Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (34-37)

ΤΙΜΩΝ
[34] Τίνες ἐστέ, ὦ κατάρατοι; ἢ τί βουλόμενοι δεῦρο ἥκετε ἄνδρα ἐργάτην καὶ μισθοφόρον ἐνοχλήσοντες; ἀλλ᾽ οὐ χαίροντες ἄπιτε μιαροὶ πάντες ὄντες· ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς αὐτίκα μάλα βάλλων τοῖς βώλοις καὶ τοῖς λίθοις συντρίψω.
ΕΡΜΗΣ
Μηδαμῶς, ὦ Τίμων, μὴ βάλῃς· οὐ γὰρ ἀνθρώπους ὄντας βαλεῖς, ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν Ἑρμῆς εἰμι, οὑτοσὶ δὲ ὁ Πλοῦτος· ἔπεμψε δὲ ὁ Ζεὺς ἐπακούσας τῶν εὐχῶν, ὥστε ἀγαθῇ τύχῃ δέχου τὸν ὄλβον ἀποστὰς τῶν πόνων.
ΤΙΜΩΝ
Καὶ ὑμεῖς οἰμώξεσθε ἤδη καίτοι θεοὶ ὄντες, ὥς φατε· πάντας γὰρ ἅμα καὶ ἀνθρώπους καὶ θεοὺς μισῶ, τουτονὶ δὲ τὸν τυφλόν, ὅστις ἂν ᾖ, καὶ ἐπιτρίψειν μοι δοκῶ τῇ δικέλλῃ.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ἀπίωμεν, ὦ Ἑρμῆ, πρὸς τοῦ Διός, μελαγχολᾶν γὰρ ὁ ἄνθρωπος οὐ μετρίως μοι δοκεῖ, μή τι κακὸν ἀπέλθω προσλαβών.
ΕΡΜΗΣ
[35] Μηδὲν σκαιόν, ὦ Τίμων, ἀλλὰ τὸ πάνυ τοῦτο ἄγριον καὶ τραχὺ καταβαλὼν προτείνας τὼ χεῖρε λάμβανε τὴν ἀγαθὴν τύχην καὶ πλούτει πάλιν καὶ ἴσθι Ἀθηναίων τὰ πρῶτα καὶ ὑπερόρα τῶν ἀχαρίστων ἐκείνων μόνος αὐτὸς εὐδαιμονῶν.
ΤΙΜΩΝ
Οὐδὲν ὑμῶν δέομαι· μὴ ἐνοχλεῖτέ μοι· ἱκανὸς ἐμοὶ πλοῦτος ἡ δίκελλα, τὰ δ᾽ ἄλλα εὐδαιμονέστατός εἰμι μηδενός μοι πλησιάζοντος.
ΕΡΜΗΣ
Οὕτως, ὦ τάν, ἀπανθρώπως;
τόνδε φέρω Διὶ μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε;
καὶ μὴν εἰκὸς ἦν μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε τοσαῦτα ὑπ᾽ αὐτῶν δεινὰ πεπονθότα, μισόθεον δὲ μηδαμῶς, οὕτως ἐπιμελουμένων σου τῶν θεῶν.
ΤΙΜΩΝ
[36] Ἀλλὰ σοὶ μέν, Ἑρμῆ, καὶ τῷ Διὶ πλείστη χάρις τῆς ἐπιμελείας, τουτονὶ δὲ τὸν Πλοῦτον οὐκ ἂν λάβοιμι.
ΕΡΜΗΣ
Τί δή;
ΤΙΜΩΝ
Ὅτι καὶ πάλαι μυρίων μοι κακῶν αἴτιος οὗτος κατέστη κόλαξί τε παραδοὺς καὶ ἐπιβούλους ἐπαγαγὼν καὶ μῖσος ἐπεγείρας καὶ ἡδυπαθείᾳ διαφθείρας καὶ ἐπίφθονον ἀποφήνας, τέλος δὲ ἄφνω καταλιπὼν οὕτως ἀπίστως καὶ προδοτικῶς· ἡ βελτίστη δὲ Πενία πόνοις με τοῖς ἀνδρικωτάτοις καταγυμνάσασα καὶ μετ᾽ ἀληθείας καὶ παρρησίας προσομιλοῦσα τά τε ἀναγκαῖα κάμνοντι παρεῖχε καὶ τῶν πολλῶν ἐκείνων καταφρονεῖν ἐπαίδευεν, ἐξ αὐτοῦ ἐμοῦ τὰς ἐλπίδας ἀπαρτήσασά μοι τοῦ βίου καὶ δείξασα ὅστις ἦν ὁ πλοῦτος ὁ ἐμός, ὃν οὔτε κόλαξ θωπεύων οὔτε συκοφάντης φοβῶν, οὐ δῆμος παροξυνθείς, οὐκ ἐκκλησιαστὴς ψηφοφορήσας, οὐ τύραννος ἐπιβουλεύσας ἀφελέσθαι δύναιτ᾽ ἄν. [37] ἐρρωμένος τοιγαροῦν ὑπὸ τῶν πόνων τὸν ἀγρὸν τουτονὶ φιλοπόνως ἐπεργαζόμενος, οὐδὲν ὁρῶν τῶν ἐν ἄστει κακῶν, ἱκανὰ καὶ διαρκῆ ἔχω τὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης. ὥστε παλίνδρομος ἄπιθι, ὦ Ἑρμῆ, τὸν Πλοῦτον ἀπαγαγὼν τῷ Διί· ἐμοὶ δὲ τοῦτο ἱκανὸν ἦν, πάντας ἀνθρώπους ἡβηδὸν οἰμώζειν ποιῆσαι.

(Ο Ερμής και ο Πλούτος πλησιάζουν τον Τίμωνα, ο όποιος μόλις τους βλέπει εξαγριώνεται).
ΤΙΜΩΝ
[34] Ποιοί είστε, καταραμένοι; Και τί θέλετε που ᾽ρθατε εδώ, για να ενοχλήσετε έναν δουλευτή και μεροκαματιάρη; Μα δε θα φύγετε γελαστοί, σιχαμένα μούτρα. Τώρα θα σας τσακίσω με τους σβώλους και τις πέτρες.
ΕΡΜΗΣ
Μη, μη ρίξεις, Τίμων. Δε θα χτυπήσεις ανθρώπους. Εγώ είμαι ο Ερμής και αυτός εδώ ο Πλούτος. Μας έστειλε ο Δίας που άκουσε τις προσευχές σου. Γι᾽ αυτό άφησε τους κόπους και δέξου με το καλό τα πλούτη.
ΤΙΜΩΝ
Κι εσείς θα ουρλιάξετε τώρα από τον πόνο, ας είστε και θεοί, όπως λέτε. Γιατί όλους τους μισώ μαζί, θεούς και ανθρώπους. Και αυτόν τον τυφλό, όποιος και αν είναι, νομίζω πως θα τον κάνω κομμάτια με το δικέλλι μου.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Για όνομα του Δία, ας φύγουμε, Ερμή, γιατί μου φαίνεται πως έχει μεγάλη τρέλα ο άνθρωπος. Φοβάμαι, μη φύγω με καμιά ζημιά.
ΕΡΜΗΣ
[35] Τίμων, μη γίνεσαι σκληρός. Νίκησε αυτή την υπερβολική αγριάδα και την τραχύτητά σου. Άπλωσε τα δυο χέρια και πάρε την καλή τύχη, γίνε και πάλι πλούσιος και από τους πρώτους Αθηναίους. Περιφρόνησε εκείνους τους αχάριστους, μόνος εσύ ευτυχής.
ΤΙΜΩΝ
Δε σας έχω καθόλου ανάγκη και μη με ενοχλείτε. Αρκετός πλούτος για εμένα το δικέλλι μου. Κατά τα άλλα είμαι πολύ πολύ ευτυχισμένος, όταν μάλιστα δε με πλησιάζει κανείς.
ΕΡΜΗΣ
Τόσο απάνθρωπα φέρνεσαι, φίλε μου;
Να φέρω στο Δία αυτόν το λόγο το σκληρό και βαρύ;
Και βέβαια φυσικό ήταν να είσαι μισάνθρωπος, ύστερα από τόσα που έπαθες, μα μισόθεος όχι, αφού τόσο σε φροντίζουν οι θεοί.
ΤΙΜΩΝ
[36] Ερμή, σ᾽ εσένα και στο Δία χρεωστώ την πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις φροντίδες σας, αυτόν όμως τον Πλούτο δε θα τον κάνω δικό μου.
ΕΡΜΗΣ
Και για ποιό λόγο;
ΤΙΜΩΝ
Γιατί και παλιά αυτός ήταν αίτια για μύριες δυστυχίες μου· με παρέδωσε στους κόλακες, παρακίνησε δόλιους ανθρώπους και ξεσήκωσε το μίσος εναντίον μου, με διέφθειρε με την τρυφή, με έκανε αξιομίσητο και τέλος ξαφνικά με εγκατέλειψε τόσο άπιστα και προδοτικά. Η αγαθότατη όμως Πενία, αφού με εξάσκησε καλά με τους αντρίκειους κόπους και μιλώντας μου με ειλικρίνεια και παρρησία, και τα αναγκαία μού παρείχε με τη δουλειά μου και με μάθαινε να καταφρονώ εκείνα τα πολλά, κάνοντας ώστε να εξαρτώνται οι ελπίδες της ζωής μου από εμένα τον ίδιο και δείχνοντάς μου ποιά είναι τα πλούτη τα δικά μου, που ούτε κόλακας με τις γαλιφιές του, ούτε συκοφάντης με τη φοβέρα του, ούτε λαός οργισμένος, ούτε πολίτης με την ψήφο του, ούτε τύραννος κακόβουλος θα μπορούσε να μου αφαιρέσει. [37] Δυναμωμένος λοιπόν από τους κόπους, δουλεύοντας τούτο το χωράφι φιλόπονα, χωρίς να βλέπω καμιά από τις ασχήμιες της πόλης, έχω πάντοτε από το δικέλλι μου το ψωμί μου αρκετό. Γύρνα πίσω λοιπόν, Ερμή, φεύγα και πήγαινε τον Πλούτο στο Δία. Εμένα τούτο μού ήταν αρκετό, να κάνω όλους τους ανθρώπους από νεανική ηλικία και πάνω να σκούζουν.