Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (25-26)


ΜΙΚΥΛΛΟΣ
[25] Καὶ τοὐμόν, ὦ Ῥαδάμανθυ, μικρόν ἐστι καὶ βραχείας τινὸς ἐξετάσεως δεόμενον· πάλαι γοῦν σοι καὶ γυμνός εἰμι, ὥστε ἐπισκόπει.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Τίς δὲ ὢν τυγχάνεις;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ὁ σκυτοτόμος Μίκυλλος.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Εὖ γε, ὦ Μίκυλλε, καθαρὸς ἀκριβῶς καὶ ἀνεπίγραφος· ἄπιθι καὶ σὺ παρὰ Κυνίσκον τουτονί. τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει.
ΕΡΜΗΣ
Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω. ποῖ στρέφῃ; πρόσιθι. σὲ τὸν τύραννον προσκαλῶ. πρόβαλ᾽ αὐτόν, ὦ Τισιφόνη, ἐς τὸ μέσον ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦσα.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Σὺ δέ, ὦ Κυνίσκε, κατηγόρει καὶ διέλεγχε ἤδη· πλησίον γὰρ ἁνὴρ οὑτοσί.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
[26] Τὸ μὲν ὅλον οὐδὲ λόγων ἔδει· γνώσῃ γὰρ αὐτὸν αὐτίκα μάλα οἷός ἐστιν ἀπὸ τῶν στιγμάτων. ὅμως δὲ καὐτὸς ἀποκαλύψω σοι τὸν ἄνδρα κἀκ τοῦ λόγου δείξω φανερώτερον. οὑτοσὶ γὰρ ὁ τρισκατάρατος ὁπόσα μὲν ἰδιώτης ὢν ἔπραξε, παραλείψειν μοι δοκῶ· ἐπεὶ δὲ τοὺς θρασυτάτους προσεταιρισάμενος καὶ δορυφόρους συναγαγὼν ἐπαναστὰς τῇ πόλει τύραννος κατέστη, ἀκρίτους μὲν ἀπέκτεινε πλείονας ἢ μυρίους, τὰς δὲ οὐσίας ἑκάστων ἀφαιρούμενος καὶ πλούτου πρὸς τὸ ἀκρότατον ἀφικόμενος οὐδεμίαν μὲν ἀκολασίας ἰδέαν παραλέλοιπεν, ἁπάσῃ δὲ ὠμότητι καὶ ὕβρει κατὰ τῶν ἀθλίων πολιτῶν ἐχρήσατο, παρθένους διαφθείρων καὶ ἐφήβους καταισχύνων καὶ πάντα τρόπον τοῖς ὑπηκόοις ἐμπαροινῶν. καὶ ὑπεροψίας μέν γε καὶ τύφου καὶ τοῦ πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας φρυάγματος οὐδὲ κατ᾽ ἀξίαν δύναιο ἂν παρ᾽ αὐτοῦ λαβεῖν τὴν δίκην· ῥᾷον γοῦν τὸν ἥλιον ἄν τις ἢ τοῦτον ἀσκαρδαμυκτὶ προσέβλεψεν. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῶν κολάσεων τὸ πρὸς ὠμότητα καινουργὸν αὐτοῦ τίς ἂν διηγήσασθαι δύναιτο, ὅς γε μηδὲ τῶν οἰκειοτάτων ἀπέσχετο; καὶ ταῦτα ὅτι μὴ ἄλλως κενή τίς ἐστι κατ᾽ αὐτοῦ διαβολή, αὐτίκα εἴσῃ προσκαλέσας τοὺς ὑπ᾽ αὐτοῦ πεφονευμένους· μᾶλλον δὲ ἄκλητοι, ὡς ὁρᾷς, πάρεισι καὶ περιστάντες ἄγχουσιν αὐτόν. οὗτοι πάντες, ὦ Ῥαδάμανθυ, πρὸς τοῦ ἀλιτηρίου τεθνᾶσιν, οἱ μὲν γυναικῶν ἕνεκα εὐμόρφων ἐπιβουλευθέντες, οἱ δὲ υἱέων ἀπαγομένων πρὸς ὕβριν ἀγανακτήσαντες, οἱ δὲ ὅτι ἐπλούτουν, οἱ δὲ ὅτι ἦσαν δεξιοὶ καὶ σώφρονες καὶ οὐδαμοῦ ἠρέσκοντο τοῖς δρωμένοις.


ΜΙΚΥΛΛΟΣ
[25] Και η δική μου περίπτωση είναι ασήμαντη, και χρειάζεται μια σύντομη εξέταση. Άλλωστε από καιρό είμαι γυμνός· εξέτασέ με λοιπόν.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΗΣ
Και ποιός είσαι εσύ;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ο τσαγκάρης Μίκυλλος.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΗΣ
Μπράβο, Μίκυλλε, είσαι εντελώς καθαρός και χωρίς σημάδια. Πήγαινε κι εσύ κοντά σ᾽ εκείνον εκεί τον Κυνίσκο. Προσκάλεσέ μου τώρα τον τύραννο.
ΕΡΜΗΣ
Να παρουσιαστεί ο Μεγαπένθης, γιος του Λακύδη. Πού γυρίζεις να δεις; Πλησίασε. Σ᾽ εσένα τον τύραννο απευθύνομαι. Φέρ᾽ τον μπροστά, εδώ στη μέση, Τισιφόνη, σπρώχνοντάς τον στο σβέρκο.
ΡΑΔΑΜΑΝΘΗΣ
Κι εσύ, Κυνίσκε, άρχισε τώρα να τον κατηγορείς και να τον ξεσκεπάζεις· γιατί μπροστά σου στέκεται πια ο άνθρωπος αυτός.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
[26] Πρώτα απ᾽ όλα δεν χρειάζονται καν λόγια, μια και αμέσως θα τον καταλάβεις τί λογής είναι από τα σημάδια. Ωστόσο και εγώ θα σου τον ξεμασκαρέψω τον άνθρωπο, και με τα λόγια μου θα σου τον παρουσιάσω ακόμη πιο ξεκάθαρα. Εκείνα που έκανε ως απλός πολίτης αυτός εδώ ο τρισκαταραμένος θα τα παραλείψω, μου φαίνεται. Όταν όμως συνδέθηκε με τους πιο αναιδείς πολίτες, συγκέντρωσε γύρω του σωματοφύλακες, έκανε πραξικόπημα στην πόλη και έγινε τύραννος, τότε σκότωσε χωρίς δίκη περισσότερους από δέκα χιλιάδες, ιδιοποιήθηκε τις περιουσίες όλων αυτών, και έφτασε στο ανώτατο σημείο πλούτου. Τότε ήταν που δεν παρέλειψε καμιά ιδέα ακολασίας, αλλά φέρθηκε με κάθε ωμότητα και αλαζονεία προς τους δύστυχους πολίτες, αποπλανώντας παρθένες και ντροπιάζοντας εφήβους και προσβάλλοντας τους υπηκόους του με κάθε τρόπο. Όσο για την υπεροψία και για τη ματαιοδοξία του, και για την έπαρση που έδειχνε σε όσους συναντούσε, ούτε καν θα μπορούσες να τον τιμωρήσεις όπως του αξίζει. Ήτανε πιο εύκολο να μπορέσει κανείς να κοιτάξει με σταθερό βλέμμα τον ήλιο παρά αυτόν. Και επιπλέον την εφευρετικότητά του στην αγριότητα των τιμωριών που επέβαλλε ποιός θα μπορούσε να τη διηγηθεί; Αυτός δεν κρατήθηκε μακριά ούτε και από τους πιο στενούς συγγενείς του. Και μάλιστα, για να μη θεωρηθεί ότι γενικά αυτά είναι μια άδικη συκοφαντία εναντίον του, θα τα διαπιστώσεις αμέσως, αν προσκαλέσεις εκείνους τους οποίους σκότωσε τούτος εδώ. Αλλά, όπως βλέπεις, έρχονται ήδη απρόσκλητοι, τον περιτριγυρίζουν και προσπαθούνε να τον πνίξουνε. Όλοι αυτοί, Ραδάμανθη, δολοφονήθηκαν από αυτόν τον καταραμένο, άλλοι επειδή έβαλε στο μάτι τις όμορφες γυναίκες τους, άλλοι γιατί αγανάκτησαν που άρπαξε τα παιδιά τους για να τα ντροπιάσει, άλλοι επειδή ήταν πλούσιοι και άλλοι απλώς επειδή ήταν καλοσυνάτοι και μυαλωμένοι, και δεν τους άρεσαν αυτά που γίνονταν.