Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (14-15)


ΜΙΚΥΛΛΟΣ
[14] Εἰπέ μοι, ὦ Κλωθοῖ, ἐμοῦ δὲ οὐδεὶς ὑμῖν λόγος; ἢ διότι πένης εἰμί, διὰ τοῦτο καὶ τελευταῖον ἐμβῆναί με δεῖ;
ΚΛΩΘΩ
Σὺ δὲ τίς εἶ;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ὁ σκυτοτόμος Μίκυλλος.
ΚΛΩΘΩ
Εἶτα ἄχθῃ βραδύνων; οὐχ ὁρᾷς ὁπόσα ὁ τύραννος ὑπισχνεῖται δώσειν ἀφεθεὶς πρὸς ὀλίγον; θαῦμα γοῦν ἔχει με, εἰ μὴ ἀγαπητὴ καὶ σοὶ ἡ διατριβή.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ἄκουσον, ὦ βελτίστη Μοιρῶν· οὐ πάνυ με ἡ τοῦ Κύκλωπος ἐκείνη εὐφραίνει δωρεά, ὑπισχνεῖσθαι ὅτι «πύματον ἐγὼ τὸν Οὖτιν κατέδομαι»· ἄν τε γοῦν πρῶτον, ἄν τε πύματον, οἱ αὐτοὶ ὀδόντες περιμένουσιν. ἄλλως τε οὐδ᾽ ὅμοια τἀμὰ τοῖς τῶν πλουσίων· ἐκ διαμέτρου γὰρ ἡμῶν οἱ βίοι, φασίν· ὁ μέν γε τύραννος εὐδαίμων εἶναι δοκῶν παρὰ τὸν βίον, φοβερὸς ἅπασι καὶ περίβλεπτος, ἀπολιπὼν χρυσὸν τοσοῦτον καὶ ἀργύριον καὶ ἐσθῆτα καὶ ἵππους καὶ δεῖπνα καὶ παῖδας ὡραίους καὶ γυναῖκας εὐμόρφους εἰκότως ἠνιᾶτο καὶ ἀποσπώμενος αὐτῶν ἤχθετο· οὐ γὰρ οἶδ᾽ ὅπως καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ καὶ οὐκ ἐθέλει ἀπαλλάττεσθαι ῥᾳδίως ἅτε αὐτοῖς πάλαι προστετηκυῖα· μᾶλλον δὲ ὥσπερ ἄρρηκτός τις οὗτος ὁ δεσμός ἐστιν, ᾧ δεδέσθαι συμβέβηκεν αὐτούς. ἀμέλει κἂν ἀπάγῃ τις αὐτοὺς μετὰ βίας, ἀνακωκύουσι καὶ ἱκετεύουσι, καὶ τὰ ἄλλα ὄντες θρασεῖς, δειλοὶ πρὸς ταύτην εὑρίσκονται τὴν ἐπὶ τὸν Ἅιδην φέρουσαν ὁδόν· ἐπιστρέφονται γοῦν εἰς τοὐπίσω καὶ ὥσπερ οἱ δυσέρωτες κἂν πόρρωθεν ἀποβλέπειν τὰ ἐν τῷ φωτὶ βούλονται, οἷα ὁ μάταιος ἐκεῖνος ἐποίει καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν ἀποδιδράσκων κἀνταῦθά σε καταλιπαρῶν. [15] ἐγὼ δὲ ἅτε μηδὲν ἔχων ἐνέχυρον ἐν τῷ βίῳ, οὐκ ἀγρόν, οὐ συνοικίαν, οὐ χρυσόν, οὐ σκεῦος, οὐ δόξαν, οὐκ εἰκόνας, εἰκότως εὔζωνος ἦν, κἀπειδὴ μόνον ἡ Ἄτροπος ἔνευσέ μοι, ἄσμενος ἀπορρίψας τὴν σμίλην καὶ τὸ κάττυμα —κρηπῖδα γάρ τινα ἐν ταῖν χεροῖν εἶχον— ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην, μᾶλλον δὲ ἡγούμην, ἐς τὸ πρόσω ὁρῶν· οὐδὲν γάρ με τῶν κατόπιν ἐπέστρεφε καὶ μετεκάλει. καὶ νὴ Δί᾽ ἤδη καλὰ τὰ παρ᾽ ὑμῖν πάντα ὁρῶ· τό τε γὰρ ἰσοτιμίαν ἅπασιν εἶναι καὶ μηδένα τοῦ πλησίον διαφέρειν, ὑπερήδιστον ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ. τεκμαίρομαι δὲ μηδ᾽ ἀπαιτεῖσθαι τὰ χρέα τοὺς ὀφείλοντας ἐνταῦθα μηδὲ φόρους ὑποτελεῖν, τὸ δὲ μέγιστον, μηδὲ ῥιγοῦν τοῦ χειμῶνος μηδὲ νοσεῖν μηδ᾽ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ῥαπίζεσθαι. εἰρήνη δὲ πᾶσι καὶ πράγματα ἐς τὸ ἔμπαλιν ἀνεστραμμένα· ἡμεῖς μὲν οἱ πένητες γελῶμεν, ἀνιῶνται δὲ καὶ οἰμώζουσιν οἱ πλούσιοι.


ΜΙΚΥΛΛΟΣ
[14] Πες μου, Κλωθώ, για μένα δεν θα γίνει κανένας λόγος; Ή μήπως, επειδή είμαι φτωχός, θα πρέπει γι᾽ αυτό και να επιβιβαστώ τελευταίος;
ΚΛΩΘΩ
Εσύ πάλι ποιός είσαι;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ο τσαγκάρης Μίκυλλος.
ΚΛΩΘΩ
Κι έπειτα στενοχωριέσαι που καθυστερείς; Δεν βλέπεις πόσα υπόσχεται να μας δώσει ο τύραννος, αν τον αφήσουμε για λίγο; Έκπληκτη έχω μείνει που δεν σου αρέσει η καθυστέρηση.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Άκουσέ με, αξιότιμή μου Μοίρα. Εμένα δεν με ευχαριστεί ιδιαίτερα εκείνο το δώρο του Κύκλωπα, που υποσχέθηκε ότι «Τον Κανένα στο τέλος εγώ θα τον φάω». Είτε λοιπόν πρώτο είτε τελευταίο, τα ίδια δόντια με περιμένουνε. Άλλωστε ούτε και είναι όμοια τα δικά μου με των πλουσίων. Οι ζωές μας είναι, όπως λένε, εκ διαμέτρου αντίθετες. Ο τύραννος από τη μια μεριά, που φαίνεται να είναι ευτυχισμένος στη ζωή του, σκορπώντας σε όλους τον φόβο και τον θαυμασμό, αφήνει πίσω του τόσο πολύ χρυσάφι και ασήμι και ρούχα και άλογα και φαγοπότια και παιδιά στον ανθό τους και όμορφες γυναίκες, ώστε είναι φυσικό να στενοχωριέται και να αγανακτεί που αποσυνδέεται απ᾽ αυτά. Κι εγώ δεν ξέρω πώς η ψυχή προσκολλάται σε τέτοια πράγματα, σαν να έχουνε κολλητική ουσία, και δεν θέλει να απομακρυνθεί εύκολα, ακριβώς επειδή από καιρό έχει λιώσει και συγκολληθεί μαζί τους· ή καλύτερα σαν να υπάρχει ένας άλυτος δεσμός, με τον οποίο συμβαίνει αυτοί να είναι συνδεμένοι. Άσε που, αν τους τραβήξει κανείς με τη βία, στριγκλίζουν και ικετεύουν και, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ήταν αλαζόνες, αποδεικνύονται δειλοί σ᾽ αυτόν τον δρόμο που οδηγεί στον Άδη. Γυρνούν λοιπόν συνεχώς και κοιτάζουν προς τα πίσω και, σαν τους ερωτοχτυπημένους, θέλουν να βλέπουν, έστω και από μακριά, αυτά που βρίσκονται στο φως, όπως έκανε κι εκείνος ο ανόητος, που και στον δρόμο προσπαθούσε να δραπετεύσει και εδώ σε θερμοπαρακαλούσε. [15] Εγώ όμως, επειδή δεν είχα κανένα αποκούμπι στη ζωή μου, ούτε χωράφι, ούτε διαμέρισμα, ούτε χρυσάφι, ούτε εργαλεία, ούτε δόξα, ούτε αγάλματα, ήταν φυσικό να είμαι έτοιμος, και αμέσως μόλις η Άτροπος μου έκανε νόημα, χαρούμενος πέταξα το κοπίδι και τη σόλα —γιατί κρατούσα στα χέρια μου μια μπότα— πετάχτηκα επάνω αμέσως, και ξυπόλυτος, χωρίς καν να πλύνω τη μουντζούρα, ακολούθησα, ή καλύτερα προχώρησα πρώτος κοιτάζοντας μπροστά. Άλλωστε τίποτε από όσα άφησα πίσω μου δεν τραβούσε την προσοχή μου ούτε με καλούσε να γυρίσω. Και, μά τον Δία, ήδη όλα τα δικά σας καλά τα βλέπω· και το γεγονός ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, και κανένας δεν διαφέρει από τον διπλανό του, μου φαίνεται εξαιρετικά ευχάριστο. Συμπεραίνω βέβαια ότι εδώ δεν θα υπάρχει απαίτηση εξόφλησης των χρεών από τους οφειλέτες ούτε πληρωμή φόρων, και το σημαντικότερο, ότι δεν θα κρυώνει κανείς τον χειμώνα ούτε θα αρρωσταίνει ούτε θα τον χαστουκίζουν οι ισχυρότεροί του. Επικρατεί πλήρης ειρήνη και τα πράγματα είναι εντελώς ανάποδα: εμείς οι φτωχοί γελάμε, ενώ οι πλούσιοι στενοχωριούνται και θρηνούν.