Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (21.1-21.4)


21. ΚΡΑΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ


ΚΡΑΤΗΣ
[21.1] Μοίριχον τὸν πλούσιον ἐγίνωσκες, ὦ Διόγενες, τὸν πάνυ πλούσιον, τὸν ἐκ Κορίνθου, τὸν τὰς πολλὰς ὁλκάδας ἔχοντα, οὗ ἀνεψιὸς Ἀριστέας, πλούσιος καὶ αὐτὸς ὤν, τὸ Ὁμηρικὸν ἐκεῖνο εἰώθει ἐπιλέγειν, «ἤ μ᾽ ἀνάειρ᾽ ἢ ἐγὼ σέ».
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Τίνος ἕνεκα, ὦ Κράτης;
ΚΡΑΤΗΣ
Ἐθεράπευον ἀλλήλους τοῦ κλήρου ἕνεκα ἑκάτερος ἡλικιῶται ὄντες, καὶ τὰς διαθήκας εἰς τὸ φανερὸν ἐτίθεντο, Ἀριστέαν μὲν ὁ Μοίριχος, εἰ προαποθάνοι, δεσπότην ἀφιεὶς τῶν ἑαυτοῦ πάντων, Μοίριχον δὲ ὁ Ἀριστέας, εἰ προαπέλθοι αὐτοῦ. ταῦτα μὲν ἐγέγραπτο, οἱ δὲ ἐθεράπευον ὑπερβαλλόμενοι ἀλλήλους τῇ κολακείᾳ. καὶ οἱ μάντεις, εἴτε ἀπὸ τῶν ἄστρων τεκμαιρόμενοι τὸ μέλλον εἴτε ἀπὸ τῶν ὀνειράτων, ὥς γε Χαλδαίων παῖδες, ἀλλὰ καὶ ὁ Πύθιος αὐτὸς ἄρτι μὲν Ἀριστέᾳ παρεῖχε τὸ κράτος, ἄρτι δὲ Μοιρίχῳ, καὶ τὰ τάλαντα ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦτον, νῦν δ᾽ ἐπ᾽ ἐκεῖνον ἔρρεπε.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[21.2] Τί οὖν πέρας ἐγένετο, ὦ Κράτης; ἀκοῦσαι γὰρ ἄξιον.
ΚΡΑΤΗΣ
Ἄμφω τεθνᾶσιν ἐπὶ μιᾶς ἡμέρας, οἱ δὲ κλῆροι εἰς Εὐνόμιον καὶ Θρασυκλέα περιῆλθον ἄμφω συγγενεῖς ὄντας οὐδὲ πώποτε προμαντευομένους οὕτω γενέσθαι ταῦτα· διαπλέοντες γὰρ ἀπὸ Σικυῶνος εἰς Κίρραν κατὰ μέσον τὸν πόρον πλαγίῳ περιπεσόντες τῷ Ἰάπυγι ἀνετράπησαν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[21.3] Εὖ ἐποίησαν. ἡμεῖς δὲ ὁπότε ἐν τῷ βίῳ ἦμεν, οὐδὲν τοιοῦτον ἐνενοοῦμεν περὶ ἀλλήλων· οὔτε πώποτε ηὐξάμην Ἀντισθένην ἀποθανεῖν, ὡς κληρονομήσαιμι τῆς βακτηρίας αὐτοῦ —εἶχεν δὲ πάνυ καρτερὰν ἐκ κοτίνου ποιησάμενος— οὔτε οἶμαι σὺ ὁ Κράτης ἐπεθύμεις κληρονομεῖν ἀποθανόντος ἐμοῦ τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον καὶ τὴν πήραν χοίνικας δύο θέρμων ἔχουσαν.
ΚΡΑΤΗΣ
Οὐδὲν γάρ μοι τούτων ἔδει, ἀλλ᾽ οὐδὲ σοί, ὦ Διόγενες· ἃ γὰρ ἐχρῆν, σύ τε Ἀντισθένους ἐκληρονόμησας καὶ ἐγὼ σοῦ, πολλῷ μείζω καὶ σεμνότερα τῆς Περσῶν ἀρχῆς.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Τίνα ταῦτα φῄς;
ΚΡΑΤΗΣ
Σοφίαν, αὐτάρκειαν, ἀλήθειαν, παρρησίαν, ἐλευθερίαν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Νὴ Δία, μέμνημαι τοῦτον διαδεξάμενος τὸν πλοῦτον παρὰ Ἀντισθένους καὶ σοὶ ἔτι πλείω καταλιπών.
ΚΡΑΤΗΣ
[21.4] Ἀλλ᾽ οἱ ἄλλοι ἠμέλουν τῶν τοιούτων κτημάτων καὶ οὐδεὶς ἐθεράπευεν ἡμᾶς κληρονομήσειν προσδοκῶν, εἰς δὲ τὸ χρυσίον πάντες ἔβλεπον.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Εἰκότως· οὐ γὰρ εἶχον ἔνθα δέξαιντο τὰ τοιαῦτα παρ᾽ ἡμῶν διερρυηκότες ὑπὸ τρυφῆς, καθάπερ τὰ σαπρὰ τῶν βαλλαντίων· ὥστε εἴ ποτε καὶ ἐμβάλοι τις ἐς αὐτοὺς ἢ σοφίαν ἢ παρρησίαν ἢ ἀλήθειαν, ἐξέπιπτεν εὐθὺς καὶ διέρρει, τοῦ πυθμένος στέγειν οὐ δυναμένου, οἷόν τι πάσχουσιν αἱ τοῦ Δαναοῦ αὗται παρθένοι εἰς τὸν τετρυπημένον πίθον ἐπαντλοῦσαι· τὸ δὲ χρυσίον ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ ἐφύλαττον.
ΚΡΑΤΗΣ
Οὐκοῦν ἡμεῖς μὲν ἕξομεν κἀνταῦθα τὸν πλοῦτον, οἱ δὲ ὀβολὸν ἥξουσι κομίζοντες καὶ τοῦτον ἄχρι τοῦ πορθμέως.


21. ΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ


ΚΡΑΤΗΣ
[21.1] Διογένη, γνώριζες τον Μοίριχο, εκείνον τον πλούσιο, τον πολύ πλούσιο, από την Κόρινθο, με τα πολλά καράβια, που ξάδερφός του ήταν ο Αριστέας, πλούσιος και αυτός; Αυτός συνήθιζε να λέει εκείνο το Ομηρικό: «ή σήκωσέ με ή να σε σηκώσω».
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Γιατί, Κράτη;
ΚΡΑΤΗΣ
Όντας και οι δύο συνομήλικοι, ο ένας περιποιόταν τον άλλον για την κληρονομιά και έκαναν φανερά τις διαθήκες τους. Ο Μοίριχος άφηνε τον Αριστέα κύριο κληρονόμο σε όλα του τα υπάρχοντα, αν πέθαινε αυτός πρώτος, και ο Αριστέας τον Μοίριχο, εάν αναχωρούσε πριν από εκείνον. Αυτά ήταν γραμμένα κι εκείνοι περιποιόνταν ο ένας τον άλλον και συναγωνίζονταν στις κολακείες. Και οι μάντεις, αυτοί που προλέγουν το μέλλον από τα άστρα και οι άλλοι που μαντεύουν, σαν παιδιά των Χαλδαίων, από τα όνειρα, μα και ο ίδιος ο Απόλλων, έδιναν την υπεροχή άλλοτε στον Αριστέα και άλλοτε στον Μοίριχο, και η ζυγαριά έγερνε πότε σ᾽ εκείνον πότε σ᾽ αυτόν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[21.2] Και τί έγινε στο τέλος, Κράτη; Αξίζει να το ακούσει κανείς.
ΚΡΑΤΗΣ
Πέθαναν και οι δύο την ίδια μέρα. Και οι κληρονομιές πέρασαν στα χέρια του Ευνόμιου και του Θρασυκλή, δυο συγγενών τους, που ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι θα ᾽ρχονταν έτσι τα πράγματα. Ταξιδεύοντας από τη Σικυώνα στην Κίρρα και ενώ βρίσκονταν στο μέσο του πορθμού, τους έπιασε Αργέστης και ανατράπηκαν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[21.3] Καλά να πάθουν. Εμείς, όταν ζούσαμε, δεν σκεφτόμαστε τίποτε τέτοιο ο ένας για τον άλλον. Ούτε ποτέ μου ευχήθηκα να πεθάνει ο Αντισθένης, για να κληρονομήσω τη βακτηρία του —είχε μια βακτηρία γερή, καμωμένη από αγριελιά— ούτε, νομίζω, εσύ, Κράτη, επιθυμούσες να πεθάνω, για να κληρονομήσεις την περιουσία μου, το πιθάρι και το ταγάρι με τις δυο χοίνικες λούπινα.
ΚΡΑΤΗΣ
Τίποτε απ᾽ αυτά δεν μου χρειάζονταν, μα ούτε και σ᾽ εσένα, Διογένη. Όσα έπρεπε, εσύ τα κληρονόμησες από τον Αντισθένη κι εγώ από εσένα. Κληρονομιές πολύ μεγαλύτερες και πολυτιμότερες και από το περσικό βασίλειο.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ποιά λες;
ΚΡΑΤΗΣ
Σοφία, αυτάρκεια, αλήθεια, θάρρος γνώμης, ελευθερία.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ναι, μά τον Δία· θυμάμαι και ότι δέχτηκα αυτά τα πλούτη από τον Αντισθένη και ότι άφησα σ᾽ εσένα ακόμη περισσότερα.
ΚΡΑΤΗΣ
[21.4] Οι άλλοι όμως αδιαφορούσαν για τέτοια αγαθά κι εμάς κανείς δεν μας φρόντιζε με την ελπίδα να μας κληρονομήσει, μα όλοι είχαν μάτια μόνο για το χρυσάφι.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Δικαιολογημένα, γιατί δεν είχαν πού να διαφυλάξουν τέτοια κληρονομιά σαν τη δική μας, παραλυμένοι καθώς ήταν από την καλοπέραση, όπως τα σάπια βαλάντια, που, αν κανένας έβαζε μέσα τους ποτέ σοφία, παρρησία ή αλήθεια, αυτή θα έπεφτε έξω και θα χανόταν, γιατί ο πυθμένας δεν μπορούσε να την κρατήσει. Αυτό ακριβώς που πάθαιναν οι κόρες του Δαναού, κουβαλώντας νερό σε τρύπιο πιθάρι. Το χρυσάφι όμως το φύλαγαν με δόντια και με νύχια. Με κάθε τέχνασμα.
ΚΡΑΤΗΣ
Εμείς λοιπόν θα έχουμε και εδώ τα πλούτη μας, εκείνοι όμως θα έρθουν φέρνοντας έναν οβολό και αυτόν ως τον λεμβούχο.