Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σόλων (27.1-27.9)


[27.1] Τὴν δὲ πρὸς Κροῖσον ἔντευξιν αὐτοῦ δοκοῦσιν ἔνιοι τοῖς χρόνοις ὡς πεπλασμένην ἐξελέγχειν. ἐγὼ δὲ λόγον ἔνδοξον οὕτω καὶ τοσούτους μάρτυρας ἔχοντα καὶ (ὃ μεῖζόν ἐστι) πρέποντα τῷ Σόλωνος ἤθει καὶ τῆς ἐκείνου μεγαλοφροσύνης καὶ σοφίας ἄξιον, οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῖς τισι λεγομένοις κανόσιν, οὓς μυρίοι διορθοῦντες, ἄχρι σήμερον εἰς οὐδὲν αὑτοῖς ὁμολογούμενον δύνανται καταστῆσαι τὰς ἀντιλογίας. [27.2] τὸν δ᾽ οὖν Σόλωνά φασιν εἰς Σάρδεις δεηθέντι τῷ Κροίσῳ παραγενόμενον παθεῖν τι παραπλήσιον ἀνδρὶ χερσαίῳ κατιόντι πρῶτον ἐπὶ θάλασσαν. [27.3] ἐκεῖνός τε γὰρ ὁρῶν ἄλλον ἐξ ἄλλου ποταμὸν ᾤετο τὴν θάλασσαν εἶναι, καὶ τῷ Σόλωνι, τὴν αὐλὴν διαπορευομένῳ καὶ πολλοὺς ὁρῶντι τῶν βασιλικῶν κεκοσμημένους πολυτελῶς καὶ σοβοῦντας ἐν ὄχλῳ προπομπῶν καὶ δορυφόρων, ἕκαστος ἐδόκει Κροῖσος εἶναι, μέχρι πρὸς αὐτὸν ἤχθη, πᾶν ὅσον ἐν λίθοις, ἐν βαφαῖς ἐσθῆτος, ἐν τέχναις χρυσοῦ περὶ κόσμον ἐκπρεπὲς ἔχειν ἢ περιττὸν ἢ ζηλωτὸν ἐδόκει περικείμενον, ὡς δὴ θέαμα σεμνότατον ὀφθείη καὶ ποικιλώτατον. [27.4] ἐπεὶ δ᾽ ὁ Σόλων ἄντικρυς καταστὰς οὔτ᾽ ἔπαθεν οὐδὲν οὔτ᾽ εἶπε πρὸς τὴν ὄψιν ὧν ὁ Κροῖσος προσεδόκησεν, ἀλλὰ καὶ δῆλος ἦν τοῖς εὖ φρονοῦσι τῆς ἀπειροκαλίας καὶ μικροπρεπείας καταφρονῶν, ἐκέλευσεν αὐτῷ τούς τε θησαυροὺς ἀνοῖξαι τῶν χρημάτων καὶ τὴν ἄλλην ἄγοντας ἐπιδεῖξαι μηδὲν δεομένῳ κατασκευὴν καὶ πολυτέλειαν. [27.5] ἤρκει γὰρ αὐτὸς ἐν ἑαυτῷ τοῦ τρόπου κατανόησιν παρασχεῖν. [27.6] ὡς δ᾽ οὖν αὖθις ‹εἰσ›ήχθη γεγονὼς ἁπάντων θεατής, ἠρώτησεν αὐτὸν ὁ Κροῖσος, εἴ τινα οἶδεν ἀνθρώπων ἑαυτοῦ μακαριώτερον. ἀποφηναμένου δὲ τοῦ Σόλωνος ὅτι οἶδε Τέλλον αὑτοῦ πολίτην, καὶ διεξελθόντος ὅτι χρηστὸς ἀνὴρ ὁ Τέλλος γενόμενος καὶ παῖδας εὐδοκίμους καταλιπὼν καὶ βίον οὐδενὸς ἐνδεᾶ τῶν ἀναγκαίων ἐτελεύτησεν ἐνδόξως ἀριστεύσας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ἤδη μὲν ἀλλόκοτος ἐδόκει [εἶναι] τῷ Κροίσῳ καὶ ἄγροικος, εἰ μὴ πρὸς ἀργύριον πολὺ μηδὲ χρυσίον τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν, ἀλλὰ δημοτικοῦ καὶ ἰδιώτου βίον καὶ θάνατον ἀνθρώπου μᾶλλον ἢ τοσαύτην ἀγαπῴη δύναμιν καὶ ἀρχήν. [27.7] οὐ μὴν ἀλλὰ πάλιν ἠρώτησεν αὐτόν, εἰ μετὰ Τέλλον ἄλλον ἔγνωκεν ἀνθρώπων εὐδαιμονέστερον. πάλιν δὲ τοῦ Σόλωνος εἰπόντος εἰδέναι καὶ Κλέοβιν καὶ Βίτωνα, φιλαδέλφους καὶ φιλομήτορας διαφερόντως ἄνδρας, οἳ τὴν μητέρα τῶν βοῶν βραδυνόντων ὑποδύντες αὐτοὶ τῷ ζυγῷ τῆς ἁμάξης ἐκόμισαν πρὸς τὸ τῆς Ἥρας ἱερόν, εὐδαιμονιζομένην ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ χαίρουσαν, εἶτα θύσαντες καὶ πιόντες οὐκέτι μεθ᾽ ἡμέραν ἀνέστησαν, ἀλλὰ τεθνηκότες ἀναλγῆ καὶ ἄλυπον ἐπὶ δόξῃ τοσαύτῃ θάνατον ὤφθησαν, «ἡμᾶς δ᾽» εἶπεν ἤδη πρὸς ὀργὴν ὁ Κροῖσος «εἰς οὐδένα τίθης εὐδαιμόνων ἀριθμὸν ἀνθρώπων;» [27.8] καὶ ὁ Σόλων, οὔτε κολακεύειν βουλόμενος αὐτὸν οὔτε περαιτέρω παροξύνειν, «Ἕλλησιν» εἶπεν «ὦ βασιλεῦ Λυδῶν, πρός τε τἆλλα μετρίως ἔχειν ἔδωκεν ὁ θεός, καὶ σοφίας τινὸς ἀθαρσοῦς ὡς ἔοικε καὶ δημοτικῆς, οὐ βασιλικῆς οὐδὲ λαμπρᾶς, ὑπὸ μετριότητος ἡμῖν μέτεστιν, ἣ τύχαις ὁρῶσα παντοδαπαῖς χρώμενον ἀεὶ τὸν βίον, οὐκ ἐᾷ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς μέγα φρονεῖν οὐδὲ θαυμάζειν ἀνδρὸς εὐτυχίαν μεταβολῆς χρόνον ἔχουσαν. [27.9] ἔπεισι γὰρ ἑκάστῳ ποικίλον ἐξ ἀδήλου τὸ μέλλον. ᾧ δ᾽ εἰς τέλος ὁ δαίμων ἔθετο τὴν εὐπραξίαν, τοῦτον εὐδαίμονα νομίζομεν. ὁ δὲ ζῶντος ἔτι καὶ κινδυνεύοντος ἐν τῷ βίῳ μακαρισμὸς ὥσπερ ἀγωνιζομένου κήρυγμα καὶ στέφανος ἐστὶν ἀβέβαιος καὶ ἄκυρος». ταῦτ᾽ εἰπὼν ὁ Σόλων ἀπηλλάττετο, λυπήσας μέν, οὐ νουθετήσας δὲ τὸν Κροῖσον.


[27.1] Όσο για τη συνάντηση του Σόλωνα με τον Κροίσο, ορισμένοι την αμφισβητούν θεωρώντας την επίπλαστη λόγω της διαφοράς των χρονολογιών. Εγώ όμως, έναν διάλογο που έχει τόσο μεγάλη φήμη και τόσο πολλούς μάρτυρες και —το σπουδαιότερο— είναι ταιριαστός στο ήθος του Σόλωνα και αντάξιος της μεγαλοφροσύνης και της σοφίας του, δεν νομίζω ότι μπορώ να τον αμφισβητήσω εξαιτίας κάποιων χρονικών υπολογισμών, που αν και πάρα πολύ προσπαθούν να διορθώσουν, δεν μπορούν και μέχρι σήμερα ακόμη να άρουν τις αντιρρήσεις τους καταλήγοντας σε κάποιο κοινό σημείο μεταξύ τους. [27.2] Λένε λοιπόν ότι, φτάνοντας στις Σάρδεις ο Σόλων στην αυλή του Κροίσου ύστερα από πρόσκλησή του, έπαθε κάτι ανάλογο με αυτό που παθαίνει κάποιος στεριανός που για πρώτη φορά κατεβαίνει στη θάλασσα. [27.3] Εκείνος δηλαδή βλέποντας το ένα ποτάμι μετά το άλλο νομίζει ότι είναι η θάλασσα· έτσι και ο Σόλων, καθώς περνούσε μέσα από την αυλή και έβλεπε πολλούς αυλικούς ντυμένους με χλιδή και γεμάτους έπαρση να κινούνται μέσα σε ένα πλήθος από προπομπούς και δορυφόρους, είχε την εντύπωση πως ο καθένας από αυτούς ήταν ο Κροίσος, ώσπου οδηγήθηκε ενώπιόν του· φορούσε οτιδήποτε μπορούσε να φαντάζει εξαιρετικό με πολύτιμες πέτρες, με ενδύματα χρωματιστά, χρυσά κοσμήματα, ασυνήθιστο ή ζηλευτό, ώστε να φαίνεται ένα θέαμα επιβλητικότατο και πολυτελέστατο. [27.4] Και επειδή ο Σόλων, όταν βρέθηκε απέναντί του, δεν εξεδήλωσε καμιάν έκπληξη ούτε είπε, μπροστά σ᾽ αυτά που αντίκριζε, τίποτε από όσα περίμενε ο Κροίσος, αλλά, αντίθετα, όσοι είχαν μυαλό έβλεπαν ότι περιφρονούσε την έλλειψη καλαισθησίας και τη μικρότητα του πνεύματος, έδωσε εντολή ο Κροίσος να του ανοίξουν τα θησαυροφυλάκια και να φέρουν και να του παρουσιάσουν όλα γενικά τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα, χωρίς ο Σόλων να ζητήσει κάτι τέτοιο. [27.5] Αρκούσε ο ίδιος ο Κροίσος από μόνος του να δώσει στον άλλον τη δυνατότητα να καταλάβει τον χαρακτήρα του. [27.6] Αφού λοιπόν ο Σόλων είδε τα πάντα και οδηγήθηκε για δεύτερη φορά μπροστά στον Κροίσο, τον ρώτησε ο Βασιλιάς αν γνωρίζει κανέναν άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από αυτόν. Ο Σόλων του απάντησε ότι γνωρίζει τον Τέλλο, τον συμπολίτη του, και του διηγήθηκε λεπτομερώς ότι ο Τέλλος, ένας ενάρετος άνθρωπος, που άφησε παιδιά με καλό όνομα και πέρασε τη ζωή του χωρίς να στερηθεί τίποτε από τα αναγκαία, πέθανε ένδοξα, πρώτος στη μάχη για την υπεράσπιση της πατρίδας του. Λέγοντας λοιπόν αυτά, ήδη άρχισε να δίνει στον Κροίσο την εντύπωση ανθρώπου αλλόκοτου και αγροίκου, αφού δεν μετρούσε την ευτυχία με το πολύ χρήμα ούτε και με το χρυσάφι, αλλά προτιμούσε τη ζωή και τον θάνατο ενός λαϊκού και απλού πολίτη από μια τόσο μεγάλη δύναμη και εξουσία. [27.7] Ωστόσο, τον ξαναρώτησε αν μετά τον Τέλλο έχει γνωρίσει άλλον άνθρωπο πιο ευτυχισμένο. Και πάλι όμως ο Σόλων του απάντησε ότι γνωρίζει τον Κλέοβη και Βίτωνα, δυο αδέρφια, δυο έξοχους άνδρες για τη μεταξύ τους αγάπη και για την αγάπη προς τη μητέρα τους. Αυτοί κάποτε, επειδή τα βόδια αργούσαν, ζεύτηκαν την άμαξα οι ίδιοι και μετέφεραν τη μητέρα τους μακαριζόμενη από τους πολίτες και όλο χαρά στο ιερό της Ήρας. Αφού στη συνέχεια πρόσφεραν θυσία και ήπιαν, δεν ξύπνησαν την άλλην ημέρα, αλλά πέθαναν χωρίς πόνο και λύπη μέσα σε τόσο μεγάλη δόξα. Τότε πια ο Κροίσος οργισμένος του είπε: «εμείς κατά τη γνώμη σου δεν έχουμε καμιά θέση στους ευτυχισμένους ανθρώπους»; [27.8] Ο Σόλων, επειδή δεν είχε διάθεση ούτε να τον κολακέψει ούτε να τον ερεθίσει περισσότερο, του είπε «βασιλιά των Λυδών, ο θεός επέτρεψε σε μας τους Έλληνες να έχουμε με μέτρο όλα τα άλλα και να μετέχουμε με μετριοφροσύνη σε μια σοφία χωρίς αυθάδεια, όπως φαίνεται, λαϊκή, όχι βασιλική ούτε και φανταχτερή· μια σοφία που, βλέποντας τη ζωή να περνάει συνεχώς από κάθε λογής μεταπτώσεις, δεν μας επιτρέπει να περηφανευόμαστε για τα αγαθά που έχουμε ούτε και να θαυμάζουμε την ευτυχία ενός ανθρώπου, αφού αυτή έχει αστάθμητο παράγοντα τον χρόνο. [27.9] Γιατί το μέλλον θα έρθει στον καθένα μας με ποικίλες μορφές από όπου δεν το περιμένουμε. Σε όποιον ο θεός χάρισε την ευτυχία ως το τέλος της ζωής του, αυτόν εμείς θεωρούμε ευτυχισμένο. Το να μακαρίζουμε όμως έναν άνθρωπο που ζει ακόμη και διατρέχει κίνδυνο η ζωή του είναι σαν να ανακηρύσσουμε νικητή και να στεφανώνουμε έναν αθλητή, που ακόμη αγωνίζεται· είναι αβέβαιο και άκυρο». Αυτά είπε ο Σόλων και έφυγε έχοντας λυπήσει παρά νουθετήσει τον Κροίσο.