Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (24-25)

ΕΡΜΗΣ
[24] Αὐτά που σχεδὸν φῂς τὰ γινόμενα· ὁπόταν δ᾽ οὖν αὐτόπους βαδίζῃς, πῶς οὕτω τυφλὸς ὢν εὑρίσκεις τὴν ὁδόν; ἢ πῶς διαγινώσκεις ἐφ᾽ οὓς ἄν σε ὁ Ζεὺς ἀποστείλῃ κρίνας εἶναι τοῦ πλουτεῖν ἀξίους;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Οἴει γὰρ εὑρίσκειν με οἵτινές εἰσι; μὰ τὸν Δία οὐ πάνυ· οὐ γὰρ ἂν Ἀριστείδην καταλιπὼν Ἱππονίκῳ καὶ Καλλίᾳ προσῄειν καὶ πολλοῖς ἄλλοις Ἀθηναίων οὐδὲ ὀβολοῦ ἀξίοις.
ΕΡΜΗΣ
Πλὴν ἀλλὰ τί πράττεις καταπεμφθείς;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ἄνω καὶ κάτω πλανῶμαι, περινοστῶν ἄχρι ἂν λάθω τινὶ ἐμπεσών· ὁ δέ, ὅστις ἂν πρῶτός μοι περιτύχῃ, ἀπαγαγὼν παρ᾽ αὑτὸν ἔχει, σὲ τὸν Ἑρμῆν ἐπὶ τῷ παραλόγῳ τοῦ κέρδους προσκυνῶν.
ΕΡΜΗΣ
[25] Οὐκοῦν ἐξηπάτηται ὁ Ζεὺς οἰόμενός σε κατὰ τὰ αὐτῷ δοκοῦντα πλουτίζειν ὅσους ἂν οἴηται τοῦ πλουτεῖν ἀξίους;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Καὶ μάλα δικαίως, ὦγαθέ, ὅς γε τυφλὸν ὄντα εἰδὼς ἔπεμπεν ἀναζητήσοντα δυσεύρετον οὕτω χρῆμα καὶ πρὸ πολλοῦ ἐκλελοιπὸς ἐκ τοῦ βίου, ὅπερ οὐδ᾽ ὁ Λυγκεὺς ἂν ἐξεύροι ῥᾳδίως ἀμαυρὸν οὕτω καὶ μικρὸν ὄν. τοιγαροῦν ἅτε τῶν μὲν ἀγαθῶν ὀλίγων ὄντων, πονηρῶν δὲ πλείστων ἐν ταῖς πόλεσι τὸ πᾶν ἐπεχόντων, ῥᾷον ἐς τοὺς τοιούτους ἐμπίπτω περιιὼν καὶ σαγηνεύομαι πρὸς αὐτῶν.
ΕΡΜΗΣ
Εἶτα πῶς ἐπειδὰν καταλίπῃς αὐτοὺς ῥᾳδίως φεύγεις, οὐκ εἰδὼς τὴν ὁδόν;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ὀξυδερκὴς τότε πως καὶ ἀρτίπους γίνομαι πρὸς μόνον τὸν καιρὸν τῆς φυγῆς.

ΕΡΜΗΣ
[24] Έτσι πάνω κάτω που τα λες είναι τα πράγματα. Όταν όμως βαδίζεις μόνος σου, πώς, ενώ είσαι τόσο τυφλός, βρίσκεις το δρόμο; Ή πώς διακρίνεις εκείνους στους όποιους σε στέλνει ο Δίας, γιατί έκρινε ότι αξίζουν να είναι πλούσιοι;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Και νομίζεις πως τους βρίσκω; Μα το Δία όχι, διότι δε θα άφηνα έναν Αριστείδη για να πάω στον Ιππόνικο ή τον Καλλία και σε πολλούς άλλους Αθηναίους, που δεν αξίζουν πεντάρα.
ΕΡΜΗΣ
Μα όταν σε στέλνουν, τί κάνεις;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Περιφέρομαι πάνω κάτω, τριγυρνώντας, έως ότου πέσω πάνω σε οποιονδήποτε. Κι αυτός που θα με πετύχει πρώτος, με αρπάζει, με κρατά κοντά του και δοξάζει εσένα, τον Ερμή, για την ανέλπιστη τύχη.
ΕΡΜΗΣ
[25] Ώστε λοιπόν είναι γελασμένος ο Δίας που νομίζει ότι εσύ σύμφωνα με την απόφασή του πλουτίζεις όσους εκείνος θεωρεί ότι αξίζουν να είναι πλούσιοι;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Και πολύ δίκαια, καλέ μου, γιατί, ενώ γνωρίζει πως είμαι τυφλός, με στέλνει να ανακαλύψω ένα τόσο σπάνιο πράγμα, προ πολλού χαμένο από τη ζωή, που ούτε ο Λυγκεύς θα το ᾽βρισκε εύκολα, τόσο σκοτεινό και μικρό που είναι. Επειδή λοιπόν οι καλοί είναι λίγοι και κακοί οι πιο πολλοί, που τα πάντα κατέχουν στις πόλεις, γι᾽ αυτό, εκεί που τριγυρνώ, ευκολότερα πέφτω πάνω σε τέτοιους ανθρώπους και πιάνομαι στα δίχτυα τους.
ΕΡΜΗΣ
Έπειτα, όταν τους εγκαταλείπεις, δεν έχεις δυσκολίες, αφού δεν ξέρεις το δρόμο;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Γίνομαι τότε ανοιχτομάτης και γερός, μα μόνο όσο είναι να φύγω.