Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (22.6-22.9)


ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
[22.6] Κἀγὼ δὲ ὁπότε κατῄειν, οὐδ᾽ ἀνέμιξα ἐμαυτὸν τοῖς ἄλλοις, ἀλλ᾽ ἀφεὶς οἰμώζοντας αὐτοὺς προδραμὼν ἐπὶ τὸ πορθμεῖον προκατέλαβον χώραν, ὡς ἂν ἐπιτηδείως πλεύσαιμι· καὶ παρὰ τὸν πλοῦν οἱ μὲν ἐδάκρυόν τε καὶ ἐναυτίων, ἐγὼ δὲ μάλα ἐτερπόμην ἐπ᾽ αὐτοῖς.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[22.7] Σὺ μέν, ὦ Κράτης καὶ Ἀντίσθενες, τοιούτων ἐτύχετε τῶν ξυνοδοιπόρων, ἐμοὶ δὲ Βλεψίας τε ὁ δανειστικὸς ὁ ἐκ Πειραιῶς καὶ Λάμπις ὁ Ἀκαρνὰν ξεναγὸς ὢν καὶ Δᾶμις ὁ πλούσιος ὁ ἐκ Κορίνθου συγκατῄεσαν, ὁ μὲν Δᾶμις ὑπὸ τοῦ παιδὸς ἐκ φαρμάκων ἀποθανών, ὁ δὲ Λάμπις δι᾽ ἔρωτα Μυρτίου τῆς ἑταίρας ἀποσφάξας ἑαυτόν, ὁ δὲ Βλεψίας λιμῷ ἄθλιος ἐλέγετο ἀπεσκληκέναι καὶ ἐδήλου δὲ ὠχρὸς εἰς ὑπερβολὴν καὶ λεπτὸς εἰς τὸ ἀκριβέστατον φαινόμενος. ἐγὼ δὲ καίπερ εἰδὼς ἀνέκρινον, ὃν τρόπον ἀποθάνοιεν. εἶτα τῷ μὲν Δάμιδι αἰτιωμένῳ τὸν υἱόν, Οὐκ ἄδικα μέντοι ἔπαθες, ἔφην, ὑπ᾽ αὐτοῦ, εἰ τάλαντα ἔχων ὁμοῦ χίλια καὶ τρυφῶν αὐτὸς ἐνενηκοντούτης ὢν ὀκτωκαιδεκαέτει νεανίσκῳ τέτταρας ὀβολοὺς παρεῖχες. σὺ δέ, ὦ Ἀκαρνάν, —ἔστενε γὰρ κἀκεῖνος καὶ κατηρᾶτο τῇ Μυρτίῳ— τί αἰτιᾷ τὸν Ἔρωτα, σεαυτὸν δέον, ὃς τοὺς μὲν πολεμίους οὐδεπώποτε ἔτρεσας, ἀλλὰ φιλοκινδύνως ἠγωνίζου πρὸ τῶν ἄλλων, ἀπὸ δὲ τοῦ τυχόντος παιδισκαρίου καὶ δακρύων ἐπιπλάστων καὶ στεναγμῶν ἑάλως ὁ γενναῖος; ὁ μὲν γὰρ Βλεψίας αὐτὸς ἑαυτοῦ κατηγόρει φθάσας πολλὴν τὴν ἄνοιαν, ὡς τὰ χρήματα ἐφύλαττεν τοῖς οὐδὲν προσήκουσιν κληρονόμοις, εἰς ἀεὶ βιώσεσθαι ὁ μάταιος νομίζων. πλὴν ἔμοιγε οὐ τὴν τυχοῦσαν τερπωλὴν παρέσχον τότε στένοντες. [22.8] ἀλλ᾽ ἤδη μὲν ἐπὶ τῷ στομίῳ ἐσμέν, ἀποβλέπειν δὲ χρὴ καὶ ἀποσκοπεῖν πόρρωθεν τοὺς ἀφικνουμένους. βαβαί, πολλοί γε καὶ ποικίλοι καὶ πάντες δακρύοντες πλὴν τῶν νεογνῶν τούτων καὶ νηπίων. ἀλλὰ καὶ οἱ πάνυ γέροντες ὀδύρονται. τί τοῦτο; ἆρα τὸ φίλτρον αὐτοὺς ἔχει τοῦ βίου; [22.9] τοῦτον οὖν τὸν ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι. τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών; τί ἀγανακτεῖς, ὦ βέλτιστε, καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος; ἦ που βασιλεύς τις ἦσθα;
ΠΤΩΧΟΣ
Οὐδαμῶς.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ἀλλὰ σατράπης τις;
ΠΤΩΧΟΣ
Οὐδὲ τοῦτο.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ἆρα οὖν ἐπλούτεις, εἶτα ἀνιᾷ σε τὸ πολλὴν τρυφὴν ἀπολιπόντα τεθνάναι;
ΠΤΩΧΟΣ
Οὐδὲν τοιοῦτο, ἀλλ᾽ ἔτη μὲν ἐγεγόνειν ἀμφὶ τὰ ἐνενήκοντα, βίον δὲ ἄπορον ἀπὸ καλάμου καὶ ὁρμιᾶς εἶχον εἰς ὑπερβολὴν πτωχὸς ὢν ἄτεκνός τε καὶ προσέτι χωλὸς καὶ ἀμυδρὸν βλέπων.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Εἶτα τοιοῦτος ὢν ζῆν ἤθελες;
ΠΤΩΧΟΣ
Ναί· ἡδὺ γὰρ ἦν τὸ φῶς καὶ τὸ τεθνάναι δεινὸν καὶ φευκτέον.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Παραπαίεις, ὦ γέρον, καὶ μειρακιεύῃ πρὸς τὸ χρεών, καὶ ταῦτα ἡλικιώτης ὢν τοῦ πορθμέως. τί οὖν ἄν τις ἔτι λέγοι περὶ τῶν νέων, ὁπότε οἱ τηλικοῦτοι φιλόζωοί εἰσιν, οὓς ἐχρῆν διώκειν τὸν θάνατον ὡς τῶν ἐν τῷ γήρᾳ κακῶν φάρμακον. ἀλλ᾽ ἀπίωμεν ἤδη, μὴ καί τις ἡμᾶς ὑπίδηται ὡς ἀπόδρασιν βουλεύοντας, ὁρῶν περὶ τὸ στόμιον εἰλουμένους.


ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
[22.6] Κι εγώ, όταν κατέβαινα, δεν ανακατεύτηκα καθόλου με τους άλλους, αλλά αφήνοντάς τους να θρηνούν, έτρεξα πρώτος στο καράβι και έπιασα μια καλή θέση, για να ταξιδέψω άνετα. Και στη διάρκεια του ταξιδιού αυτοί κλαίγανε και παθαίνανε ναυτία, ενώ εγώ διασκέδαζα πολύ μαζί τους.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[22.7] Εσείς, Κράτη και Αντισθένη, έτυχε να έχετε τέτοιους συνταξιδιώτες, μ᾽ εμένα όμως κατέβαιναν μαζί ο Βλεψίας, ο τοκογλύφος από τον Πειραιά, και ο Λάμπης από την Ακαρνανία, που ήταν επικεφαλής μισθοφόρων, και ο Δάμης, ο πλούσιος από την Κόρινθο. Ο Δάμης είχε πεθάνει επειδή τον δηλητηρίασε ο γιος του, ο Λάμπης επειδή αυτοκτόνησε από έρωτα για την εταίρα τη Μυρτούλα, και ο Βλεψίας λέγανε πως έσβησε ο ταλαίπωρος από πείνα, κι αυτό φαινόταν, καθώς έδειχνε υπερβολικά χλωμός και εξαιρετικά αδύνατος. Εγώ, αν και ήξερα, τους ρωτούσα με ποιόν τρόπο πέθαναν. Έπειτα είπα στον Δάμη, που κατηγορούσε τον γιο του: «Δεν ήταν όμως κι άδικο αυτό που έπαθες από τον γιο σου, αφού, ενώ είχες μαζεμένα χίλια τάλαντα, και ο ίδιος γλεντούσες στα ενενήντα σου, έδινες μόνο τέσσερις οβολούς στον δεκαοκτάχρονο νεαρό. Κι εσύ, Ακαρνάνα,» —κι εκείνος αναστέναζε και καταριόταν τη Μυρτούλα— «γιατί κατηγορείς τον Έρωτα, ενώ πρέπει να τα βάζεις με τον εαυτό σου; Εσύ ποτέ σου δεν φοβήθηκες τους εχθρούς, αλλά πολεμούσες ριψοκίνδυνα μπροστά απ᾽ όλους τους άλλους, και νικήθηκες, εσύ ο λεβέντης, από μια τυχαία κοπελίτσα και από ψεύτικα δάκρυα και αναστεναγμούς;» Ο Βλεψίας πάλι ήταν ο πρώτος που κατηγορούσε ο ίδιος τον εαυτό του για μεγάλη απερισκεψία, που φύλαγε τα χρήματα για τους άγνωστούς του κληρονόμους, νομίζοντας ο ανόητος πως θα ζήσει για πάντα. Πάντως εμένα μου έδωσαν μια ασυνήθιστη ευχαρίστηση τότε με τους αναστεναγμούς τους.
[22.8] Ήδη όμως φτάσαμε στην είσοδο, και θα πρέπει να κοιτάζουμε και να παρακολουθούμε από μακριά τους νεοφερμένους. Πω πω! Είναι πολλοί και κάθε λογής, και όλοι κλαίνε, εκτός από αυτά τα νεογέννητα και τα νήπια. Ακόμη και οι πολύ γερασμένοι θρηνολογούν. Γιατί άραγε; Μήπως τους κρατάει το μαγικό φίλτρο της ζωής; [22.9] Θέλω λοιπόν να ρωτήσω αυτόν εδώ τον υπέργηρο: Γιατί κλαις, μια και πέθανες σε τέτοια ηλικία; Γιατί στενοχωριέσαι, φίλτατε, και μάλιστα ενώ έφτασες εδώ σε βαθιά γεράματα; Μήπως ήσουν τάχα κανένας βασιλιάς;
ΦΤΩΧΟΣ
Κάθε άλλο.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Μήπως κάποιος σατράπης;
ΦΤΩΧΟΣ
Όχι βέβαια.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Μήπως λοιπόν ήσουν πλούσιος, και τώρα στενοχωριέσαι που πέθανες και άφησες πίσω σου τη μεγάλη καλοπέραση;
ΦΤΩΧΟΣ
Τίποτε παρόμοιο. Αντίθετα, ήμουν περίπου ενενήντα χρονών, και ζούσα στερημένα ψαρεύοντας με καλάμι και πετονιά, υπερβολικά φτωχός και άτεκνος, και επιπλέον κουτσός και με μειωμένη όραση.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Κι έπειτα ήθελες να ζεις σ᾽ αυτή την κατάσταση;
ΦΤΩΧΟΣ
Ναι, γιατί το φως ήταν γλυκό, και ο θάνατος κάτι φοβερό, που θα ᾽πρεπε να το αποφύγω.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Τα ᾽χεις χαμένα, γέροντα, κι έχεις ξεμωραθεί μπροστά στο αναπόφευκτο, και μάλιστα ενώ είσαι συνομήλικος με τον περαματάρη. Τί λοιπόν θα μπορούσε πια να πει κανείς για τους νέους, τη στιγμή που άνθρωποι σε τόσο μεγάλη ηλικία αγαπούνε τη ζωή, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουν τον θάνατο ως φάρμακο για τα βάσανα των γερατειών; Πάμε λοιπόν να φύγουμε τώρα, μήπως κανείς, βλέποντάς μας να τριγυρνάμε κοντά στην είσοδο, νομίσει πως σκεφτόμαστε να δραπετεύσουμε.