Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (443b-444b)

[443b] Οὐκοῦν τούτων πάντων αἴτιον ὅτι αὐτοῦ τῶν ἐν αὐτῷ ἕκαστον τὰ αὑτοῦ πράττει ἀρχῆς τε πέρι καὶ τοῦ ἄρχεσθαι;
Τοῦτο μὲν οὖν, καὶ οὐδὲν ἄλλο.
Ἔτι τι οὖν ἕτερον ζητεῖς δικαιοσύνην εἶναι ἢ ταύτην τὴν δύναμιν ἣ τοὺς τοιούτους ἄνδρας τε παρέχεται καὶ πόλεις;
Μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἔγωγε.
Τέλεον ἄρα ἡμῖν τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται, ὃ ἔφαμεν ὑποπτεῦσαι ὡς εὐθὺς ἀρχόμενοι τῆς πόλεως οἰκίζειν κατὰ [443c] θεόν τινα εἰς ἀρχήν τε καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι.
Παντάπασιν μὲν οὖν.
Τὸ δέ γε ἦν ἄρα, ὦ Γλαύκων —δι᾽ ὃ καὶ ὠφελεῖ— εἴδωλόν τι τῆς δικαιοσύνης, τὸ τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῖν καὶ ἄλλο μηδὲν πράττειν, τὸν δὲ τεκτονικὸν τεκταίνεσθαι, καὶ τἆλλα δὴ οὕτως.
Φαίνεται.
Τὸ δέ γε ἀληθές, τοιοῦτόν τι ἦν, ὡς ἔοικεν, ἡ δικαιοσύνη ἀλλ᾽ οὐ περὶ τὴν ἔξω πρᾶξιν τῶν αὑτοῦ, ἀλλὰ περὶ τὴν [443d] ἐντός, ὡς ἀληθῶς περὶ ἑαυτὸν καὶ τὰ ἑαυτοῦ, μὴ ἐάσαντα τἀλλότρια πράττειν ἕκαστον ἐν αὑτῷ μηδὲ πολυπραγμονεῖν πρὸς ἄλληλα τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γένη, ἀλλὰ τῷ ὄντι τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον καὶ ἄρξαντα αὐτὸν αὑτοῦ καὶ κοσμήσαντα καὶ φίλον γενόμενον ἑαυτῷ καὶ συναρμόσαντα τρία ὄντα, ὥσπερ ὅρους τρεῖς ἁρμονίας ἀτεχνῶς, νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης, καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μεταξὺ τυγχάνει ὄντα, πάντα ταῦτα [443e] συνδήσαντα καὶ παντάπασιν ἕνα γενόμενον ἐκ πολλῶν, σώφρονα καὶ ἡρμοσμένον, οὕτω δὴ πράττειν ἤδη, ἐάν τι πράττῃ ἢ περὶ χρημάτων κτῆσιν ἢ περὶ σώματος θεραπείαν ἢ καὶ πολιτικόν τι ἢ περὶ τὰ ἴδια συμβόλαια, ἐν πᾶσι τούτοις ἡγούμενον καὶ ὀνομάζοντα δικαίαν μὲν καὶ καλὴν πρᾶξιν ἣ ἂν ταύτην τὴν ἕξιν σῴζῃ τε καὶ συναπεργάζηται, σοφίαν δὲ τὴν ἐπιστατοῦσαν ταύτῃ τῇ πράξει ἐπιστήμην, ἄδικον δὲ [444a] πρᾶξιν ἣ ἂν ἀεὶ ταύτην λύῃ, ἀμαθίαν δὲ τὴν ταύτῃ αὖ ἐπιστατοῦσαν δόξαν.
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς, ὦ Σώκρατες, ἀληθῆ λέγεις.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τὸν μὲν δίκαιον καὶ ἄνδρα καὶ πόλιν καὶ δικαιοσύνην, ὃ τυγχάνει ἐν αὐτοῖς ὄν, εἰ φαῖμεν ηὑρηκέναι, οὐκ ἂν πάνυ τι οἶμαι δόξαιμεν ψεύδεσθαι.
Μὰ Δία οὐ μέντοι, ἔφη.
Φῶμεν ἄρα;
Φῶμεν.
Ἔστω δή, ἦν δ᾽ ἐγώ· μετὰ γὰρ τοῦτο σκεπτέον οἶμαι ἀδικίαν.
Δῆλον.
[444b] Οὐκοῦν στάσιν τινὰ αὖ τριῶν ὄντων τούτων δεῖ αὐτὴν εἶναι καὶ πολυπραγμοσύνην καὶ ἀλλοτριοπραγμοσύνην καὶ ἐπανάστασιν μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς, ἵν᾽ ἄρχῃ ἐν αὐτῇ οὐ προσῆκον, ἀλλὰ τοιούτου ὄντος φύσει οἵου πρέπειν αὐτῷ δουλεύειν, τῷ δ᾽ οὐ δουλεύειν ἀρχικοῦ γένους ὄντι; τοιαῦτ᾽ ἄττα οἶμαι φήσομεν καὶ τὴν τούτων ταραχὴν καὶ πλάνην εἶναι τήν τε ἀδικίαν καὶ ἀκολασίαν καὶ δειλίαν καὶ ἀμαθίαν καὶ συλλήβδην πᾶσαν κακίαν.
Αὐτὰ μὲν οὖν ταῦτα, ἔφη.

[443b] Και η αιτία όλων αυτών δεν είναι το ότι καθένα από τα μέρη της ψυχής του περιορίζεται στο έργο του, είτε αν πρόκειται να κυβερνά είτε να υπακούει;
Αυτό και τίποτ᾽ άλλο.
Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς ακόμη αν είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η δύναμη αυτή που μας δίνει τέτοιους ανθρώπους και πόλεις;
Όχι βέβαια εγώ, μά το Δία.
Ώστε να λοιπόν που μας βγήκε πέρα για πέρα σωστό το όνειρό μας, που, καθώς λέγαμε, μας έκανε να υποψιαστούμε, ευθύς απαρχής που θεμελιώναμε την πόλη μας, πως με τη βοήθεια [443c] κάποιου θεού κοντεύομε σχεδόν να ᾽χομε πετύχει κάτι που να είναι σαν αρχή και τύπος της δικαιοσύνης.
Πέρα για πέρα σωστό.
Κι ήταν λοιπόν πραγματικώς, Γλαύκων, μια εικόνα της δικαιοσύνης αυτό που λέγαμε, πως ο υποδηματοποιός δηλαδή και ο ξυλουργός τίποτ᾽ άλλο δεν πρέπει να κάνει παρά ό,τι από τη φύση του είναι προορισμένος να κάνει, και το ίδιο για όλα τ᾽ άλλα.
Έτσι φαίνεται.
Η αλήθεια όμως είναι, καθώς φαίνεται, πως τέτοιο βέβαια πράγμα είναι η δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως στις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου, αλλά σε ό,τι γίνεται [443d] μέσα του και με τον εαυτό του: να μην επιτρέπει δηλαδή στο καθένα από τα μέρη που υπάρχουν μέσα του να κάνει ό,τι δεν είναι δουλειά του, ούτε να καταπιάνεται με τα καθήκοντα το ένα του άλλου· αλλ᾽ αφού τακτοποιήσει καλά εκείνα που αποκλειστικά είναι δικά του και κυριαρχήσει του εαυτού του και γίνει ο συγυριστής και ο φίλος του εαυτού του και συναρμόσει τα τρία μέρη της ψυχής του σαν να ήταν οι τρεις ακριβώς τόνοι της μουσικής κλίμακας, ο υψηλότερος, ο χαμηλότερος και ο μέσος, καθώς και όσοι άλλοι τυχαίνει να υπάρχουν μεταξύ, και συνδέσει [443e] όλ᾽ αυτά, ώστε από τα πολλά να γίνει ένας μόνο, τέλεια σωφρονισμένος και αρμονισμένος, έτσι πια τότε ν᾽ αρχίσει να κάνει αν έχει να κάνει τίποτα, είτε θέλει ν᾽ αποχτήσει χρήματα, ή να περιποιείται το σώμα του, ή να αναμιχθεί στην πολιτική, ή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς όμως να παύει ποτέ να θεωρεί και να ονομάζει σε όλ᾽ αυτά δίκαιη και καλή την πράξη που διατηρεί και τελειοποιεί αυτή τη συνήθεια, σοφία την επιστήμη που επιστατεί και διευθύνει αυτή την πράξη, αδικία [444a] εκείνη που την καταστρέφει κάθε φορά, και αμάθεια την δοξασία πάλι που επιστατεί και διευθύνει την πράξη της καταστροφής.
Είναι ορθότατα, Σωκράτη, όλ᾽ αυτά που λες.
Πολύ καλά· ώστε, αν πούμε πως βρήκαμε πια τί είναι ο δίκαιος άνδρας και η δίκαιη πόλη και τί η δικαιοσύνη μέσα σ᾽ αυτούς, δεν πιστεύω να φανούμε πως είμαστε και πολύ γελασμένοι.
Όχι βέβαια.
Σύμφωνοι λοιπόν;
Σύμφωνοι.
Έστω· μένει λοιπόν τώρα να εξετάσομε, νομίζω, την αδικία.
Βέβαια.

Ο άδικος άνθρωπος
[444b] Ημπορεί λοιπόν η αδικία να είναι άλλο πράγμα παρά μια σύγκρουση ανάμεσα σ᾽ αυτά τα τρία μέρη της ψυχής, όταν δεν περιορίζονται στα έργα τους, αλλά επεμβαίνουν στα ξένα καθήκοντα, ή όταν επαναστατεί το ένα μέρος ενάντια στο σύνολο της ψυχής, για να πάρει αυτό την εξουσία που δεν του ταιριάζει, γιατί είναι πλασμένο από τη φύση να δουλεύει και να υπακούει σε κείνο που είναι ορισμένο να κυβερνά; Αυτά λοιπόν, και η ταραχή και η σύγχυση μεταξύ τους, θα πούμε πως είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η αμάθεια και κάθε, μ᾽ ένα λόγο, κακία.
Αυτά, βέβαια.