καὶ πάντων μὲν μετέχει γυνὴ ἐπιτηδευμάτων κατὰ [455e] φύσιν, πάντων δὲ ἀνήρ, ἐπὶ πᾶσι δὲ ἀσθενέστερον γυνὴ ἀνδρός.
Πάνυ γε.
Ἦ οὖν ἀνδράσι πάντα προστάξομεν, γυναικὶ δ᾽ οὐδέν;
Καὶ πῶς;
Ἀλλ᾽ ἔστι γὰρ οἶμαι, ὡς φήσομεν, καὶ γυνὴ ἰατρική, ἡ δ᾽ οὔ, καὶ μουσική, ἡ δ᾽ ἄμουσος φύσει.
Τί μήν;

[454a] Τί θαυμάσια δύναμη που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της αντιλογίας!
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί μου φαίνεται πως και χωρίς να το θέλουν πέφτουν πολλοί μες σ᾽ αυτή και φαντάζονται όχι πως μαλώνουν, αλλά πως συζητούν, γιατί δεν μπορούν να το διαιρέσουν σε είδη και έτσι να το εξετάζουν το θέμα που συζητούν, αλλ᾽ απάνω στο όνομα μονάχα ζητούν να βρουν την εναντίωση σ᾽ αυτό που υποστήριξε ο άλλος και μεταβάλλουν έτσι τη συζήτηση σε απλή λογομαχία μεταξύ τους.
Πραγματικώς αυτό παθαίνουν πολλοί· αλλά μήπως πάμε και μεις να πέσομε στο ίδιο πάθημα τώρα;
[454b] Εξάπαντος· γιατί αλήθεια τρέχομε τον κίνδυνο να καταντήσομε και χωρίς να το θέμε σε αντιλογία.
Πώς;
Την έννοια ότι οι διαφορετικές φύσεις δεν πρέπει να καταπιάνουνται με τις ίδιες δουλειές ζητούμε να την υποστηρίξομε, σαν πολύ γενναίοι οπαδοί της λογομαχητικής, περιορίζοντας τη συζήτηση στη λέξη μονάχα επάνω, χωρίς να έχομε καθόλου εξετάσει τί είδος είναι η διαφορετική και τί η ίδια φύση, ούτε ποιό ήταν το αντικείμενο που είχαμε υπόψη, όταν ορίζαμε ότι διαφορετικά πρέπει να είναι τα έργα για τις διαφορετικές φύσεις και τα ίδια για τις ίδιες.
Πραγματικώς, δεν το εξετάσαμε αυτό.
[454c] Κι έτσι βγαίνει απ᾽ αυτό πως θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε εμάς τους ίδιους αν οι φαλακροί και οι μαλλιαροί έχουν την ίδια και όχι την εναντία φύση και, όταν παραδεχτούμε πως έχουν την εναντία, αν οι φαλακροί καταγίνουνται έξαφνα με την υποδηματοποιία, να μην επιτρέπομε αυτή την ίδια εργασία και στους μαλλιαρούς, κι αν πάλι οι μαλλιαροί, να μη την επιτρέπομε στους άλλους.
Θα ήταν όμως πολύ γελοίο αυτό.
Και θα ᾽ταν τάχα για άλλο λόγο γελοίο, ή για το ότι εμείς τότε δεν παίρναμε απόλυτα τις έννοιες διαφορετική και όμοια φύση, αλλά περιορίζαμε σε κείνο μόνο το είδος τη διαφορά και την ομοιότητα, [454d] που αναφέρεται στα ίδια μόνο επαγγέλματα; Ελέγαμε, λόγου χάρη τότε, πως ο άνθρωπος που είναι ικανός για γιατρός και κείνος που έχει την ψυχή του γιατρού έχουν κι οι δυο τους την ίδια φύση.
Μάλιστα.
Και φύση διαφορετική ο κατάλληλος για τη γιατρική και ο κατάλληλος για την ξυλουργική· ή δεν το παραδέχεσαι;
Πώς όχι;
Ώστε λοιπόν, αν το γένος των γιατρών και το γένος των γυναικών βρεθεί πως διαφέρουν ως προς μια τέχνη ή άλλο επάγγελμα, θα πούμε πως αυτή την τέχνη ή το επάγγελμα πρέπει ν᾽ αναθέσομε στο καθένα από τα δυο φύλα· αν όμως φαίνεται πως σ᾽ αυτό μόνο διαφέρουν, στο ότι η γυναίκα γεννά τα παιδιά [454e] κι ο άντρας τα σπέρνει, δεν θα πούμε ακόμα πως έχει κάπως περισσότερο αποδειχθεί ότι η γυναίκα διαφέρει από τον άντρα ως προς αυτό που εμείς υποστηρίζομε, αλλά θα επιμείνομε ακόμα στην ιδέα μας, πως πρέπει στα ίδια έργα να ασχολούνται και οι φύλακές μας και οι γυναίκες τους.
Και πολύ σωστά.
Ύστερα λοιπόν απ᾽ όλ᾽ αυτά, δε θα ρωτήσομε εκείνον που υποστηρίζει το αντίθετο, [455a] ως προς ποιά τέχνη ή ως προς ποιό επάγγελμα απ᾽ όσα χρειάζουνται για το φτιάξιμο μιανής πολιτείας δεν είναι η ίδια από τη φύση η γυναίκα με τον άντρα αλλά διαφορετική;
Και θα ᾽χομε δίκιο να το ρωτήσομε.
Μα ίσως όμως βρεθεί και κανένας άλλος να πει εκείνο που έλεγες και συ πρωτύτερα, πως δεν είναι βέβαια εύκολο, έτσι εκ του προχείρου, να δώσει κανείς ικανοποιητική απάντηση, αν καθίσει όμως να σκεφθεί, δε θα ᾽ταν διόλου δύσκολο.
Ίσως να το πει.
Θέλεις λοιπόν να τον παρακαλέσομε αυτόν που μας αντιλέγει [455b] να μας παρακολουθήσει, μήπως εμείς κατορθώσομε να του αποδείξομε πως δεν υπάρχει κανένα επιτήδευμα σχετικό με τη διοίκηση της πολιτείας που να ταιριάζει αποκλειστικά και μόνο στη γυναίκα;
Βεβαιότατα.
Έλα λοιπόν, θα του πούμε, να μας απαντήσεις: άραγε, όταν έλεγες πως ένας είναι από φυσικού του ικανός για κάτι και ένας άλλος δεν είναι, δεν εννοούσες μ᾽ αυτό πως εκείνος μαθαίνει εύκολα, ενώ ο άλλος δύσκολα αυτό το κάτι; και πως ο πρώτος, από το λίγο που μάθει, θα μπορούσε να βρει κι άλλα πολλά παραπέρ᾽ απ᾽ όσα πρωτόμαθε, ενώ ο άλλος μ᾽ όλη του τη μεγάλη μάθηση και την επιμέλεια δε θα μπορούσε ούτε όσα έμαθε να συγκρατήσει, κι ακόμα πως του ενός και οι σωματικές του ικανότητες θα εξυπηρετούσαν αρκετά τη διάνοιά του, [455c] ενώ του άλλου θα της έφερναν κι αυτές εμπόδιο; Άλλα άραγε ή αυτά είναι που όριζες πως ξεχωρίζουν τον από τη φύση γεννημένο για το ό,τι είναι εκείνο από τον άλλο που δεν είναι τέτοιος;
Κανείς δε θα πει πως είναι άλλα.
Γνωρίζεις λοιπόν τώρα τίποτ᾽ απ᾽ όσα καταγίνουνται οι άνθρωποι, που να μην έχουν οι άντρες όλες αυτές τις ιδιότητες σε πολύ ανώτερο βαθμό από τις γυναίκες; ή να καθόμαστε να μακρολογούμε αναφέροντας την υφαντική και την επιτηδειότητα για κάτι γλυκίσματα και μαγερέματα, όπου δα κάτι φαίνουνται να είναι οι γυναίκες, και όπου θα ήταν η μεγαλύτερή τους ντροπή [455d] να πέφτουν κάτω από τους άντρες;
Έχεις πραγματικώς δίκιο να λες πως σ᾽ όλα, μ᾽ ένα λόγο, πολύ κατώτερο είναι το ένα γένος από το άλλο· βέβαια υπάρχουν πολλές γυναίκες ανώτερες σε πολλά από τους άντρες· στο σύνολο όμως είναι έτσι όπως το λες.
Δεν υπάρχει λοιπόν, φίλε μου, κανένα έργο απ᾽ όσα αναφέρονται στη διοίκηση της πολιτείας που να ανήκει στη γυναίκα επειδή είναι γυναίκα, ούτε στον άντρα επειδή είναι άντρας, αλλά είναι το ίδιο μερασμένες οι φυσικές προδιαθέσεις και στα δύο φύλα, και το ίδιο είναι πλασμένη από τη φύση η γυναίκα να παίρνει μέρος σ᾽ όλα τα επιτηδεύματα, [455e] το ίδιο και ο άντρας, μόνο πως σε όλα είναι η γυναίκα πιο αδύνατο πλάσμα από τον άντρα.
Αυτό είναι βέβαιο.
Όλα λοιπόν θα τ᾽ αναθέσομε στον άντρα και τίποτα δε θ᾽ αφήσομε για τη γυναίκα;
Πώς γίνεται;
Μα υπάρχουν πραγματικώς, θα πούμε, γυναίκες που είναι καμωμένες για τη γιατρική κι άλλες όχι, κι άλλες επιδεκτικές για μουσική, άλλες το εναντίο.
Πώς όχι;