Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (15-19)

ΠΛΟΥΤΟΣ
[15] Καὶ μὴν εἴ γε τἀληθὲς ἐξετάζοις, ἄμφω σοι εὔλογα δόξω ποιεῖν· τοῦ τε γὰρ Τίμωνος τὸ πάνυ τοῦτο ἀνειμένον ἀμελὲς καὶ οὐκ εὐνοϊκὸν ὡς πρὸς ἐμὲ εἰκότως ἂν δοκοίη· τούς τε αὖ κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας, ὅπως αὐτοῖς παχύτερος γενοίμην καὶ πιμελὴς καὶ ὑπέρογκος ἐπιμελουμένους, οὔτε προσαπτομένους αὐτοὺς οὔτε ἐς τὸ φῶς προάγοντας, ὡς μηδὲ ὀφθείην πρός τινος, ἀνοήτους ἐνόμιζον εἶναι καὶ ὑβριστάς, οὐδὲν ἀδικοῦντά με ὑπὸ τοσούτοις δεσμοῖς κατασήποντας, οὐκ εἰδότας ὡς μετὰ μικρὸν ἀπίασιν ἄλλῳ τινὶ τῶν εὐδαιμόνων με καταλιπόντες. [16] οὔτ᾽ οὖν ἐκείνους οὔτε τοὺς πάνυ προχείρους εἰς ἐμὲ τούτους ἐπαινῶ, ἀλλὰ τούς, ὅπερ ἄριστόν ἐστι, μέτρον ἐπιθήσοντας τῷ πράγματι καὶ μήτε ἀφεξομένους τὸ παράπαν μήτε προησομένους τὸ ὅλον.
Σκόπει γάρ, ὦ Ζεῦ, πρὸς τοῦ Διός. εἴ τις νόμῳ γήμας γυναῖκα νέαν καὶ καλὴν ἔπειτα μήτε φυλάττοι μήτε ζηλοτυποῖ τὸ παράπαν, ἀφιεὶς καὶ βαδίζειν ἔνθα ἐθέλοι νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν καὶ συνεῖναι τοῖς βουλομένοις, μᾶλλον δὲ αὐτὸς ἀπάγοι μοιχευθησομένην ἀνοίγων τὰς θύρας καὶ μαστροπεύων καὶ πάντας ἐπ᾽ αὐτὴν καλῶν, ἆρα ὁ τοιοῦτος ἐρᾶν δόξειεν ἄν; οὐ σύ γε, ὦ Ζεῦ, τοῦτο φαίης ἄν, ἐρασθεὶς πολλάκις. [17] εἰ δέ τις ἔμπαλιν ἐλευθέραν γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν νόμῳ παραλαβὼν ἐπ᾽ ἀρότῳ παίδων γνησίων, ὁ δὲ μήτε αὐτὸς προσάπτοιτο ἀκμαίας καὶ καλῆς παρθένου μήτε ἄλλῳ προσβλέπειν ἐπιτρέποι, ἄγονον δὲ καὶ στεῖραν κατακλείσας παρθενεύοι, καὶ ταῦτα ἐρᾶν φάσκων καὶ δῆλος ὢν ἀπὸ τῆς χρόας καὶ τῆς σαρκὸς ἐκτετηκυίας καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ὑποδεδυκότων, ἔσθ᾽ ὅπως ὁ τοιοῦτος οὐ παραπαίειν δόξειεν ἄν, δέον παιδοποιεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοῦ γάμου, καταμαραίνων εὐπρόσωπον οὕτω καὶ ἐπέραστον κόρην καθάπερ ἱέρειαν τῇ Θεσμοφόρῳ τρέφων διὰ παντὸς τοῦ βίου; ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγανακτῶ, πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος καὶ ἐξαντλούμενος, ὑπ᾽ ἐνίων δὲ ὥσπερ στιγματίας δραπέτης πεπεδημένος.
ΖΕΥΣ
[18] Τί οὖν ἀγανακτεῖς κατ᾽ αὐτῶν; διδόασι γὰρ ἄμφω καλὴν τὴν δίκην, οἱ μὲν ὥσπερ ὁ Τάνταλος ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ, οἱ δὲ καθάπερ ὁ Φινεὺς ἀπὸ τῆς φάρυγγος τὴν τροφὴν ὑπὸ τῶν Ἁρπυιῶν ἀφαιρούμενοι. ἀλλ᾽ ἄπιθι ἤδη σωφρονεστέρῳ παρὰ πολὺ τῷ Τίμωνι ἐντευξόμενος.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ἐκεῖνος γάρ ποτε παύσεται ὥσπερ ἐκ κοφίνου τετρυπημένου, πρὶν ὅλως εἰσρυῆναί με, κατὰ σπουδὴν ἐξαντλῶν, φθάσαι βουλόμενος τὴν ἐπιρροήν, μὴ ὑπέραντλος εἰσπεσὼν ἐπικλύσω αὐτόν; ὥστε ἐς τὸν τῶν Δαναΐδων πίθον ὑδροφορήσειν μοι δοκῶ καὶ μάτην ἐπαντλήσειν, τοῦ κύτους μὴ στέγοντος, ἀλλὰ πρὶν εἰσρυῆναι σχεδὸν ἐκχυθησομένου τοῦ ἐπιρρέοντος· οὕτως εὐρύτερον τὸ πρὸς τὴν ἔκχυσιν κεχηνὸς τοῦ πίθου καὶ ἀκώλυτος ἡ ἔξοδος.
ΖΕΥΣ
[19] Οὐκοῦν, ἢν μὴ ἐμφράξηται τὸ κεχηνὸς τοῦτο καὶ ἐς τὸ ἅπαξ ἀναπεπταμένον, ἐκχυθέντος ἐν βραχεῖ σου ῥᾳδίως εὑρήσει τὴν διφθέραν αὖθις καὶ τὴν δίκελλαν ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου. ἀλλ᾽ ἄπιτε ἤδη καὶ πλουτίζετε αὐτόν· σὺ δὲ μέμνησο, ὦ Ἑρμῆ, ἐπανιὼν πρὸς ἡμᾶς ἄγειν τοὺς Κύκλωπας ἐκ τῆς Αἴτνης, ὅπως τὸν κεραυνὸν ἀκονήσαντες ἐπισκευάσωσιν· ὡς ἤδη γε τεθηγμένου αὐτοῦ δεησόμεθα.

ΠΛΟΥΤΟΣ
[15] Κι όμως, αν θέλεις να ψάξεις για την αλήθεια, θα δεις ότι δικαιολογημένα φέρομαι έτσι και στις δύο περιπτώσεις. Του Τίμωνα αυτή η μεγάλη σπατάλη εύλογα μπορεί να θεωρηθεί αδιαφορία και όχι συμπάθεια για μένα. Τους άλλους πάλι εκείνους που με κρατούν κλειδωμένο στα σκοτεινά, φροντίζοντας να γίνω παχύτερος, καλοθρεμμένος και υπέρογκος και δε με αγγίζουν ούτε με βγάζουν στο φως, μην τυχόν με ιδεί κανένα μάτι, πάντοτε τους νόμιζα ανόητους και αδιάντροπους, γιατί χωρίς να έχω κάνει κανένα κακό με αφήνουν να σαπίζω κάτω από τόσες αλυσίδες. Και δεν ξέρουν ότι ύστερα από λίγο θα φύγουν και θα με εγκαταλείψουν σε κάποιον από τους τυχερούς. [16] Ούτε εκείνους λοιπόν επαινώ, ούτε όμως και αυτούς που είναι πολύ απερίσκεπτοι μαζί μου· μα όσους θέλουν να τηρήσουν το μέτρο, πράγμα που είναι το καλύτερο. Ούτε να με αφήνουν εντελώς άθικτο, ούτε όμως να με σκορπούν ανόητα.
[17] Αυτό με κάνει κι έμενα να αγανακτώ, γιατί μερικοί με κλωτσούν με περιφρόνηση και με καταβροχθίζουν και με σπαταλούν, ενώ άλλοι πάλι μου έχουν βάλει χειροπέδες σαν στιγματισμένο δραπέτη.
ΖΕΥΣ
[18] Γιατί λοιπόν αγανακτείς μ᾽ αυτούς, αφού καλά είναι τιμωρημένοι; Οι πρώτοι, όπως ο Τάνταλος, διψασμένοι, νηστικοί και με στεγνό το στόμα, χάσκουν μόνο μπροστά στο χρυσάφι και οι άλλοι πάλι σαν το Φινέα που οι Άρπυιες τους αρπάζουν την τροφή μέσα από το λαρύγγι τους. Μα πήγαινε τώρα, και θα βρεις τον Τίμωνα πολύ πιο σωφρονισμένο.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Θα σταματήσει δηλαδή καμιά φορά εκείνος να με σκορπά όπως από ένα τρύπιο κοφίνι, προτού καλά καλά το γεμίσω, θαρρείς για να προλάβει να μην ξεχειλίσω και τον κατακλύσω; Έτσι λοιπόν μου φαίνεται πως θα κουβαλώ νερό στον πίθο των Δαναΐδων και άδικα θα το αδειάζω μέσα, γιατί δεν έχει το δοχείο πάτο, και πριν γεμίσει, θα φεύγει από κάτω όσο θα χύνεται από πάνω. Τόσο πλατύτερο είναι το άνοιγμα του πίθου στον πάτο και το άδειασμα γίνεται ανεμπόδιστα.
ΖΕΥΣ
[19] Αν λοιπόν δε φράξει τούτο το άνοιγμα και μείνει για πάντα ανοιχτό, γρήγορα θα χυθείς εσύ έξω κι εκείνος εύκολα θα ξαναβρεί το τομάρι και το δικέλλι στον πάτο του πιθαριού. Αλλά πηγαίνετε τώρα και κάνετέ τον πλούσιο. Κι εσύ, Ερμή, θυμήσου στο γυρισμό να μας φέρεις τους Κύκλωπες από την Αίτνα, για να ακονίσουν και να επισκευάσουν τον κεραυνό, γιατί θα τον χρειαστούμε σε λίγο μάλιστα ακονισμένο.