Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σόλων (20.1-20.8)


[20.1] Τῶν δ᾽ ἄλλων αὐτοῦ νόμων ἴδιος μὲν μάλιστα καὶ παράδοξος ὁ κελεύων ἄτιμον εἶναι τὸν ἐν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον. βούλεται δ᾽ ὡς ἔοικε μὴ ἀπαθῶς μηδ᾽ ἀναισθήτως ἔχειν πρὸς τὸ κοινόν, ἐν ἀσφαλεῖ τιθέμενον τὰ οἰκεῖα καὶ τῷ μὴ συναλγεῖν μηδὲ συννοσεῖν τῇ πατρίδι καλλωπιζόμενον, ἀλλ᾽ αὐτόθεν τοῖς τὰ βελτίω καὶ δικαιότερα πράττουσι προσθέμενον συγκινδυνεύειν καὶ βοηθεῖν μᾶλλον ἢ περιμένειν ἀκινδύνως τὰ τῶν κρατούντων.
[20.2] Ἄτοπος δὲ δοκεῖ καὶ γελοῖος ὁ τῇ ἐπικλήρῳ διδούς, ἂν ὁ κρατῶν καὶ κύριος γεγονὼς κατὰ τὸν νόμον αὐτὸς μὴ δυνατὸς ᾖ πλησιάζειν, ὑπὸ τῶν ἔγγιστα τοῦ ἀνδρὸς ὀπύεσθαι. καὶ τοῦτο δ᾽ ὀρθῶς ἔχειν τινές φασι πρὸς τοὺς μὴ δυναμένους συνεῖναι, χρημάτων δ᾽ ἕνεκα λαμβάνοντας ἐπικλήρους καὶ τῷ νόμῳ καταβιαζομένους τὴν φύσιν. [20.3] ὁρῶντες γὰρ ᾧ βούλεται τὴν ἐπίκληρον συνοῦσαν, ἢ προήσονται τὸν γάμον, ἢ μετ᾽ αἰσχύνης καθέξουσι, φιλοπλουτίας καὶ ὕβρεως δίκην διδόντες. εὖ δ᾽ ἔχει καὶ τὸ μὴ πᾶσιν, ἀλλὰ τῶν συγγενῶν τοῦ ἀνδρὸς ᾧ βούλεται διαλέγεσθαι τὴν ἐπίκληρον, ὅπως οἰκεῖον ᾖ καὶ μετέχον τοῦ γένους τὸ τικτόμενον. [20.4] εἰς τοῦτο δὲ συντελεῖ καὶ τὸ τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ συγκαθείργνυσθαι μήλου κυδωνίου [συγ]κατατραγοῦσαν, καὶ τὸ τρὶς ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν πάντως τῇ ἐπικλήρῳ τὸν λαβόντα. [20.5] καὶ γὰρ εἰ μὴ γένοιντο παῖδες, ἀλλὰ τιμή τις ἀνδρὸς αὕτη πρὸς σώφρονα γυναῖκα καὶ φιλοφροσύνη, πολλὰ τῶν συλλεγομένων ἑκάστοτε δυσχερῶν ἀφαιροῦσα καὶ ταῖς διαφοραῖς οὐκ ἐῶσα παντάπασιν ἀποστραφῆναι. [20.6] τῶν δ᾽ ἄλλων γάμων ἀφεῖλε τὰς φερνάς, ἱμάτια τρία καὶ σκεύη μικροῦ τιμήματος ἄξια κελεύσας, ἕτερον δὲ μηδέν, ἐπιφέρεσθαι τὴν γαμουμένην. οὐ γὰρ ἐβούλετο μισθοφόρον οὐδ᾽ ὤνιον εἶναι τὸν γάμον, ἀλλ᾽ ἐπὶ τεκνώσει καὶ χάριτι καὶ φιλότητι γίνεσθαι τὸν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνοικισμόν. [20.7] ὁ μὲν γὰρ Διονύσιος, ἀξιούσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ δοθῆναί τινι τῶν πολιτῶν πρὸς γάμον, ἔφη τοὺς μὲν τῆς πόλεως νόμους λελυκέναι τυραννῶν, τοὺς δὲ τῆς φύσεως οὐκ εἶναι δυνατὸς βιάζεσθαι, γάμους νυμφαγωγῶν παρ᾽ ἡλικίαν· ἐν δὲ ταῖς πόλεσι τὴν ἀταξίαν ταύτην οὐ δοτέον, οὐδὲ περιοπτέον ἀώρους καὶ ἀχαρίστους ἐπιπλοκὰς καὶ μηδὲν ἔργον γαμήλιον ἐχούσας μηδὲ τέλος, [20.8] ἀλλὰ γέροντι νέαν ἀγομένῳ φαίη τις ἂν ἐμμελὴς ἄρχων ἢ νομοθέτης τὸ πρὸς τὸν Φιλοκτήτην,
εὖ γοῦν ὡς γαμεῖν ἔχεις τάλας,
καὶ νέον ἐν δωματίῳ πλουσίας πρεσβύτιδος ὥσπερ οἱ πέρδικες ἀπὸ συνουσίας παχυνόμενον ἐξανευρὼν μετοικίσειε πρὸς παρθένον νύμφην ἀνδρὸς δεομένην. ταῦτα μὲν οὖν περὶ τούτων.


[20.1] Από τους άλλους νόμους του εντελώς ξεχωριστός και παράξενος είναι εκείνος που ορίζει ότι στερείται από τα πολιτικά του δικαιώματα ο πολίτης που σε περίπτωση πολιτικής αναταραχής στην πόλη δεν τάσσεται με τη μία ή την άλλη παράταξη. Επιθυμούσε, όπως φαίνεται, να μη μένει κανένας απαθής και ασυγκίνητος προς τα δημόσια πράγματα, εξασφαλίζοντας τα του σπιτιού του και καυχώμενος που δεν συμπονεί και δεν υποφέρει μαζί με την πατρίδα του· αντίθετα, ήθελε, συντασσόμενος ο πολίτης με αυτούς που πολιτεύονται για τα καλύτερα και πιο δίκαια να κινδυνεύει μαζί τους και να βοηθάει παρά να περιμένει χωρίς κίνδυνο να δει ποιός θα είναι ο νικητής. [20.2] Αλλόκοτος και γελοίος φαίνεται ο νόμος που επιτρέπει στην επίκληρη γυναίκα να συνευρίσκεται με τον πιο κοντινό συγγενή του άντρα της, αν αυτός, ο κατά νόμο κύριος και αφέντης της δεν μπορούσε να εκτελεί τα συζυγικά καθήκοντα. Κάποιοι όμως λένε ότι ο νόμος αυτός είναι σωστός αναφορικά με εκείνους που, ενώ είναι ανίκανοι σεξουαλικά, νυμφεύονταν τις επίκληρες για τα χρήματά τους και παραβίαζαν έτσι με τον νόμο αυτό τη φύση. [20.3] Βλέποντας λοιπόν την επίκληρη να πλαγιάζει με όποιον επιθυμούσε, ή θα διέλυαν τον γάμο ή ντροπιασμένοι θα τον κρατούσαν πληρώνοντας το τίμημα για τη φιλοχρηματία και την προστυχιά τους. Σωστό επίσης είναι και το να πλαγιάζει η επίκληρη όχι με όλους αλλά με όποιον από τους συγγενείς του άντρα της επιθυμούσε, για να είναι και ο απόγονος δικός του και να ανήκει στην ίδια γενιά. [20.4] Στο ίδιο πράγμα απέβλεπε και το να κλείνονται κάπου μαζί γαμπρός και νύφη, τρώγοντας η τελευταία κυδώνι, καθώς και το να σμίγει ο γαμπρός με την επίκληρη τρεις φορές τον μήνα οπωσδήποτε. [20.5] Γιατί, και αν ακόμη δεν γεννηθούν παιδιά, αυτό αποτελεί απόδειξη εκτίμησης και αγάπης του άντρα στην καλή του γυναίκα, που αφαιρεί πολλά δυσάρεστα που συσσωρεύονται κάθε φορά και δεν επιτρέπει να δημιουργηθεί λόγω των διαφορών ολοκληρωτική αποστροφή. [20.6] Από τις άλλες περιπτώσεις γάμων κατάργησε τις προίκες, ορίζοντας να φέρνει η μελλόνυμφη τρία μόνο φορέματα και σκεύη μικρής αξίας, τίποτε άλλο. Γιατί δεν ήθελε να έχει ο γάμος χαρακτήρα μισθοφορικής πράξης και αγοραπωλησίας, αλλά η συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας να γίνεται με σκοπό την απόκτηση τέκνων και από εκτίμηση και αγάπη. [20.7] Και ο Διονύσιος, όταν η μητέρα του απαιτούσε να τη δώσει σε γάμο με κάποιον πολίτη, της απάντησε ότι ως τύραννος, ενώ είχε καταργήσει τους νόμους της πόλης, δεν είχε τη δύναμη να παραβιάσει τους νόμους της φύσης κάνοντας γάμους σε ανθρώπους περασμένης ηλικίας. Στις πόλεις όμως δεν πρέπει να επιτρέπεται αυτή η αταξία ούτε και να μένουν απλοί θεατές σε ζευγαρώματα παράταιρα και άχαρα, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον γάμο ούτε και κανέναν σκοπό. [20.8] Αλλά σε ένα γέροντα που νυμφεύεται νεαρή γυναίκα θα μπορούσε να πει ένας άρχοντας και νομοθέτης με χιούμορ αυτό που ειπώθηκε στον Φιλοκτήτη,
ο γάμος σε μάρανε, ταλαίπωρε.
ή, αν συναντούσε κάποιον νεαρό που, σαν τις πέρδικες, παχαίνει από τον έρωτα μέσα σε δωμάτιο πλούσιας γριάς, θα τον μετέφερε στην αγκαλιά νεαρής παρθένας που έχει ανάγκη από άνδρα. Αυτά λοιπόν σχετικά με τον γάμο.