Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (5454-55)

ΤΙΜΩΝ
[54] Ἀλλὰ τί τοῦτο; οὐ Θρασυκλῆς ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν; οὐ μὲν οὖν ἄλλος· ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὑτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων, ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, Αὐτοβορέας τις ἢ Τρίτων, οἵους ὁ Ζεῦξις ἔγραψεν. οὗτος ὁ τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολὴν ἕωθεν μυρία ὅσα περὶ ἀρετῆς διεξιὼν καὶ τῶν ἡδονῇ χαιρόντων κατηγορῶν καὶ τὸ ὀλιγαρκὲς ἐπαινῶν, ἐπειδὴ λουσάμενος ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὁ παῖς μεγάλην τὴν κύλικα ὀρέξειεν αὐτῷ —τῷ ζωροτέρῳ δὲ χαίρει μάλιστα— καθάπερ τὸ Λήθης ὕδωρ ἐκπιὼν ἐναντιώτατα ἐπιδείκνυται τοῖς ἑωθινοῖς ἐκείνοις λόγοις, προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενος, καρύκης τὸ γένειον ἀνάπλεως, κυνηδὸν ἐμφορούμενος, ἐπικεκυφὼς καθάπερ ἐν ταῖς λοπάσι τὴν ἀρετὴν εὑρήσειν προσδοκῶν, ἀκριβῶς τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων ὡς μηδὲ ὀλίγον τοῦ μυττωτοῦ καταλίποι, [55] μεμψίμοιρος ἀεί, κἂν τὸν πλακοῦντα ὅλον ἢ τὸν σῦν μόνος τῶν ἄλλων λάβῃ, ὅ τι περ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος, μέθυσος καὶ πάροινος οὐκ ἄχρι ᾠδῆς καὶ ὀρχηστύος μόνον, ἀλλὰ καὶ λοιδορίας καὶ ὀργῆς. προσέτι καὶ λόγοι πολλοὶ ἐπὶ τῇ κύλικι, τότε δὴ καὶ μάλιστα, περὶ σωφροσύνης καὶ κοσμιότητος· καὶ ταῦτά φησιν ἤδη ὑπὸ τοῦ ἀκράτου πονηρῶς ἔχων καὶ ὑποτραυλίζων γελοίως· εἶτα ἔμετος ἐπὶ τούτοις· καὶ τὸ τελευταῖον, ἀράμενοί τινες ἐκφέρουσιν αὐτὸν ἐκ τοῦ συμποσίου τῆς αὐλητρίδος ἀμφοτέραις ἐπειλημμένον. πλὴν ἀλλὰ καὶ νήφων οὐδενὶ τῶν πρωτείων παραχωρήσειεν ἂν ψεύσματος ἕνεκα ἢ θρασύτητος ἢ φιλαργυρίας· ἀλλὰ καὶ κολάκων ἐστὶ τὰ πρῶτα καὶ ἐπιορκεῖ προχειρότατα, καὶ ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, καὶ ὅλως πάνσοφόν τι χρῆμα καὶ πανταχόθεν ἀκριβὲς καὶ ποικίλως ἐντελές. οἰμώξεται τοιγαροῦν οὐκ εἰς μακρὰν χρηστὸς ὤν. τί τοῦτο; παπαί, χρόνιος ἡμῖν Θρασυκλῆς.

[54] Αλλά τί είναι τούτο; Δεν είναι αυτός ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος; Σίγουρα δεν είναι άλλος. Άπλωσε λοιπόν τη γενειάδα του, ύψωσε τα φρύδια και όλος καμάρι έρχεται με βλέμμα τρομερό, τα μαλλιά ορθωμένα σαν πραγματικός Βοριάς ή Τρίτων, όπως τους ζωγράφισε ο Ζεύξης. Αυτός ο ευπρεπής στην εμφάνιση, ο κόσμιος στο βάδισμα και σοβαρός στο ντύσιμο από το πρωί αρχίζει και λέει μύρια όσα για την αρετή, κατηγορώντας εκείνους που χαίρονται την ηδονή και επαινώντας την ολιγάρκεια. Από την ώρα όμως που λούζεται και καταφθάνει στο δείπνο και ο υπηρέτης τού προσφέρει το μεγάλο κρασοπότηρο —χαίρεται πιο πολύ το ανέρωτο κρασί— θαρρείς και ήπιε το νερό της Λήθης, παρουσιάζεται τελείως αντίθετος από τις πρωινές εκείνες διδαχές του. Αρπάζει σαν περδικογέρακο μπρος από τους άλλους το φαγητό και σπρώχνει το διπλανό του, με πασαλειμμένα τα γένια και φέρσιμο σκύλου· σκύβει στις γαβάθες σαν να περιμένει να βρει μέσα σ᾽ αυτές την αρετή, σκουπίζει με το δάχτυλο καλά τις κούπες, ώστε να μην αφήσει ούτε στάλα σάλτσα. [55] Πάντα μεμψιμοιρεί, και αν ακόμα πάρει ολόκληρη την πίτα και το χοιρίδιο μόνος του, καύχημα της λαιμαργίας και της αχορτασιάς. Μέθυσος και έκλυτος όχι μόνο ώς το σημείο του τραγουδιού και του χορού, μα φτάνοντας και στη βρισιά και στο θυμό. Επιπλέον λέει λόγια πολλά την ώρα του πιοτού, τότε προπάντων για σωφροσύνη και ευπρέπεια. Και αυτά τα λέει, ενώ το ανέρωτο κρασί τον έχει πια καταντήσει στα χάλια του και τραυλίζει γελοία. Και έπειτα κάνει εμετό. Τέλος μερικοί τον σηκώνουν και τον βγάζουν έξω από το συμπόσιο, ενώ κρατά με τα δυο του χέρια την αυλητρίδα. Όμως και ξεμέθυστος σε κανένα δε θα παραχωρούσε τα πρωτεία της ψευτιάς, της θρασύτητας και φιλαργυρίας. Αλλά και από τους κόλακες είναι ο πρώτος και ευκολότατα επιορκεί· η απάτη πάει μπροστά του και η αναισχυντία τον ακολουθεί· γενικά είναι ένα πάνσοφο πράγμα, από κάθε πλευρά σωστό και ποικιλοτρόπως τέλειο. Θα κλάψει λοιπόν γρήγορα, και αυτός, μια και είναι χρηστός. Τί συμβαίνει; Μπα, μπα χρόνια να δούμε το Θρασυκλή.