Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (4-6)

[4] Τοιγάρτοι ἀκόλουθα τῆς ῥᾳθυμίας τἀπίχειρα κομίζῃ παρ᾽ αὐτῶν, οὔτε θύοντος ἔτι σοί τινος οὔτε στεφανοῦντος, εἰ μή τις ἄρα πάρεργον Ὀλυμπίων, καὶ οὗτος οὐ πάνυ ἀναγκαῖα ποιεῖν δοκῶν, ἀλλ᾽ εἰς ἔθος τι ἀρχαῖον συντελῶν· καὶ κατ᾽ ὀλίγον Κρόνον σε, ὦ θεῶν γενναιότατε, ἀποφαίνουσι, παρωσάμενοι τῆς τιμῆς. ἐῶ λέγειν ποσάκις ἤδη σου τὸν νεὼν σεσυλήκασιν· οἱ δὲ καὶ αὐτῷ σοὶ τὰς χεῖρας Ὀλυμπίασιν ἐπιβεβλήκασι, καὶ σὺ ὁ ὑψιβρεμέτης ὤκνησας ἢ ἀναστῆσαι τοὺς κύνας ἢ τοὺς γείτονας ἐπικαλέσασθαι, ὡς βοηδρομήσαντες αὐτοὺς συλλάβοιεν ἔτι συσκευαζομένους πρὸς τὴν φυγήν· ἀλλ᾽ ὁ γενναῖος καὶ Γιγαντολέτωρ καὶ Τιτανοκράτωρ ἐκάθησο τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος ὑπ᾽ αὐτῶν, δεκάπηχυν κεραυνὸν ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ.
Ταῦτα τοίνυν, ὦ θαυμάσιε, πηνίκα παύσεται οὕτως ἀμελῶς παρορώμενα; ἢ πότε κολάσεις τὴν τοσαύτην ἀδικίαν; πόσοι Φαέθοντες ἢ Δευκαλίωνες ἱκανοὶ πρὸς οὕτως ὑπέραντλον ὕβριν τοῦ βίου; [5] ἵνα γὰρ τὰ κοινὰ ἐάσας τἀμὰ εἴπω, τοσούτους Ἀθηναίων εἰς ὕψος ἄρας καὶ πλουσίους ἐκ πενεστάτων ἀποφήνας καὶ πᾶσι τοῖς δεομένοις ἐπικουρήσας, μᾶλλον δὲ ἀθρόον εἰς εὐεργεσίαν τῶν φίλων ἐκχέας τὸν πλοῦτον, ἐπειδὴ πένης διὰ ταῦτα ἐγενόμην, οὐκέτι οὐδὲ γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν οὐδὲ προσβλέπουσιν οἱ τέως ὑποπτήσσοντες καὶ προσκυνοῦντες κἀκ τοῦ ἐμοῦ νεύματος ἀνηρτημένοι, ἀλλ᾽ ἤν που καὶ ὁδῷ βαδίζων ἐντύχω τινὶ αὐτῶν, ὥσπερ τινὰ στήλην παλαιοῦ νεκροῦ ὑπτίαν ὑπὸ τοῦ χρόνου ἀνατετραμμένην παρέρχονται μηδὲ ἀναγνόντες. οἱ δὲ καὶ πόρρωθεν ἰδόντες ἑτέραν ἐκτρέπονται δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες τὸν οὐ πρὸ πολλοῦ σωτῆρα καὶ εὐεργέτην αὐτῶν γεγενημένον. [6] ὥστε ὑπὸ τῶν κακῶν ἐπὶ ταύτην τὴν ἐσχατιὰν τραπόμενος ἐναψάμενος διφθέραν ἐργάζομαι τὴν γῆν ὑπόμισθος ὀβολῶν τεσσάρων, τῇ ἐρημίᾳ καὶ τῇ δικέλλῃ προσφιλοσοφῶν. ἐνταῦθα τοῦτο γοῦν μοι δοκῶ κερδανεῖν, μηκέτι ὄψεσθαι πολλοὺς παρὰ τὴν ἀξίαν εὖ πράττοντας· ἀνιαρότερον γὰρ τοῦτό γε.
Ἤδη ποτὲ οὖν, ὦ Κρόνου καὶ Ῥέας υἱέ, τὸν βαθὺν τοῦτον ὕπνον ἀποσεισάμενος καὶ νήδυμον —ὑπὲρ τὸν Ἐπιμενίδην γὰρ κεκοίμησαι— καὶ ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Αἴτνης ἐναυσάμενος μεγάλην ποιήσας τὴν φλόγα ἐπιδείξαιό τινα χολὴν ἀνδρώδους καὶ νεανικοῦ Διός, εἰ μὴ ἀληθῆ ἐστι τὰ ὑπὸ Κρητῶν περὶ σοῦ καὶ τῆς ἐκεῖ ταφῆς μυθολογούμενα.

[4] Παίρνεις λοιπόν από τους ανθρώπους την αμοιβή της οκνηρίας σου. Κανείς δε σου προσφέρει πια θυσίες, μήτε σε στεφανώνει, παρά μόνο τυχαία στην Ολυμπία χωρίς να νομίζει και αυτός ότι κάνει κάτι απαραίτητο, κρατάει μόνο μια συνήθεια παλιά. Και όπου να ᾽ναι θα σε πετάξουν από την εξουσία και θα σε καταντήσουν σαν τον Κρόνο, ω θεέ γενναιότατε. Αφήνω πια πόσες φορές ώς τώρα έχουν κατακλέψει το ναό σου. Άλλοι πάλι άπλωσαν το χέρι τους ακόμα και σ᾽ εσένα τον ίδιο στην Ολυμπία. Κι εσύ, ο υψιβρεμέτης, βαρέθηκες να ξεσηκώσεις τα σκυλιά ή τους γειτόνους να φωνάξεις να τρέξουν για βοήθεια και να τους πιάσουν την ώρα που ετοίμαζαν τα κλεμμένα για φευγάλα. Μα ο δυνατός εσύ Γιγαντοφάγος, ο νικητής των Τιτάνων, καθόσουν και τους άφηνες να σου κόβουν τους πλοκάμους, και ας κρατούσες στο χέρι σου έναν κεραυνό δέκα πήχες.
Πότε λοιπόν, θαυματουργέ, θα πάψεις τόσο να τα παραβλέπεις όλα αυτά; Και πότε θα τιμωρήσεις την τόση αδικία; Πόσοι Φαέθοντες ή Δευκαλίωνες πρέπει να τιμωρηθούν για μια ζωή έτσι ξεχειλισμένη από αλαζονεία; [5] Και για να αφήσω τα ξένα και να ᾽ρθω στα δικά μου· πόσους Αθηναίους δεν εξύψωσα και από πάμπτωχους τους έκαμα πλούσιους; Όλους που είχαν ανάγκη τους βοήθησα και κυριολεκτικά σωρούς τα πλούτη μου σκόρπισα, για να ευεργετώ τους φίλους. Και τώρα που μ᾽ αυτή μου την τακτική έγινα φτωχός, όλοι αυτοί δε με γνωρίζουν πια, ούτε γυρίζουν να με κοιτάξουν, που κάποτε έσκυβαν και με προσκυνούσαν και κρέμονταν από ένα μου νεύμα. Μα, αν τύχει και στο δρόμο μου συναντήσω κανέναν τους, με προσπερνούν, όπως μια παλιά επιτύμβια στήλη ριγμένη από το χρόνο, χωρίς καν να τη διαβάσουν. Άλλοι πάλι, και από μακριά μόλις με δουν, αλλάζουν δρόμο θεωρώντας με κακό συναπάντημα και γρουσουζιά, έμενα που στάθηκα πριν από λίγο σωτήρας και ευεργέτης τους. [6] Γι᾽ αυτό λοιπόν από τις δυστυχίες μου αποτραβήχτηκα σ᾽ αυτήν την άκρη, φόρεσα προβιά και σκάβω τη γη με μεροκάματο ένα τεσσάρι οβολούς, φιλοσοφώντας με την ερημιά και το δικέλλι μου. Εδώ επιτέλους τούτο το κέρδος θαρρώ πως θα ᾽χω, δε θα βλέπω πια πολλούς να ευτυχούν, χωρίς να το αξίζουν, γιατί αυτό είναι το καταθλιπτικότερο.
Επιτέλους λοιπόν, γιε του Κρόνου και της Ρέας, πέταξε από πάνω σου αυτόν το βαθύ και γλυκό ύπνο. Περισσότερο και από τον Επιμενίδη έχεις κοιμηθεί. Ξαναφούντωσε τον κεραυνό σου ή άναψέ τον από την Αίτνα, τράνεψε τη φλόγα του και δείξε νεύρο ανδρωμένου και νεανικού Δία, εκτός αν είναι αλήθεια όσα οι Κρήτες διηγούνται για σένα και την ταφή σου εκεί.