Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (1-2)


ΧΑΡΩΝ
[1] Εἶεν, ὦ Κλωθοῖ, τὸ μὲν σκάφος τοῦτο ἡμῖν πάλαι εὐτρεπὲς καὶ πρὸς ἀναγωγὴν εὖ μάλα παρεσκευασμένον· ὅ τε γὰρ ἄντλος ἐκκέχυται καὶ ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται καὶ τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται, κωλύει τε οὐδέν, ὅσον ἐπ᾽ ἐμοί, τὸ ἀγκύριον ἀνασπάσαντας ἀποπλεῖν. ὁ δὲ Ἑρμῆς βραδύνει, πάλαι παρεῖναι δέον· κενὸν γοῦν ἐπιβατῶν, ὡς ὁρᾷς, ἔστι τὸ πορθμεῖον τρὶς ἤδη τήμερον ἀναπεπλευκέναι δυνάμενον· καὶ σχεδὸν ἀμφὶ βουλυτόν ἐστιν, ἡμεῖς δὲ οὐδέπω οὐδὲ ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν. εἶτα ὁ Πλούτων εὖ οἶδα ὅτι ἐμὲ ῥᾳθυμεῖν ἐν τούτοις ὑπολήψεται, καὶ ταῦτα παρ᾽ ἄλλῳ οὔσης τῆς αἰτίας. ὁ δὲ καλὸς ἡμῖν κἀγαθὸς νεκροπομπὸς ὥσπερ τις ἄλλος καὶ αὐτὸς ἄνω τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πεπωκὼς ἀναστρέψαι πρὸς ἡμᾶς ἐπιλέλησται, καὶ ἤτοι παλαίει μετὰ τῶν ἐφήβων ἢ κιθαρίζει ἢ λόγους τινὰς διεξέρχεται ἐπιδεικνύμενος τὸν λῆρον τὸν αὑτοῦ, ἢ τάχα που καὶ κλωπεύει ὁ γεννάδας παρελθών· μία γὰρ αὐτοῦ καὶ αὕτη τῶν τεχνῶν. ὁ δ᾽ οὖν ἐλευθεριάζει πρὸς ἡμᾶς, καὶ ταῦτα ἐξ ἡμισείας ἡμέτερος ὤν.
ΚΛΩΘΩ
[2] Τί δὲ οἶδας, ὦ Χάρων, εἴ τις ἀσχολία προσέπεσεν αὐτῷ, τοῦ Διὸς ἐπὶ πλέον δεηθέντος ἀποχρήσασθαι πρὸς τὰ ἄνω πράγματα; δεσπότης δὲ κἀκεῖνός ἐστιν.
ΧΑΡΩΝ
Ἀλλ᾽ οὐχ ὥστε, ὦ Κλωθοῖ, πέρα τοῦ μέτρου δεσπόζειν κοινοῦ κτήματος, ἐπεὶ οὐδὲ ἡμεῖς ποτε αὐτόν, ἀπιέναι δέον, κατεσχήκαμεν. ἀλλ᾽ ἐγὼ οἶδα τὴν αἰτίαν· παρ᾽ ἡμῖν μὲν γὰρ ἀσφόδελος μόνον καὶ χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα, τὰ δ᾽ ἄλλα ζόφος καὶ ὁμίχλη καὶ σκότος, ἐν δὲ τῷ οὐρανῷ φαιδρὰ πάντα καὶ ἥ τε ἀμβροσία πολλὴ καὶ τὸ νέκταρ ἄφθονον· ὥστε ἥδιον παρ᾽ ἐκείνοις βραδύνειν ἔοικε. καὶ παρ᾽ ἡμῶν μὲν ἀνίπταται καθάπερ ἐκ δεσμωτηρίου τινὸς ἀποδιδράσκων· ἐπειδὰν δὲ καιρὸς κατιέναι, σχολῇ καὶ βάδην μόγις ποτὲ κατέρχεται.


ΧΑΡΟΝΤΑΣ
[1] Λοιπόν, Κλωθώ, το πλεούμενό μας αυτό είναι εδώ και ώρα τακτοποιημένο και πανέτοιμο για να ξεκινήσει. Και το νερό της σεντίνας το αδειάσαμε και το κατάρτι το υψώσαμε και το πανί το φουσκώνει ο άνεμος και καθένα από τα κουπιά είναι δεμένο στον σκαλμό του, και δεν εμποδίζει τίποτε, όσο εξαρτάται από μένα, να τραβήξουμε την άγκυρα και να ξεκινήσουμε. Ο Ερμής όμως καθυστερεί, ενώ θα έπρεπε να είναι εδώ από ώρα. Άδειο λοιπόν, όπως βλέπεις, χωρίς επιβάτες είναι το καράβι μας, ενώ θα μπορούσε να είχε πάει και να είχε γυρίσει τρεις φορές σήμερα. Και τώρα είναι σχεδόν η ώρα που λύνουνε τα βόδια το απόγευμα, κι εμείς δεν κερδίσαμε ως τώρα ούτε καν έναν οβολό. Έπειτα ο Πλούτωνας, το ξέρω καλά, θα νομίσει ότι εγώ τεμπελιάζω στα ζητήματα αυτά, ενώ σε άλλον βρίσκεται το φταίξιμο. Κι από την άλλη, ο ωραίος και λεβέντης μας νεκροκαθοδηγητής ήπιε και ο ίδιος στον επάνω κόσμο το νερό της Λησμονιάς, σαν να ήταν κάτι άλλο, και ξέχασε να γυρίσει πίσω σ᾽ εμάς, και ή παλεύει με τους εφήβους ή παίζει λύρα ή απαγγέλλει κάποιους λόγους επιδεικνύοντας τις αερολογίες του, ή μπορεί να τρύπωσε κάπου για να κλέψει, το παλικάρι μας· γιατί κι αυτό είναι μια απ᾽ τις τέχνες του. Μας συμπεριφέρεται λοιπόν σαν ελεύθερος, και μάλιστα ενώ είναι κατά το μισό δικός μας.
ΚΛΩΘΩ
[2] Και πού ξέρεις, Χάροντα, αν δεν του έτυχε κάποια δουλειά, κι αν ο Δίας δεν χρειάστηκε να τον χρησιμοποιήσει ακόμη περισσότερο στα ζητήματα του επάνω κόσμου; Άλλωστε κι εκείνος είναι αφεντικό.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εντάξει, Κλωθώ, αλλά όχι και να διαφεντεύει τόσο υπέρμετρα σε μια κοινή περιουσία, γιατί ούτε κι εμείς ποτέ, όταν χρειαζόταν να φύγει, τον κατακρατήσαμε. Αλλά εγώ ξέρω την αιτία. Σ᾽ εμάς βρίσκει κανείς μόνο ασφόδελο και προσφορές υγρών και στρογγυλά γλυκόψωμα και αφιερώματα τροφίμων, και κατά τα άλλα βαθύ σκοτάδι και ομίχλη και σκοτεινιά, ενώ στον ουρανό όλα είναι λαμπερά, και υπάρχει πολλή αμβροσία και άφθονο νέκταρ· συνεπώς είναι φανερό ότι καθυστερεί με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν υπηρετεί εκείνους. Από μας φεύγει πετώντας προς τα πάνω σαν να δραπετεύει από κάποια φυλακή· όταν όμως έρχεται ο καιρός για την κάθοδο εδώ, κατεβαίνει αργά, περπατώντας κάποτε σχεδόν με το ζόρι.