Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σόλων (21.1-21.7)


[21.1] Ἐπαινεῖται δὲ τοῦ Σόλωνος καὶ ὁ κωλύων νόμος τὸν τεθνηκότα κακῶς ἀγορεύειν. καὶ γὰρ ὅσιον τοὺς μεθεστῶτας ἱεροὺς νομίζειν, καὶ δίκαιον ἀπέχεσθαι τῶν οὐχ ὑπαρχόντων, καὶ πολιτικὸν ἀφαιρεῖν τῆς ἔχθρας τὸ ἀίδιον. [21.2] ζῶντα δὲ κακῶς λέγειν ἐκώλυσε πρὸς ἱεροῖς καὶ δικαστηρίοις καὶ ἀρχείοις καὶ θεωρίας οὔσης ἀγώνων, ἢ τρεῖς δραχμὰς τῷ ἰδιώτῃ, δύο δ᾽ ἄλλας ἀποτίνειν εἰς τὸ δημόσιον ἔταξε. τὸ γὰρ μηδαμοῦ κρατεῖν ὀργῆς ἀπαίδευτον καὶ ἀκόλαστον, τὸ δὲ πανταχοῦ χαλεπόν, ἐνίοις δ᾽ ἀδύνατον· δεῖ δὲ πρὸς τὸ δυνατὸν γράφεσθαι τὸν νόμον, εἰ βούλεται χρησίμως ὀλίγους, ἀλλὰ μὴ πολλοὺς ἀχρήστως κολάζειν.
[21.3] Εὐδοκίμησε δὲ καὶ τῷ περὶ διαθηκῶν νόμῳ. πρότερον γὰρ οὐκ ἐξῆν, ἀλλ᾽ ἐν τῷ γένει τοῦ τεθνηκότος ἔδει τὰ χρήματα καὶ τὸν οἶκον καταμένειν· ὁ δ᾽ ᾧ βούλεταί τις ἐπιτρέψας, εἰ μὴ παῖδες εἶεν αὐτῷ, δοῦναι τὰ αὑτοῦ, φιλίαν τε συγγενείας ἐτίμησε μᾶλλον καὶ χάριν ἀνάγκης, καὶ τὰ χρήματα κτήματα τῶν ἐχόντων ἐποίησεν. [21.4] οὐ μὴν ἀνέδην γε πάλιν οὐδ᾽ ἁπλῶς τὰς δόσεις ἐφῆκεν, ἀλλ᾽ εἰ μὴ νόσων οὕνεκεν ἢ φαρμάκων ἢ δεσμῶν ἢ ἀνάγκῃ κατασχεθεὶς ἢ γυναικὶ πειθόμενος, εὖ πάνυ καὶ προσηκόντως τὸ πεισθῆναι παρὰ τὸ βέλτιστον οὐδὲν ἡγούμενος τοῦ βιασθῆναι διαφέρειν, ἀλλ᾽ εἰς ταὐτὸ τὴν ἀπάτην τῇ ἀνάγκῃ καὶ τῷ πόνῳ τὴν ἡδονὴν θέμενος, ὡς οὐχ ἧττον ἐκστῆσαι λογισμὸν ἀνθρώπου δυναμένων.
[21.5] Ἐπέστησε δὲ καὶ ταῖς ἐξόδοις τῶν γυναικῶν καὶ τοῖς πένθεσι καὶ ταῖς ἑορταῖς νόμον ἀπείργοντα τὸ ἄτακτον καὶ ἀκόλαστον, ἐξιέναι μὲν ἱματίων τριῶν μὴ πλέον ἔχουσαν κελεύσας, μηδὲ βρωτὸν ἢ ποτὸν πλείονος ἢ ὀβολοῦ φερομένην, μηδὲ κάνητα πηχυαίου μείζονα, μηδὲ νύκτωρ πορεύεσθαι πλὴν ἁμάξῃ κομιζομένην λύχνου προφαίνοντος. [21.6] ἀμυχὰς δὲ κοπτομένων καὶ τὸ θρηνεῖν πεποιημένα καὶ τὸ κωκύειν ἄλλον ἐν ταφαῖς ἑτέρων ἀφεῖλεν. ἐναγίζειν δὲ βοῦν οὐκ εἴασεν, οὐδὲ συντιθέναι πλέον ἱματίων τριῶν, οὐδ᾽ ἐπ᾽ ἀλλότρια μνήματα βαδίζειν χωρὶς ἐκκομιδῆς. [21.7] ὧν τὰ πλεῖστα κἀν τοῖς ἡμετέροις νόμοις ἀπηγόρευται· πρόσκειται δὲ τοῖς ἡμετέροις ζημιοῦσθαι τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑπὸ τῶν γυναικονόμων, ὡς ἀνάνδροις καὶ γυναικώδεσι τοῖς περὶ τὰ πένθη πάθεσι καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεχομένους.


[21.1] Έτυχε επίσης επαινετικής αποδοχής και εκείνος ο νόμος του Σόλωνα που δεν επέτρεπε να κακολογούν τον νεκρό. Γιατί είναι σύμφωνο με τον θείο νόμο να θεωρούμε ιερούς όσους φεύγουν από τη ζωή, γι᾽ αυτό και είναι δίκαιο να σεβόμαστε εκείνους που δεν υπάρχουν πια, και δείγμα ανθρωπιάς η μη συνέχιση της έχθρας. [21.2] Δεν επέτρεπε επίσης να κακολογούν κάποιον εν ζωή κοντά σε ιερά και σε δικαστήρια, σε δημόσια καταστήματα και όταν παρακολουθούσαν αγώνες· αλλιώς, όρισε να πληρώνουν τρεις δραχμές στον πολίτη και άλλες δυο στο δημόσιο. Γιατί το να μη συγκρατεί κανείς πουθενά την οργή του είναι δείγμα ανθρώπου κακής ανατροφής και ακόλαστου. Το να συγκρατιόμαστε όμως σε όλες τις περιπτώσεις είναι δύσκολο, για ορισμένους μάλιστα αδύνατο. Αν όμως επιθυμεί ο νομοθέτης να τιμωρεί λίγους συνετίζοντάς τους και όχι πολλούς χωρίς να πετυχαίνει τίποτε, πρέπει να συντάσσει τον νόμο αποβλέποντας στο εφικτό.
[21.3] Ο Σόλων απέκτησε φήμη και με τον νόμο για τις διαθήκες. Προηγουμένως δεν επιτρεπόταν να συντάσσονται διαθήκες, αλλά τα χρήματα και το σπίτι του πεθαμένου έμεναν υποχρεωτικά στην οικογένεια. Ο Σόλων όμως, με το να επιτρέψει να διαθέτει κάποιος που δεν είχε παιδιά την περιουσία του σε όποιον ήθελε, τίμησε τη φιλία περισσότερο από τη συγγένεια, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο από τον εξαναγκασμό και κατέστησε τα χρήματα κτήματα των κατόχων τους. [21.4] Ωστόσο, δεν άφησε τις μεταβιβάσεις των περιουσιών χωρίς περιορισμούς και έτσι στην τύχη, παρά μόνο εάν δεν γίνονταν αυτές κάτω από πίεση αρρώστιας ή υπό την επήρεια φαρμάκων ή από φόβο φυλάκισής του ή από κάποιον εξαναγκασμό ή επειδή θα τον επηρέαζε η γυναίκα του· γιατί πολύ καλά και πολύ σωστά νόμιζε ότι το να πεισθεί κανείς όχι με τον ενδεικνυόμενο τρόπο δεν διαφέρει καθόλου από τον εκβιασμό — αντίθετα, έβαζε στην ίδια κατηγορία την απάτη με τον εξαναγκασμό και την ηδονή με τον πόνο, γιατί κατά τη γνώμη του μπορούσαν εξίσου να σαλέψουν το λογικό του ανθρώπου.
[21.5] Θέσπισε νόμο και για τα ταξίδια των γυναικών, τα πένθη και τις γιορτές απαγορεύοντας την αταξία και την υπερβολή· όρισε να μην ταξιδεύει καμία έχοντας μαζί της περισσότερα από τρία φορέματα μήτε να φέρει μαζί της φαγητά ή ποτά περισσότερα από την αξία ενός οβολού μήτε καλάθι μεγαλύτερο από ένα πήχη· ακόμη να μην κυκλοφορεί η γυναίκα νύχτα, εκτός και αν μεταφερόταν με άμαξα που να φώτιζε μπροστά με λυχνάρι. [21.6] Απαγόρευσε επίσης να σχίζουν και να ματώνουν τα πρόσωπά τους κατά τους κοπετούς, να θρηνούν προσποιητά και να κλαίνε άλλον νεκρό σε κηδείες ξένων. Δεν επέτρεψε να θυσιάζουν βόδια ή να βάζουν στους τάφους μαζί με τους νεκρούς περισσότερες από τρεις φορεσιές, ούτε και να επισκέπτονται ξένα μνήματα εκτός από την ώρα της ταφής. [21.7] Τα περισσότερα από αυτά είναι απαγορευμένα και από τους ισχύοντες σε εμάς σήμερα νόμους. Έχει προστεθεί μάλιστα στους δικούς μας νόμους να τιμωρούνται από τους γυναικονόμους όσοι κάνουν τέτοια πράγματα, με την ιδέα ότι υποπίπτουν σε πάθη και εκτροπές ανάξιες για άνδρες αλλά ταιριαστές σε πένθη γυναικών.