Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (19-20)


ΧΑΡΩΝ
[19] Ποῦ νῦν καθεδεῖται; μεστὰ γὰρ πάντα, ὡς ὁρᾷς.
ΕΡΜΗΣ
Ἐπὶ τοὺς ὤμους, εἰ δοκεῖ, τοῦ τυράννου.
ΚΛΩΘΩ
Καλῶς ὁ Ἑρμῆς ἐνενόησεν.
ΧΑΡΩΝ
Ἀνάβαινε οὖν καὶ τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει· ἡμεῖς δὲ εὐπλοῶμεν.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Ὦ Χάρων, καλῶς ἔχει σοι τὰς ἀληθείας ἐντεῦθεν εἰπεῖν. ἐγὼ τὸν ὀβολὸν μὲν οὐκ ἂν ἔχοιμι δοῦναί σοι καταπλεύσας· πλέον γὰρ οὐδέν ἐστι τῆς πήρας ἣν ὁρᾷς καὶ τουτουὶ τοῦ ξύλου· τἆλλα δὲ ἢ ἀντλεῖν, εἰ θέλεις, ἕτοιμος ἢ πρόσκωπος εἶναι· μέμψῃ δὲ οὐδέν, ἢν εὐῆρες καὶ καρτερόν μοι ἐρετμὸν δῷς μόνον.
ΧΑΡΩΝ
Ἔρεττε· καὶ τουτὶ γὰρ ἱκανὸν παρὰ σοῦ λαβεῖν.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Ἦ καὶ ὑποκελεῦσαι δεήσει;
ΧΑΡΩΝ
Νὴ Δία, ἤνπερ εἰδῇς κέλευσμά τι τῶν ναυτικῶν.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Οἶδα καὶ πολλά, ὦ Χάρων. ἀλλ᾽, ὁρᾷς, ἀντεπηχοῦσιν οὗτοι δακρύοντες· ὥστε ἡμῖν τὸ ᾆσμα ἐπιταραχθήσεται.
ΝΕΚΡΟΙ
[20] Οἴμοι τῶν κτημάτων. ―Οἴμοι τῶν ἀγρῶν. ―Ὀττοτοῖ, τὴν οἰκίαν οἵαν ἀπέλιπον. ―Ὅσα τάλαντα ὁ κληρονόμος σπαθήσει παραλαβών. ―Αἰαῖ τῶν νεογνῶν μοι παιδίων. ―Τίς ἄρα τὰς ἀμπέλους τρυγήσει, ἃς πέρυσιν ἐφυτευσάμην;
ΕΡΜΗΣ
Μίκυλλε, σὺ δ᾽ οὐδὲν οἰμώζεις; καὶ μὴν οὐ θέμις ἀδακρυτὶ διαπλεῦσαί τινα.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ἄπαγε· οὐδέν ἐστιν ἐφ᾽ ὅτῳ ἂν οἰμώξαιμι εὐπλοῶν.
ΕΡΜΗΣ
Ὅμως κἂν μικρόν τι ἐς τὸ ἔθος ἐπιστέναξον.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Οἰμώξομαι τοίνυν, ἐπειδή, ὦ Ἑρμῆ, σοὶ δοκεῖ. οἴμοι τῶν καττυμάτων· οἴμοι τῶν κρηπίδων τῶν παλαιῶν· ὀττοτοῖ τῶν σαθρῶν ὑποδημάτων. οὐκέτι ὁ κακοδαίμων ἕωθεν εἰς ἑσπέραν ἄσιτος διαμενῶ, οὐδὲ τοῦ χειμῶνος ἀνυπόδητός τε καὶ ἡμίγυμνος περινοστήσω τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ κρύους συγκροτῶν. τίς ἄρα μου τὴν σμίλην ἕξει καὶ τὸ κεντητήριον;
ΕΡΜΗΣ
Ἱκανῶς τεθρήνηται· σχεδὸν δὲ ἤδη καταπεπλεύκαμεν.


ΧΑΡΟΝΤΑΣ
[19] Και τώρα πού θα καθίσει;
ΕΡΜΗΣ
Στους ώμους, αν συμφωνείτε, του τυράννου.
ΚΛΩΘΩ
Καλά το σκέφτηκε ο Ερμής.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Ανέβα λοιπόν και πάτα γερά πάνω στο σβέρκο του καταραμένου. Κι όσο για μας, καλό μας ταξίδι!
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Χάροντα, το σωστό είναι να σου πω από τώρα την αλήθεια. Εγώ δεν μπορούσα να έχω οβολό για να σου δώσω στο τέλος του ταξιδιού. Δεν διαθέτω τίποτε άλλο εκτός από το σακούλι που βλέπεις και αυτό εδώ το ξύλο. Κατά τα άλλα είμαι έτοιμος να χειριστώ την αντλία, αν θέλεις, και να κωπηλατήσω. Δεν θα έχεις κανένα παράπονο, αν μόνο μου δώσεις ένα καλοφτιαγμένο και γερό κουπί.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Να κωπηλατήσεις. Και μόνο αυτό μου αρκεί από σένα.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Μήπως θα χρειαστεί να κρατάω και τον ρυθμό;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Ναι, μά τον Δία, αν ξέρεις κάποιο ρυθμικό ναυτικό τραγούδι.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Ξέρω, Χάροντα, και μάλιστα πολλά. Αλλά, όπως βλέπεις, μας ανταγωνίζονται στη φωνή αυτοί εδώ κλαίγοντας. Θα προκαλέσουνε λοιπόν στο τραγούδι μας μεγάλο αντιπερισπασμό.
ΠΛΟΥΣΙΟΙ
[20] Αλίμονο, τα υπάρχοντά μου! — Αλίμονο, τα χωράφια μου! — Τρισαλίμονο, τί σπίτι άφησα πίσω μου! — Πόσα τάλαντα θα παραλάβει και θα σπαταλήσει ο κληρονόμος μου! — Συμφορά, τα νεογέννητα παιδιά μου! — Ποιός άραγε θα τρυγήσει τα αμπέλια μου, που τα φύτεψα πέρσι;
ΕΡΜΗΣ
Μίκυλλε, εσύ δεν θρηνείς καθόλου; Κι όμως, δεν είναι σωστό να πλεύσει κανείς απέναντι χωρίς να δακρύσει.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Όχι δα! Δεν βλέπω για ποιό λόγο να θρηνήσω, όσο το καράβι ταξιδεύει μια χαρά.
ΕΡΜΗΣ
Ωστόσο, για τη συνήθεια, βγάλε μερικούς στεναγμούς, έστω και λίγους.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Θα θρηνήσω λοιπόν, Ερμή, επειδή έτσι σου φαίνεται σωστό. Αλίμονο, οι σόλες μου· αλίμονο, οι παλιές μου μπότες· τρισαλίμονο, τα φθαρμένα παπούτσια μου! Ποτέ πια ο κακόμοιρος δεν θα μείνω νηστικός από το πρωί ως το βράδυ, ούτε τον χειμώνα θα τριγυρνάω ξυπόλυτος και μισόγυμνος, με τα δόντια μου να χτυπάνε από το κρύο. Ποιός άραγε θα πάρει το κοπίδι και το τρυπητήρι μου;
ΕΡΜΗΣ
Αρκετός θρήνος ακούστηκε. Και σχεδόν το καράβι μας ήδη έφτασε στον προορισμό του.