(Ο Ερμής και ο Πλούτος ξεκινούν για τη γη). ΕΡΜΗΣ [20] Να πηγαίνουμε, Πλούτε. Τί είναι αυτό; Κουτσαίνεις; Δεν είχα προσέξει, ευγενικέ μου άνθρωπε, πως δεν ήσουν μόνο τυφλός, μα και κουτσός. ΠΛΟΥΤΟΣ Δε μου συμβαίνει πάντα αυτό, Ερμή, αλλά όταν σταλμένος από το Δία φεύγω να πάω σε κάποιον, δεν ξέρω πώς, είμαι αργοκίνητος και κουτσός και από τα δύο πόδια. Έτσι, όταν τα καταφέρνω να φτάσω στο τέρμα, βρίσκω συχνά γερασμένο πια εκείνον που με περιμένει. Όποτε όμως πρέπει να φύγω από κάποιον, θα με δεις πουλί, πιο γρήγορο και από τα όνειρα. Δεν προλαβαίνει να πέσει το νήμα κι εγώ αμέσως ανακηρύσσομαι νικητής. Έχω κιόλας διατρέξει το στάδιο, χωρίς να με δουν καμιά φορά και οι θεατές ακόμα. ΕΡΜΗΣ Δεν είναι αλήθεια αυτά που λες. Εγώ χωρίς αμφιβολία θα μπορούσα να σου αναφέρω πολλούς που ώς χθες δεν είχαν πεντάρα να αγοράσουν σχοινί να κρεμαστούν και ξαφνικά σήμερα πλούσιοι και με πολυτέλειες κάνουν τις βόλτες τους πάνω σε αμάξι με λευκά άλογα, άνθρωποι που δεν είχαν ούτε γάιδαρο ποτέ τους. Και όμως τριγυρνούν ντυμένοι πορφυρά και με χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια. Και ούτε οι ίδιοι, θαρρώ, το πιστεύουν πως δεν είναι ένα όνειρο τα πλούτη τους. ΠΛΟΥΤΟΣ [21] Αυτό, Ερμή, είναι άλλο. Σε τούτη την περίπτωση δε βαδίζω με τα δικά μου πόδια, ούτε ο Δίας, μα ο Πλούτων με στέλνει κοντά τους, γιατί και αυτός είναι πλουτοδότης και γενναιόδωρος. Το δείχνει άλλωστε και με το όνομά του. Όταν λοιπόν πρέπει να πάω από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αφού με βάλουν σε διαθήκη και τη σφραγίσουν προσεχτικά, με σηκώνουν ύστερα και με μεταφέρουν. Και ο νεκρός κείτεται κάπου στα σκοτεινά του σπιτιού, σκεπασμένος ώς τα γόνατα με το παλιό το σεντόνι, λαχταριστός στις γάτες, ενώ εμένα με καρτερούν στην αγορά με ανοιχτό το στόμα όσοι στήριξαν επάνω μου ελπίδες, έτσι όπως περιμένουν τη χελιδόνα τσιρίζοντας οι νεοσσοί. [22] Και όταν η σφραγίδα αφαιρεθεί, κοπεί η ταινία και ανοιχτεί η διαθήκη, αναγγέλλεται τότε ο καινούριος μου αφέντης, κάποιος βέβαια συγγενής ή κόλακας ή υπηρέτης. Εκείνος, όποιος και αν είναι τέλος πάντων, με αρπάζει με τη διαθήκη και τρέχει και αλλάζει τ᾽ όνομά του σε Μεγακλή ή Μεγάβυζο ή Πρώταρχο αντί για Πυρρία ή Δρόμωνα ή Τίβειο. Κι εκείνους που άδικα χάσκοντας έβλεπαν ο ένας τον άλλον, τους αφήνει σε αληθινό πένθος, γιατί ένα τέτοιο ψάρι, ενώ κατάπιε όχι λίγο από το δόλωμα, τους ξέφυγε μέσ᾽ από τα δίχτυα. [23] Και αυτός αμέσως ορμάει επάνω μου, άνθρωπος ακαλαίσθητος και νωθρός, που ακόμη τρέμει τα δεσμά και τεντώνει το αυτί του, όταν κάποιος περαστικός χτυπήσει το μαστίγιό του αδιάφορα, και προσκυνά το μύλο ως Ανάκτορο. Καταντάει πια ανυπόφορος για τους γύρω του: τους ελεύθερους τους προσβάλλει και τους ομόδουλους τους μαστιγώνει, για να διαπιστώνει αν έχει και αυτός ένα τέτοιο δικαίωμα, έως ότου πέσει πάνω σε καμιά παλιογυναίκα ή επιθυμήσει να θρέψει ίππους ή δώσει εμπιστοσύνη σε κόλακες οι όποιοι ορκίζονται ότι είναι στ᾽ αλήθεια πιο όμορφος από το Νιρέα, από καλύτερη γενιά και από τον Κέκροπα ή τον Κόδρο, πιο συνετός από τον Οδυσσέα, πιο πλούσιος και από δεκάξι μαζί Κροίσους, και σκορπίσει μέσα σε μια στιγμή, ο άθλιος, όσα έχουν συγκεντρωθεί σιγά σιγά με πολλές επιορκίες, αρπαγές και πανουργίες.
|