Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (441d-443a)

[441d] Καὶ ᾧ δὴ ἀνδρεῖος ἰδιώτης καὶ ὥς, τούτῳ καὶ πόλιν ἀνδρείαν καὶ οὕτως, καὶ τἆλλα πάντα πρὸς ἀρετὴν ὡσαύτως ἀμφότερα ἔχειν;
Ἀνάγκη.
Καὶ δίκαιον δή, ὦ Γλαύκων, οἶμαι φήσομεν ἄνδρα εἶναι τῷ αὐτῷ τρόπῳ ᾧπερ καὶ πόλις ἦν δικαία.
Καὶ τοῦτο πᾶσα ἀνάγκη.
Ἀλλ᾽ οὔ πῃ μὴν τοῦτό γε ἐπιλελήσμεθα, ὅτι ἐκείνη γε τῷ τὸ ἑαυτοῦ ἕκαστον ἐν αὐτῇ πράττειν τριῶν ὄντων γενῶν δικαία ἦν.
Οὔ μοι δοκοῦμεν, ἔφη, ἐπιλελῆσθαι.
Μνημονευτέον ἄρα ἡμῖν ὅτι καὶ ἡμῶν ἕκαστος, ὅτου ἂν [441e] τὰ αὑτοῦ ἕκαστον τῶν ἐν αὐτῷ πράττῃ, οὗτος δίκαιός τε ἔσται καὶ τὰ αὑτοῦ πράττων.
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς, μνημονευτέον.
Οὐκοῦν τῷ μὲν λογιστικῷ ἄρχειν προσήκει, σοφῷ ὄντι καὶ ἔχοντι τὴν ὑπὲρ ἁπάσης τῆς ψυχῆς προμήθειαν, τῷ δὲ θυμοειδεῖ ὑπηκόῳ εἶναι καὶ συμμάχῳ τούτου;
Πάνυ γε.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ, ὥσπερ ἐλέγομεν, μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾶσις σύμφωνα αὐτὰ ποιήσει, τὸ μὲν ἐπιτείνουσα καὶ [442a] τρέφουσα λόγοις τε καλοῖς καὶ μαθήμασιν, τὸ δὲ ἀνιεῖσα παραμυθουμένη, ἡμεροῦσα ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ;
Κομιδῇ γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Καὶ τούτω δὴ οὕτω τραφέντε καὶ ὡς ἀληθῶς τὰ αὑτῶν μαθόντε καὶ παιδευθέντε προστήσεσθον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ —ὃ δὴ πλεῖστον τῆς ψυχῆς ἐν ἑκάστῳ ἐστὶ καὶ χρημάτων φύσει ἀπληστότατον— ὃ τηρήσετον μὴ τῷ πίμπλασθαι τῶν περὶ τὸ σῶμα καλουμένων ἡδονῶν πολὺ καὶ ἰσχυρὸν γενόμενον [442b] οὐκ αὖ τὰ αὑτοῦ πράττῃ, ἀλλὰ καταδουλώσασθαι καὶ ἄρχειν ἐπιχειρήσῃ ὧν οὐ προσῆκον αὐτῷ γένει, καὶ σύμπαντα τὸν βίον πάντων ἀνατρέψῃ.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τοὺς ἔξωθεν πολεμίους τούτω ἂν κάλλιστα φυλαττοίτην ὑπὲρ ἁπάσης τῆς ψυχῆς τε καὶ τοῦ σώματος, τὸ μὲν βουλευόμενον, τὸ δὲ προπολεμοῦν, ἑπόμενον [δὲ] τῷ ἄρχοντι καὶ τῇ ἀνδρείᾳ ἐπιτελοῦν τὰ βουλευθέντα;
Ἔστι ταῦτα.
Καὶ ἀνδρεῖον δὴ οἶμαι τούτῳ τῷ μέρει καλοῦμεν ἕνα [442c] ἕκαστον, ὅταν αὐτοῦ τὸ θυμοειδὲς διασῴζῃ διά τε λυπῶν καὶ ἡδονῶν τὸ ὑπὸ τῶν λόγων παραγγελθὲν δεινόν τε καὶ μή.
Ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.
Σοφὸν δέ γε ἐκείνῳ τῷ σμικρῷ μέρει, τῷ ὃ ἦρχέν τ᾽ ἐν αὐτῷ καὶ ταῦτα παρήγγελλεν, ἔχον αὖ κἀκεῖνο ἐπιστήμην ἐν αὑτῷ τὴν τοῦ συμφέροντος ἑκάστῳ τε καὶ ὅλῳ τῷ κοινῷ σφῶν αὐτῶν τριῶν ὄντων.
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί δέ; σώφρονα οὐ τῇ φιλίᾳ καὶ συμφωνίᾳ τῇ αὐτῶν τούτων, ὅταν τό τε ἄρχον καὶ τὼ ἀρχομένω τὸ λογιστικὸν [442d] ὁμοδοξῶσι δεῖν ἄρχειν καὶ μὴ στασιάζωσιν αὐτῷ;
Σωφροσύνη γοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τοῦτο, πόλεώς τε καὶ ἰδιώτου.
Ἀλλὰ μὲν δὴ δίκαιός γε, ᾧ πολλάκις λέγομεν, τούτῳ καὶ οὕτως ἔσται.
Πολλὴ ἀνάγκη.
Τί οὖν; εἶπον ἐγώ· μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη δοκεῖν εἶναι ἢ ὅπερ ἐν τῇ πόλει ἐφάνη;
Οὐκ ἔμοιγε, ἔφη, δοκεῖ.
Ὧδε γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, παντάπασιν ἂν βεβαιωσαίμεθα [442e] εἴ τι ἡμῶν ἔτι ἐν τῇ ψυχῇ ἀμφισβητεῖ, τὰ φορτικὰ αὐτῷ προσφέροντες.
Ποῖα δή;
Οἷον εἰ δέοι ἡμᾶς ἀνομολογεῖσθαι περί τε ἐκείνης τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἐκείνῃ ὁμοίως πεφυκότος τε καὶ τεθραμμένου ἀνδρός, εἰ δοκεῖ ἂν παρακαταθήκην χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος ὁ τοιοῦτος ἀποστερῆσαι, τίν᾽ ἂν οἴει οἰηθῆναι [443a] τοῦτον αὐτὸ δρᾶσαι μᾶλλον ἢ ὅσοι μὴ τοιοῦτοι;
Οὐδέν᾽ ἄν, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ἱεροσυλιῶν καὶ κλοπῶν καὶ προδοσιῶν, ἢ ἰδίᾳ ἑταίρων ἢ δημοσίᾳ πόλεων, ἐκτὸς ἂν οὗτος εἴη;
Ἐκτός.
Καὶ μὴν οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν γ᾽ ἂν ἄπιστος ἢ κατὰ ὅρκους ἢ κατὰ τὰς ἄλλας ὁμολογίας.
Πῶς γὰρ ἄν;
Μοιχεῖαί γε μὴν καὶ γονέων ἀμέλειαι καὶ θεῶν ἀθεραπευσίαι παντὶ ἄλλῳ μᾶλλον ἢ τῷ τοιούτῳ προσήκουσι.
Παντὶ μέντοι, ἔφη.

[441d] Και με ό,τι και όπως ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και με τον ίδιο τρόπο να είναι ανδρεία η πόλη, και όλα τ᾽ άλλα που συντείνουν για την τέλεια αρετή να υπάρχουν κατά τον ίδιο τρόπο και σε κείνον και σ᾽ αυτήν;
Ανάγκη πάσα.
Και δίκαιος λοιπόν θα πούμε, Γλαύκων, πως είναι ένας άνθρωπος κατά τον ίδιο τρόπο που ήταν δίκαιη και η πόλη.
Κι αυτό ανάγκη πάσα.
Μα δεν μπορεί βέβαια να έχομε ξεχάσει πως η πόλη ήταν δίκαιη με το να περιορίζεται καθεμιά από τις τρεις τάξεις που την αποτελούν στη δική της δουλειά.
Δε μου φαίνεται να το ᾽χομε ξεχάσει.
Ας θυμόμαστε λοιπόν πως και καθένας από μας, εφόσον [441e] το κάθε μέρος της ψυχής του κάνει τη δική του τη δουλειά, θα είναι δίκαιος και θα περιορίζεται να κάνει τη δουλειά του.
Και πολύ μάλιστα πρέπει να το θυμόμαστε.
Δεν ανήκει λοιπόν στο λογικό το δικαίωμα να κυβερνά, αφού αυτό έχει τη σοφία και την υποχρέωση να έχει έγνοια για ολόκληρη την ψυχή; και το θυμοειδές πάλι να είναι βοηθός και σύμμαχός του;
Βεβαιότατα.
Και δε θα είναι το συγκέρασμα της μουσικής και της γυμναστικής εκείνο που λέγαμε πως θα τα φέρει σε τέλεια συμφωνία μεταξύ τους, με το να δυναμώνει και [442a] να τρέφει το ένα με καλά λόγια και μαθήματα, και να χαλαρώνει και να πρααίνει του άλλου την ορμή, ημερώνοντάς το με την αρμονία και το ρυθμό;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Κι αφού λοιπόν με αυτό τον τρόπο ανατραφούν τα δυο τους και μάθουν αληθινά το μάθημά τους και συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους, τότε αυτά θα κυβερνούν το επιθυμητικό, που είναι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής του καθενός και το πιο αχόρταγο για χρηματισμό· και θα το προσέχουν μήπως, με το να παραγεμίζεται με τις σωματικές λεγόμενες ηδονές, πολύνει και δυναμώσει [442b] και δεν κάνει πια τη δουλειά του, αλλά επιχειρήσει να υποδουλώσει και εξουσιάσει εκείνα που κανένα φυσικό δικαίωμα δεν έχει (να τα εξουσιάσει) και φέρει έτσι άνω κάτω ολάκερη τη ζωή των ανθρώπων.
Και πολύ μάλιστα.
Δε θα φυλάγουν λοιπόν αυτά τα δυο και τους εξωτερικούς εχθρούς με τον καλύτερο για την ασφάλεια ολάκερης της ψυχής και του κορμιού τρόπο, όταν από τη μια μεριά το λογικό θα σκέπτεται και θα αποφασίζει, και από την άλλη το θυμοειδές θα πολεμά και ακολουθώντας τον άρχοντα θα εκτελεί τις αποφάσεις εκείνου;
Έτσι είναι.
Και ανδρείο λοιπόν, νομίζω, ονομάζομε κάθε άνθρωπο απ᾽ αυτό το μέρος [442c] της ψυχής του, όταν δηλαδή το θυμοειδές, μες απ᾽ όλες τις λύπες και τις ηδονές κρατάει απαρασάλευτα όσα του έμαθε και του πρόσταξε το λογικό να θεωρεί φοβερά ή όχι.
Πολύ σωστά.
Σοφό πάλι ονομάζομε τον άνθρωπο από κείνο το μικρό μέρος της ψυχής που είχε την ανώτατη εξουσία μέσα της και έδινε όλες εκείνες τις προσταγές, κι έχει πάλι το ίδιο την επιστήμη να γνωρίζει ποιό είναι το συμφέρον και για το καθένα από τα τρία χωριστά και για το σύνολό τους.
Βεβαιότατα.
Και τί; δεν ονομάζομε σώφρονα τον άνθρωπο από τη φιλία και συμφωνία ανάμεσα σ᾽ αυτά, όταν και το μέρος που έχει την εξουσία και τ᾽ άλλα δυο, που είναι υπάκουά του, [442d] μένουν σύμφωνα πως το λογικό είναι εκείνο που πρέπει να εξουσιάζει και δεν επαναστατούν εναντίον του;
Τίποτ᾽ άλλο βέβαια, παρά αυτό είναι η σωφροσύνη και της πόλης και του πολίτη.
Δίκαιος τέλος θα είναι από κείνο βέβαια που τόσες φορές είπαμε, και με τον ίδιο τρόπο.
Ανάγκη πάσα.
Τί όμως; Μήπως εν τω μεταξύ αδυνάτισε κάπως η όρασή μας και μας φαίνεται η δικαιοσύνη κάτι άλλο από κείνο που βρήκαμε μες στην πόλη;
Δεν το πιστεύω εγώ τουλάχιστο.
Έτσι όμως θα μπορούσαμε ν᾽ αποκτήσομε την τέλεια βεβαιότητα, [442e] αν υπάρχει καμιά ακόμη αμφιβολία μες στην ψυχή, βάζοντας σε ενέργεια τα βαρετά εκείνα παραδείγματα.
Τα ποιά;
Να, λόγου χάρη: αν επρόκειτο σχετικά με κείνη την πόλη και με τον άνθρωπο που από φυσικού του και από ανατροφή είναι όμοιος μ᾽ αυτήν, να συμφωνήσομε μεταξύ μας αν θα μπορούσε ένας τέτοιος να καταχραστεί μια παρακαταθήκη χρυσάφι ή ασήμι που του εμπιστευτήκανε — νομίζεις πως θα βρισκότανε κανείς να πιστέψει [443a] πως αυτός περισσότερο θα ήταν ικανός να κάμει τέτοιο πράγμα, παρά οι άλλοι όσοι δεν είναι τέτοιοι;
Κανείς βέβαια.
Δε θα ήταν ακόμη ανίκανος αυτός να κάμει ιεροσυλία, ή να κλέψει, ή να προδώσει είτε τους ατομικούς φίλους του είτε όλη την πόλη;
Ανίκανος βέβαια.
Ούτε, εννοείται, θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να πατήσει τον όρκο του ή όποιαν άλλη συμφωνία.
Πώς θα μπορούσε;
Μοιχείες επίσης και αδιαφορίες για την περιποίηση των γονιών και για τη λατρεία των θεών είναι βέβαια πράγματα που σε κάθε άλλον ταιριάζουν παρά σ᾽ αυτόν.
Σε κάθε άλλον.